Ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι αξιοπρόσεκτα τα τελευταία ευρήματα έρευνας του διακομματικού ινστιτούτου «Ομιλος Οικονομικής Καινοτομίας», βάσει των οποίων ολοένα και αυξάνεται η εξάρτηση των Αμερικανών από τα προνοιακά επιδόματα.
Οπως αναφέρει σε σχετικό άρθρο της η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, τα επιδόματα αυτά αφορούν τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης και ιατροφαρμακευτικής αρωγής για πολίτες άνω των 65 ετών και για οικονομικά ευάλωτες οικογένειες και άτομα (Social Security, Medicaid & Medicare). Αυτού του είδους η στήριξη θεωρείται σημαντικότατη ειδικά για τις οικονομικά αδύναμες κοινότητες στις ΗΠΑ, εκ των οποίων πολλές κλίνουν προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και εντοπίζονται σε εκλογικά αμφίρροπες πολιτείες.
Πάντως, όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ, κανένα από τα δύο κόμματα δεν θέλει να περικόψει αυτή την οικονομική στήριξη. Ωστόσο, η χώρα δεν υπήρξε πάντα τόσο εξαρτημένη από τα κρατικά βοηθήματα, ενώ ειδικά στην έρευνα του ινστιτούτου φαίνεται ότι τη δεκαετία του 1980 αυτά αποτελούσαν σημαντικό εισόδημα των πολιτών που κατοικούσαν σε λιγότερο από το 1% των αμερικανικών κομητειών. Οι εν λόγω περιοχές θεωρούνταν από τις πιο περιθωριοποιημένες οικονομικά, όπως εκείνες στα Απαλάχια Ορη. Δεδομένου, όμως, ότι ο πληθυσμός των ΗΠΑ πλέον γερνάει, ολοένα και περισσότερες κομητείες λαμβάνουν το κρατικό επίδομα ως βασικό μέρος του συνολικού εισοδήματος των κατοίκων τους, το οποίο κατά τον «Ομιλο Οικονομικής Καινοτομίας» σημαίνει το 25% ή και παραπάνω των ατομικών εισοδημάτων στην εκάστοτε κομητεία. Εως το 2000, εντούτοις, μόλις μία στις δέκα οικονομικά ασθενέστερες κομητείες των ΗΠΑ προσποριζόταν σημαντικό μέρος των εισοδημάτων των κατοίκων της από τα ομοσπονδιακά και τα πολιτειακά βοηθήματα.
Σχεδόν στο 70% των κομητειών στο Μίσιγκαν, στην Τζόρτζια και στη Βόρεια Καρολίνα οι πολίτες στηρίζονται στην κρατική αρωγή.
Ωστόσο, έως το 2022 στο 53% αυτών των κομητειών, δηλαδή σε περισσότερες από τις μισές κομητείες στη χώρα, οι πολίτες εισέπρατταν τουλάχιστον το 25% των εισοδημάτων τους από κρατικά βοηθήματα. Οι λόγοι της δραστικής αύξησης αυτής της εξάρτησης έχουν να κάνουν, κατ’ αρχάς, με το ότι πολύ μεγαλύτερο μέρος των Αμερικανών και Αμερικανίδων πλέον βρίσκεται στην τρίτη ηλικία και οι δαπάνες περίθαλψης έχουν διογκωθεί. Κατά δεύτερον, πολλές κοινότητες παρακμάζουν λόγω αποβιομηχάνισης, οπότε η σύνδεσή τους με την κρατική βοήθεια διευρύνεται. Εκτός των βοηθημάτων κοινωνικής ασφάλισης, περίθαλψης και φαρμάκων για ηλικιωμένους και οικονομικά ευάλωτες οικογένειες και άτομα, ο «Ομιλος Οικονομικής Καινοτομίας» συμπεριέλαβε στην ανάλυσή του και τα επιδόματα ανεργίας, τα κουπόνια τροφίμων, τις φοροαπαλλαγές εισοδήματος, τα επιδόματα των απομάχων, τις πληρωμές λόγω κορωνοϊού κ.ά. Συν τοις άλλοις και οι ίδιες οι πολιτείες μεμονωμένα συνδράμουν στα προαναφερθέντα προγράμματα, όπως το Medicair, αλλά το 70% είναι ομοσπονδιακά κονδύλια.
Οπως γίνεται αντιληπτό, αυτές οι δαπάνες καλύπτουν ένα μεγάλο και διογκούμενο ποσοστό του δημοσίου χρέους, αλλά αμφότεροι οι υποψήφιοι δεν προτείνουν τρόπους μείωσής τους, όπως αναφέρει η Wall Street Journal. Αξίζει να αναφερθεί ότι αν και οι κομητείες όπου οι κάτοικοι έχουν σοβαρή εξάρτηση από τις δημόσιες δαπάνες συνήθως είναι μικρές, δεν παύει να τις κατοικεί το σχεδόν 22% του αμερικανικού πληθυσμού αθροιστικά. Εχουν και ένα κοινό χαρακτηριστικό, το ότι εντοπίζονται κυρίως στις εξαιρετικά κρίσιμες πολιτείες, οι οποίες και θα αποφασίσουν για την έκβαση των προεδρικών εκλογών. Σχεδόν στο 70% των κομητειών στο Μίσιγκαν, στην Τζόρτζια και στη Βόρεια Καρολίνα οι πολίτες και ψηφοφόροι εξαρτώνται από την κρατική αρωγή, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στο 60% των κομητειών στην Πενσιλβάνια. Στην Αριζόνα οι κάτοικοι στις 13 από τις 15 κομητείες τελούν στην ίδια κατάσταση. Χρησιμοποιώντας άλλο κριτήριο, άνω του 44% του πληθυσμού του Μίσιγκαν διαβιοί σε κομητείες με κατοίκους υπερβολικά εξαρτημένους από τα κρατικά προγράμματα, ενώ σε Αριζόνα, Πενσιλβάνια και Βόρεια Καρολίνα αυτό ισχύει για το 30% και πλέον.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών και τέως πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είχε και στις τρεις προεκλογικές εκστρατείες του επισκεφθεί την Τζονστάουν στην Πενσιλβάνια, υποσχόμενος αναζωογόνηση της περιοχής. Κάποτε κραταιό κέντρο χαλυβουργίας, η πόλη και η πέριξ αυτής κομητεία της Κάμπριας παρήκμασαν με την υποβάθμιση του κλάδου, πολλές εταιρείες έκλεισαν και οι άνθρωποι έφυγαν, αναζητώντας αλλού ευκαιρίες απασχόλησης. Η Τζονστάουν έχασε τον μισό πληθυσμό της από το 1970, ενώ τα τελευταία 25 χρόνια οι εργαζόμενοι μειώθηκαν 10% και πλέον, όπως και οι επιχειρήσεις. Η τόνωση και ο αναπροσανατολισμός της οικονομίας δεν ήρθαν ποτέ και οι κάτοικοι στρέφονται ολοένα και περισσότερο προς τους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών.