Κατά 1 δισ. ευρώ έχει ενισχύσει μέσω διαγωνισμών το αποτύπωμά της στις υποδομές, σε τομείς πέραν των παραδοσιακών υποδομών μεταφορών, τους τελευταίους 2-3 μήνες η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ. «Η στρατηγική μας, να καταστούμε ένας εκ των κορυφαίων παικτών στις υποδομές στην Ευρώπη προχωράει σύμφωνα με τον σχεδιασμό μας και παράγει ήδη απτά αποτελέσματα», σημείωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου στην τελευταία τηλεδιάσκεψη με τους αναλυτές.
Ο Γιώργος Περιστέρης εξήγησε πως η συνεισφορά του κλάδου των παραχωρήσεων στις οικονομικές επιδόσεις του ομίλου θα αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες περιόδους με την εμπορική λειτουργία διαφόρων έργων. «Αυτό θα ξεκινήσει ήδη από το τελευταίο μέρος του έτους με την έναρξη της παραχώρησης της Αττικής Οδού, ακολουθούμενη από την έναρξη εμπορικής λειτουργίας της μονάδας ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο στην Κομοτηνή και την έναρξη της παραχώρησης της Εγνατίας Οδού εντός του 2025, με επόμενα milestones την περίοδο 2026-27 το νέο διεθνές αεροδρόμιο στο Καστέλι και το 2028 το ολοκληρωμένο τουριστικό συγκρότημα στο Ελληνικό».
«Για τον κατασκευαστικό μας τομέα αναμένουμε να διατηρήσουμε μια υγιή και ισχυρή κερδοφορία, δεδομένου του μείγματος των υπό εκτέλεση έργων μας», είπε, προσθέτοντας ότι «όσον αφορά τη συμβατική – θερμική ενέργεια, με βάση αυτά που βλέπουμε αυτή τη στιγμή στην αγορά αναμένουμε βελτιωμένες επιδόσεις για το δεύτερο εξάμηνο του έτους».
Υπενθυμίζεται ότι κατά το πρώτο εξάμηνο η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ ενίσχυσε την κερδοφορία της σε συνέχεια της περαιτέρω ωρίμανσης επενδύσεων σε παραχωρήσεις και ΑΠΕ. Ο τομέας των κατασκευών διατήρησε υγιή επίπεδα κερδοφορίας –παρά τα χαμηλότερα έσοδα λόγω του χρονισμού στην εκτέλεση των έργων–, ενώ το ανεκτέλεστο διαμορφώθηκε σε 5 δισ.
Στον τομέα της συμβατικής ενέργειας, η Ηρων κατέγραψε υψηλότερους όγκους πώλησης κατά 45,6%, ενώ η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 16,6%. Σημειώνεται ότι μετά την πώληση της συμμετοχής στην ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, τα ταμειακά διαθέσιμα του ομίλου, που ήταν 1,1 δισ. στα τέλη Ιουνίου, θα αυξηθούν κατά επιπλέον 864 εκατ., ενώ θα αφαιρεθούν από τον ενοποιημένο ισολογισμό δανειακές υποχρεώσεις ύψους 1,1 δισ. ευρώ.