Δημοσιονομικές δεσμεύσεις για μια τετραετία, που «χωρούν» μεν την εφαρμογή του προγράμματός της, αλλά αποκλείουν υπερβάσεις δαπανών και παροχές οποιουδήποτε είδους, αναλαμβάνει η κυβέρνηση με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028.
Το ελληνικό σχέδιο, όπως και των άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε., θα κατατεθεί στην Κομισιόν στις αρχές Οκτωβρίου, εγκαινιάζοντας την εφαρμογή του νέου Συμφώνου Σταθερότητας, που φιλοδοξεί να βάλει σε τάξη τα δημοσιονομικά της Ενωσης, χωρίς να στραγγαλίσει την ανάπτυξή της.
«Το σχέδιο», παρατηρεί ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, «εκπέμπει μήνυμα δημοσιονομικής σταθερότητας και αποφασιστικότητας, ώστε να μην ξεφύγουμε από τις ράγες, αλλά ταυτόχρονα και προώθησης μεταρρυθμίσεων, ώστε να διατηρηθούν υψηλά οι ρυθμοί ανάπτυξης, να αυξηθούν τα εισοδήματα και να μειωθεί η ανεργία».
Η αύξηση δαπανών είναι το βασικό μέτρο δημοσιονομικής πειθαρχίας στο πλαίσιο του νέου Συμφώνου, και για την Ελλάδα συμφωνήθηκε να κυμαίνεται στην περιοχή του 3%: ξεκινάει από περίπου 3,5% το 2025 και συνεχίζει με ετήσια αύξηση 3,2%, 3,1% και 3% τα επόμενα χρόνια. Aυτό σημαίνει ότι στο τέλος της τετραετίας οι δαπάνες θα είναι περίπου 13 δισ. υψηλότερες από φέτος. Κι αυτό με τη σειρά του επιτρέπει, όπως εξηγούν στελέχη του οικονομικού επιτελείου, να εφαρμοστούν οι εξής δεσμεύσεις – μεταξύ άλλων:
• Αυξήσεις συντάξεων κάθε χρόνο με βάση το ισχύον σύστημα, τον μέσο όρο πληθωρισμού και ρυθμού ανάπτυξης. Η αύξηση θα είναι 2,2%-2,5% το 2025 και στη συνέχεια αναμένεται να πλησιάσει στο 2%.
• Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1% το 2025 και περαιτέρω μείωση κατά 0,5% το 2027, όπως προβλέπει το πρόγραμμα της κυβέρνησης. Από τη μείωση του 2025 θα επωφεληθούν κατά το ήμισυ οι εργαζόμενοι και κατά το υπόλοιπο ήμισυ οι εργοδότες. Το όφελος υπολογίζεται σε 87 ευρώ τον χρόνο για εργαζόμενο με μισθό (σε 14μηνη βάση) 1.250 ευρώ.
Συντάξεις, εξοπλισμοί και πάγιες δαπάνες απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων δαπανών.
• Αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να ακολουθεί ο μισθός του νεοεισερχόμενου τον κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα. Προς το παρόν ο νεοεισερχόμενος στο Δημόσιο αμείβεται με 850 ευρώ, έναντι κατώτατου μισθού 830 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα. Δεδομένου ότι ο στόχος της κυβέρνησης είναι να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός του ιδιωτικού τομέα στα 950 ευρώ έως το 2027, ο μισθός των δημοσίων υπαλλήλων θα αυξηθεί κατά 100 ευρώ στην τριετία αυτή. Η αύξηση θα συμπαρασύρει όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, για να μη μειωθεί η απόσταση με τα υψηλότερα κλιμάκια.
• Για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, στόχος παραμένει να αυξηθεί ο μέσος μισθός στα 1.500 ευρώ, τουλάχιστον, το 2027.
Συντάξεις, εξοπλισμοί και πάγιες δαπάνες απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων δαπανών. Συγκεκριμένα για τις συντάξεις, αυξήσεις και νέους συνταξιούχους, προβλέπεται αύξηση δαπανών το 2025 περίπου 1 δισ. ευρώ, ενώ το 2026 θα είναι πάνω από 1 δισ. ευρώ. Αντιθέτως, για τους εξοπλισμούς θα διατεθούν 800 εκατ. ευρώ το 2025 και άλλα 300-500 εκατ. ευρώ την επόμενη χρονιά. Για τις αυξήσεις των δημοσίων υπαλλήλων προβλέπονται 300 εκατ. ευρώ ετησίως κατά μέσον όρο έως το 2027.
Προσγείωση ανάπτυξης
Η κυβέρνηση προσγείωσε τις προβλέψεις της για τον ρυθμό ανάπτυξης κοντά σ’ αυτές της Κομισιόν, που ήταν –στις ανοιξιάτικες προβλέψεις της– 2,2% για φέτος και 2,3% για το 2025, έναντι 2,5% και 2,6% αντιστοίχως του Προγράμματος Σταθερότητας. Στη συνέχεια το σχέδιο κατεβάζει πολύ χαμηλότερα τον πήχυ, αν και στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας σημειώνουν ότι αυτό δεν συνιστά πρόβλεψη, αλλά προβολές της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους. To λεγόμενο δυνητικό ΑΕΠ της Ελλάδας στις ανοιξιάτικες προβλέψεις της Κομισιόν προβλεπόταν στο 2% για το 2025. Στο υπουργείο σημειώνουν ότι η κυβέρνηση είναι πιο αισιόδοξη, το ίδιο και άλλοι φορείς όπως η ΕBRD, που προέβλεψε 2,4% για φέτος και 2,6% για το 2025 και η UBS που «βλέπει» την ανάπτυξη στο 2,5% για φέτος και στο 3% για το 2025. Ωστόσο, προσαρμόσθηκε στις πιο μετριοπαθείς προβλέψεις της Κομισιόν. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού προβλέπεται να διατηρηθεί στην περιοχή του 1% του ΑΕΠ, με ασφάλεια μακριά από το όριο του 3% του ΑΕΠ και το πρωτογενές πλεόνασμα θα βρίσκεται αρκετά πάνω από τον αρχικό στόχο καθ’ όλη την περίοδο, κοντά στο 2,4% του ΑΕΠ, όπου θα κλείσει και φέτος με την υπεραπόδοση των εσόδων.
Ετσι, εξασφαλίζεται η σημαντική υποχώρηση του χρέους στο 133% του ΑΕΠ, από 153% του ΑΕΠ φέτος, που είναι και ο βασικός στόχος του σχεδίου.