Η υπερδύναμη οδεύει ολοταχώς προς τις προεδρικές εκλογές με το χρέος της να αυξάνεται δυναμικά και τους οικονομολόγους να εκφράζουν φόβους πως η συσσώρευση μεγάλου όγκου χρέους θα εξωθήσει ανοδικά τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων, θα ανακόψει την ανάπτυξη της οικονομίας, θα επιβάλει την παράκαμψη άλλων προτεραιοτήτων, ακόμη και θα πλήξει την πιστοληπτική δυνατότητα της Ουάσιγκτον σε περίπτωση πολέμου ή κρίσης.
Προ ημερών το αμερικανικό χρέος υπερέβη τα 28 τρισ. δολ., αγγίζοντας το 100% του αμερικανικού ΑΕΠ, και αν το Κογκρέσο δεν λάβει κάποια μέτρα, μέσα σε μια δεκαετία θα έχει αυξηθεί περαιτέρω κατά ακόμη 22 τρισ. δολ. Οσον αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα, πλησιάζει το 1,9 τρισ. δολ., που αντιστοιχεί σε πάνω από το 6% του αμερικανικού ΑΕΠ, στο οποίο είχε φτάσει μόνον κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και κατά την πανδημία το 2020.
Σύμφωνα μάλιστα με τη Wall Street Journal, η υπερδύναμη δανείζεται τόσο όσο θα ήταν δικαιολογημένο μόνο αν βρισκόταν σε περίοδο ύφεσης, πολέμου ή άλλης κρίσης, αν και δεν αντιμετωπίζει σήμερα καμία από αυτές τις τρεις καταστάσεις.
Η αμερικανική εφημερίδα επισημαίνει επίσης πως οι δύο προεδρικοί υποψήφιοι αποσιωπούν τα δημοσιονομικά προβλήματα των ΗΠΑ, εκτός από κάποιες πολύ φευγαλέες αναφορές, και σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζουν κάποιο σχέδιο για την αντιμετώπισή τους. Αντιθέτως, δεν φείδονται ακριβών υποσχέσεων προς τους φορολογουμένους, αλλά και οι δύο ανήκουν στα δύο κόμματα του Κογκρέσου που φέρουν ευθύνη για τη διόγκωση του αμερικανικού χρέους. Δεν έχουν λείψει τα προειδοποιητικά σημάδια, μεταξύ των οποίων και κάποιες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ, όπως και η μειωμένη ζήτηση για ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου σε ορισμένες δημοπρασίες.
Το ερώτημα, όπως εύλογα το θέτει η WSJ, είναι πώς συνέβη και η δημοσιονομική εικόνα των ΗΠΑ έχει φτάσει στο σημείο να εμπνέει ανησυχία, αλλά παράλληλα να μην ενδιαφέρει τους προεδρικούς υποψηφίους και να μην βρίσκεται στην προεκλογική ατζέντα.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα φτάνει το 6% του ΑΕΠ – σε επίπεδα που είχαν καταγραφεί μόνον στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην κρίση του 2008 και στην πανδημία.
Τόσο το χρέος όσο και τα ελλείμματα έχουν υπερβεί επίπεδα που παλαιότερα αποτελούσαν κόκκινες γραμμές. Ωστόσο, οι φόβοι διαψεύσθηκαν. Μέχρι το 2022 οι αποδόσεις του αμερικανικού χρέους παρέμεναν σε χαμηλά επίπεδα και το δολάριο παραμένει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, προσφέροντας στις ΗΠΑ μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών σε σύγκριση με τις άλλες μεγάλες οικονομίες.
Αντιθέτως, ο αυξημένος δανεισμός βοήθησε την οικονομία να αντεπεξέλθει στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης της διετίας 2007-2009, όπως και στη διάρκεια της πανδημίας, και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι ψηφοφόροι επικροτούν τις πολιτικές που αυξάνουν τον δανεισμό όπως τις φοροαπαλλαγές, τις επιταγές προς τα νοικοκυριά και τα χρήματα για τις ένοπλες δυνάμεις.
Οποιος από τους προεδρικούς υποψηφίους αναδειχθεί σε νικητή των εκλογών τον Νοέμβριο θα αντιμετωπίσει δύο μεγάλες δημοσιονομικές δοκιμασίες.
Πρώτον, θα πρέπει να αυξηθεί και πάλι το όριο του δανεισμού μάλλον στα μέσα του επόμενου έτους. Τόσο το 2011 όσο και το 2023 η έλλειψη συμφωνίας για την αύξηση του ορίου δανεισμού έφτασε να εγκυμονεί τον κίνδυνο στάσης πληρωμών από πλευράς της υπερδύναμης και προκειμένου να αποφευχθεί το κακό αυτό σενάριο η κυβέρνηση οδηγήθηκε σε υποχωρήσεις.
Και δεύτερον, θα λήξει η ισχύς της φορολογικής νομοθεσίας που ψηφίστηκε το 2017. Αν δεν μεριμνήσει το Κογκρέσο μέχρι τα τέλη του 2025, θα αυξηθούν οι φόροι για τα περισσότερα αμερικανικά νοικοκυριά αναγκαστικά, με σκοπό τη μείωση του ελλείμματος. Ενα μέτρο που απορρίπτουν και τα δύο κόμματα.
Η μείωση των επιτοκίων από τη Fed
Δεδομένο θεωρείται πλέον ότι στη συνεδρίαση της Federal Reserve που άρχισε χθες και ολοκληρώνεται σήμερα η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ θα προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων από τα υψηλότερα επίπεδα των δύο τελευταίων δεκαετιών στα οποία βρίσκονται και συγκεκριμένα από το 5,25% ως 5,5%. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο κατά πόσον θα είναι μια αποφασιστική μείωση κατά 50 μονάδες βάσης ή μια συγκρατημένη κατά 25 μ.β. Τα οικονομικά στοιχεία των τελευταίων μηνών έχουν εξασφαλίσει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ καθώς ο πληθωρισμός υποχωρεί σταθερά τους τελευταίους μήνες και πλησιάζει τον στόχο του 2%, ενώ η ανεργία έχει αυξηθεί τον Αύγουστο στο 4,2% από το 3,7% στο οποίο βρισκόταν στα τέλη του περασμένου έτους. Οικονομολόγοι και αναλυτές επισημαίνουν πως η Fed θα αναζητήσει μια κίνηση που θα εξισορροπήσει τους κινδύνους και θα προσπαθήσει να στηρίξει την οικονομία, αλλά και να αποφύγει μια απότομη χαλάρωση που θα μπορούσε να δώσει νέα επιτάχυνση στον πληθωρισμό.