Στους παράγοντες που διαμορφώνουν την αξιολόγηση της Ελλάδας και που ουσιαστικά εμποδίζουν ακόμη την απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας αναφέρεται ο οίκος Moody’s, λίγες ημέρες μετά την αναβάθμιση των προοπτικών της σε θετικές.
Το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας και η αξιολόγηση Ba1, όπως εξηγεί ο οίκος, καθορίζεται από τέσσερις παράγοντες – την οικονομική ισχύ, την ισχύ των θεσμών και της διακυβέρνησης, τη δημοσιονομική ισχύ και την ευαισθησία της χώρας στον κίνδυνο γεγονότων.
1. Η οικονομική ισχύς. Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της οικονομικής ισχύος, η Moody’s επισημαίνει πως σε αυτό το μέτωπο η Ελλάδα σκοράρει μέτρια, καθώς η οικονομία της είναι λιγότερο διαφοροποιημένη σε σχέση με άλλες της Ε.Ε. και έχει ακόμη χαμηλό –αν και αυξανόμενο– δείκτη επενδύσεων. Η αποτελεσματική απορρόφηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι κρίσιμη για την ενίσχυση των επενδύσεων και της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης, όπως σημειώνει.
Παράλληλα, επισημαίνει πως το ποσοστό ανεργίας έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα χρόνια και είναι πλέον κάτω από το 10%. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε., με την ανεργία των νέων και των γυναικών να αποτελούν «αγκάθια». Η εισοδηματική ανισότητα είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., με το ποσοστό των ατόμων που κινδυνεύουν από τη φτώχεια να είναι συγκριτικά υψηλό.
Επίσης, η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα εξαιρετικά δυσμενές δημογραφικό προφίλ λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Το μερίδιο του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας θα συρρικνωθεί κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050 και αυτός είναι ο βασικός λόγος πίσω από την αδύναμη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη, η οποία τοποθετείται στο 1,5% έως το 2070.
Το «σκορ» της ελληνικής οικονομίας βάσει των 4 κριτηρίων που έλαβε υπ’ όψιν ο οίκος, δεν δίνει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα.
2. Η ισχύς των θεσμών και της διακυβέρνησης. Οσον αφορά την ισχύ των θεσμών και της διακυβέρνησης, ο οίκος επισημαίνει ότι έχει βελτιωθεί, αλλά οι προκλήσεις παραμένουν. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν ήδη επιφέρει απτή πρόοδο σε τομείς όπως η φορολογική διοίκηση και η συμμόρφωση. Αν και θα απαιτηθεί δέσμευση πολλών ετών για να αποκομιστούν πλήρως τα οφέλη των θεσμικών αλλαγών που είναι σε εξέλιξη για τη δημιουργία μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, αυτές οι βελτιώσεις αρχίζουν να αντικατοπτρίζονται στους δείκτες διακυβέρνησης. Επίσης, ο οίκος σημειώνει πως αν και έχει σημειωθεί πρόοδος και εκσυγχρονισμός του δικαστικού συστήματος, η βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητάς του και ο έλεγχος της διαφθοράς θα παραμείνουν δύσκολοι τομείς με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις στο επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον.
3. Η δημοσιονομική ισχύς. Οσον αφορά τη δημοσιονομική ισχύ, είναι αδύναμη και αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η Ελλάδα συνεχίζει να έχει έναν από τους υψηλότερους δείκτες χρέους διεθνώς και αναμένεται να παραμείνει άνω του 120% του ΑΕΠ στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 2030. Πάντως η Moody’s αναγνωρίζει ότι έχει μειωθεί από 207% το 2020 στο περίπου 162% στα τέλη του 2023 και έως το 2025 προβλέπει περαιτέρω σημαντική μείωση κατά περισσότερο από 15%.
Επιπλέον, η Ελλάδα έχει υψηλές ενδεχόμενες υποχρεώσεις, κυρίως από φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη δημοσιονομική ισχύ εάν αποκρυσταλλωθούν στον ισολογισμό της κυβέρνησης.
4. Η ευαισθησία της Ελλάδας στον κίνδυνο γεγονότων. Σε ό,τι αφορά τον τέταρτο παράγοντα, την ευαισθησία της Ελλάδας στον κίνδυνο γεγονότων, διαμορφώνεται από τέσσερα κριτήρια: τον πολιτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο του τραπεζικού συστήματος, τον κίνδυνο ρευστότητας και το μέγεθος της ευαισθησίας της οικονομίας σε εξωτερικά οικονομικά σοκ.
Στο πολιτικό μέτωπο, αν και εγχώρια επικρατεί σταθερότητα, που είναι πιστωτικά θετικό, ο κίνδυνος αφορά κυρίως τη γεωπολιτική έκθεση της χώρας, καθώς ως μέλος του ΝΑΤΟ είναι εκτεθειμένη στην αλλαγή της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη υπό το φως του πολέμου στην Ουκρανία.
Για τις τράπεζες, αν και αρκετές προκλήσεις παραμένουν, ωστόσο τα πράγματα έχουν βελτιωθεί σημαντικά με αποτέλεσμα ο κίνδυνος μιας νέας τραπεζικής κρίσης, η οποία θα μπορούσε να απαιτήσει κρατική στήριξη, έχει υποχωρήσει.
Ο κίνδυνος μιας κρίσης ρευστότητας είναι χαμηλός χάρη στην ευνοϊκή δομή δημοσίου χρέους και τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, τη στιγμή που οι ανάγκες αναχρηματοδότησης χρέους είναι χαμηλές. Επίσης, η Ελλάδα έχει βελτιώσει την ευαισθησία της στα εξωτερικά οικονομικά σοκ, καθώς έχει μειώσει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και η Moody’s εκτιμά ότι το 2025-2026 θα μειωθεί περαιτέρω στο 5% και 4,4% του ΑΕΠ, αντιστοίχως, από 6,3% το 2023.