Επίμονος και με σημαντική απόκλιση από αυτόν της Ευρωζώνης αποδεικνύεται ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, καθώς παρά τη μικρή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησής του παρέμεινε και τον Σεπτέμβριο στο επίπεδο του 3%, ενώ την ίδια ώρα στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε σε 1,8%. Αν και αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται μεγάλη απόκλιση μεταξύ του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα και του αντίστοιχου στην Ευρωζώνη, πρόκειται για το μεγαλύτερο άνοιγμα της «ψαλίδας» στο τελευταίο δωδεκάμηνο (1,20 ποσοστιαία μονάδα). Πίσω από την επιμονή του πληθωρισμού στην Ελλάδα υπάρχουν συγκυριακοί παράγοντες, όπως η αύξηση της ζήτησης σε υπηρεσίες και είδη διατροφής κατά την τουριστική περίοδο, τα οποία έχουν υψηλή στάθμιση στο εγχώριο «καλάθι», αλλά και δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως η υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές σε ενέργεια, πρώτες και δεύτερες ύλες, τελικά αγαθά, ο ελλιπής ανταγωνισμός και η τιμολογιακή στρατηγική των επιχειρήσεων, όπως έδειξε και πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή τον μήνα Σεπτέμβριο, τις οποίες ανακοίνωσε χθες η Eurostat, στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 3% έναντι ετήσιας μεταβολής 3,2% τον Αύγουστο. Πρόκειται για τον τέταρτο υψηλότερο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη τον Σεπτέμβριο, με το Βέλγιο να βρίσκεται στην πρώτη θέση (4,5%) και να ακολουθούν η Ολλανδία (3,3%) και η Εσθονία (3,2%). Στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε σε 1,8% από 2,2%, καταγράφοντας σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης.
Ανησυχητικό στην περίπτωση της Ελλάδας είναι και το γεγονός ότι καταγράφηκε αξιοσημείωτη αύξηση του δείκτη και σε μηνιαία βάση, καθώς τον Σεπτέμβριο του 2024 σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2024 αυξήθηκε κατά 1,7%, η μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση στην Ευρωζώνη, στην οποία αντιθέτως καταγράφηκε μείωση, έστω και οριακή (-0,1%).
Τούτο σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις ανατιμήσεις που καταγράφηκαν τον Σεπτέμβριο σε νωπά οπωροκηπευτικά, νωπά ψάρια κ.ά., με τις πρώτες να αποδίδονται στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες των προηγούμενων μηνών (υψηλές θερμοκρασίες για μεγάλο χρονικό διάστημα) που προκάλεσαν πλήγμα στην εγχώρια παραγωγή. Ετσι, ακόμη και στις λαϊκές αγορές οι καταναλωτές έβλεπαν, για παράδειγμα, τις πατάτες να πωλούνται έως και 1,20 ευρώ/κιλό ή τις ντομάτες προς 2,50 ευρώ/κιλό. Ας σημειωθεί ότι τα μη επεξεργασμένα, μη τυποποιημένα τρόφιμα λόγω της μεγάλης κατανάλωσης στην Ελλάδα έχουν υψηλή στάθμιση στο «καλάθι» του πληθωρισμού. Δεδομένου του γεγονότος ότι ο Σεπτέμβριος ανήκει στην τουριστική περίοδο –κυρίως για ξένους επισκέπτες– επηρεάζονται προς τα πάνω και οι τιμές μεγάλης μερίδας των υπηρεσιών. Στους παραπάνω παράγοντες θα πρέπει να προστεθούν και οι «παραδοσιακές» ανατιμήσεις στις οποίες προβαίνει μεγάλο μέρος της αγοράς, ακόμη και αν αυτό δεν δικαιολογείται επαρκώς από τους παράγοντες κόστους, λόγω της αυξημένης ζήτησης σε σειρά προϊόντων, τροφίμων και μη, που χαρακτηρίζει την επιστροφή από τις καλοκαιρινές διακοπές.
Ανατιμήσεις σε νωπά οπωροκηπευτικά, νωπά ψάρια κ.ά. λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Από τα αναλυτικά στοιχεία της Eurostat προκύπτει σημαντική απόκλιση και των επιμέρους δεικτών σε Ελλάδα και Ευρωζώνη. Ετσι, ο λεγόμενος πληθωρισμός των τροφίμων ήταν στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο 2,8% έναντι 2,4% στην Ευρωζώνη, στο υψηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Απρίλιο (4,8%). Ας σημειωθεί ότι και τα στοιχεία του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), που καταρτίζει δείκτη τιμών καταναλωτή με βάση τα στοιχεία από τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, αναμένεται να δείξουν για τον Σεπτέμβριο αύξηση, αν και οριακή, μετά από τέσσερις μήνες που κατέγραφαν αρνητικό πληθωρισμό.
Στις υπηρεσίες η ετήσια μεταβολή των τιμών ήταν 4,40% στην Ελλάδα και 4% στην Ευρωζώνη, στην ενέργεια -1% στην Ελλάδα και -6% στην Ευρωζώνη, ενώ στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά 1,70% στην Ελλάδα και 0,40% στην Ευρωζώνη.
Η απόκλιση που παρατηρείται στους δείκτες μεταβολής τιμών στα βιομηχανικά αγαθά και στην ενέργεια μαρτυρά στην πραγματικότητα και μία από τις βασικές αιτίες της απόκλισης του γενικού δείκτη τιμών σε Ελλάδα και Ευρωζώνη. Το υψηλό ενεργειακό κόστος που ακόμη και αν στους καταναλωτές δεν φαίνεται άμεσα –λόγω επιδοτήσεων στα τιμολόγια–, το πληρώνουν έμμεσα καθώς επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και στη συνέχεια τις τιμές καταναλωτή, το ενεργειακό μείγμα και η υψηλή εξάρτηση της Ελλάδας από την εισαγόμενη ενέργεια επιβαρύνουν τις τιμές και φυσικά την καθιστούν εξαιρετικά ευάλωτη στις όποιες μεταβολές. Το ίδιο ισχύει και για σειρά πρώτων και δεύτερων υλών, από εμπορεύματα (καφές, ζάχαρη, κακάο, σιτηρά, λιπάσματα) έως υλικά συσκευασίας αλλά και τελικών αγαθών. Στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε στα 20,30 δισ. ευρώ από 17,96 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2023, με τις εξαγωγές μάλιστα να μειώνονται κατά 1,3% και τις εισαγωγές να αυξάνονται κατά 4,8%.
Καθοριστικοί παράγοντες, τέλος, για την επιμονή του πληθωρισμού είναι ο ελλιπής τοπικός ανταγωνισμός που ευνοεί την εφαρμογή υψηλών τιμών από τις πολυεθνικές, το μικρό μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και εν γένει η δομή της ελληνικής αγοράς.