Τα φτωχά νοικοκυριά στη Γερμανία και τη Γαλλία πληρώνουν έως και 2 ευρώ περισσότερο ανά τόνο εκπεμπόμενου διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από τους συμπατριώτες τους με υψηλότερο εισόδημα. Αυτό συμβαίνει επειδή τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που πιθανώς καταναλώνουν οι πιο πλούσιοι, όπως τα εισαγόμενα αγαθά και τα ταξίδια εκτός Ε.Ε., εξαιρούνται από την τιμολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα. Με άλλα λόγια, η τιμολόγηση των ρύπων αποδεικνύεται οπισθοδρομική, όπερ σημαίνει ότι οι φτωχοί πληρώνουν αναλογικά περισσότερα από τους πλούσιους ως μερίδιο του εισοδήματός τους.
Σε τελευταία έρευνα του ΔΝΤ καταδεικνύεται ότι η διόρθωση αυτής της στρέβλωσης, με άλλα λόγια η εξίσωση των τιμών του διοξειδίου του άνθρακα σε όλες τις χώρες, θα επιμερίσει το οικονομικό βάρος της μείωσης των εκπομπών πιο ομοιόμορφα στα νοικοκυριά και θα μετριάσει το βάρος για τους φτωχότερους Ευρωπαίους. Δεν πρόκειται απλά και μόνον για έναν κοινωνικά δίκαιο στόχο, αλλά και για κάτι οικονομικά αποδοτικό. Θα διασφαλίσει, πρώτον, ότι θα εφαρμοστούν φθηνότερες επιλογές περιστολής των εκπομπών, γεγονός που θα μείωνε το κόστος επίτευξης των στόχων των ευρωπαϊκών χωρών. Και, δεύτερον, θα κατανείμει το κόστος της μείωσης των ρύπων σε επιχειρήσεις, κλάδους και χώρες. Το μέσο νοικοκυριό με το υψηλότερο εισόδημα στην Ευρώπη πλήρωσε περίπου 10,75 ευρώ τον τόνο CO2 το 2020. Τα νοικοκυριά με το χαμηλότερο εισόδημα πληρώνουν κατά μέσον όρο 1,25 ευρώ περισσότερα, ενώ αυτή η διαφορά αυξάνεται σε 1,75 και σε 2 ευρώ στη Γερμανία και τη Γαλλία αντίστοιχα, καθώς και σε 5 ευρώ στη Βουλγαρία. Στην πραγματικότητα, μια διεθνοποιημένη ενιαία τιμή θα ήταν πιο αποτελεσματική από αυτή την άποψη, καθώς θα αύξαινε την τιμολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα, που ενσωματώνεται στις εισαγωγές των νοικοκυριών της Ε.Ε. Δεδομένου ότι ένα τέτοιο σύστημα θα συνεπαγόταν επίσης μεγάλες διαφορές στην επιβάρυνση μεταξύ των χωρών, μια πιθανή εναλλακτική είναι η πρόταση του ΔΝΤ για την κατώτατη τιμή του CO2.
Η συνεχιζόμενη επέκταση της όλης διαδικασίας τόσο στις οδικές μεταφορές όσο και στα καύσιμα θέρμανσης θα πρέπει επίσης να καταστήσει την τιμολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα λιγότερο οπισθοδρομική. Πιθανότατα, οι οικονομίες της Ε.Ε. θα παραμείνουν κατά μέσον όρο πιο ανοιχτές και θα εφαρμόσουν υψηλότερες τιμές στο διοξείδιο του άνθρακα από ό,τι οι εμπορικοί τους εταίροι. Κατά συνέπεια, τα έσοδα από την τιμολόγηση των εγχώριων ρύπων θα συνεχίσουν να υπερβαίνουν το κόστος τιμολόγησής τους.
* Ο κ. Τζέφρι Ντόλφιν είναι οικονομολόγος του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ. Το άρθρο δημοσιεύεται στο ιστολόγιο του ΔΝΤ.