Η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή κλιμακώνεται για άλλη μία φορά, ωστόσο στις αγορές επικρατεί ψυχραιμία προς το παρόν λόγω των αλλαγών στην παραγωγή πετρελαίου και καθώς οι θετικοί άνεμοι από τις παγκόσμιες μειώσεις επιτοκίων επισκιάζουν τη γεωπολιτική. Σίγουρα μια μεγαλύτερη κλιμάκωση που θα διακόψει τις προμήθειες πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή και θα κλονίσει την παγκόσμια οικονομία θα προκαλέσει μεγαλύτερη αντίδραση, ενώ το γεγονός ότι οι χρηματιστηριακές αγορές βρίσκονται κοντά σε υψηλά ρεκόρ θα μπορούσε να τις καταστήσει ευάλωτες σε απότομες διορθώσεις.
Ωστόσο, προς το παρόν, οι αγορές «προστατεύονται» από την προοπτική μεγαλύτερης νομισματικής χαλάρωσης και από τον διευρυμένο ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην παραγωγή πετρελαίου, ο οποίος έχει αντισταθμίσει την κυριαρχία της Μέσης Ανατολής, τη στιγμή που εκτιμάται παράλληλα ότι ο ΟΠΕΚ έχει επαρκή πλεονάζουσα χωρητικότητα για να αντισταθμίσει μια πλήρη απώλεια της προσφοράς από το Ιράν.
Η τιμή του αργού πετρελαίου Brent εκτοξεύθηκε κατά περίπου 10% την περασμένη εβδομάδα, στη μεγαλύτερη άνοδο από τις αρχές του 2023, ξεπερνώντας τα 78 δολάρια το βαρέλι, ωστόσο, όπως παρατηρούν οι αναλυτές, κινείται σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με το τελευταίο διάστημα. Τους τελευταίους 18 μήνες έχει κινηθεί στα 80-85 δολάρια το βαρέλι, πριν υποχωρήσει κάτω από τα 70 δολ. τον Σεπτέμβριο.
Οπως σημειώνουν οι αναλυτές, η κατάσταση στην αγορά είναι αρκετά διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν.
Η παγκόσμια οικονομία δεν βλέπει ένα νέο πετρελαϊκό σοκ, καθώς βρίσκεται σε ένα «ηπιότερο στάδιο του κύκλου».
Το 2022, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, οι τιμές του πετρελαίου εκτινάχθηκαν πάνω από 100 δολάρια και οι τιμές του φυσικού αερίου εκτοξεύθηκαν, προκαλώντας ένα νέο κύμα πληθωρισμού που τελικά άσκησε σημαντική πίεση στις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια, οδηγώντας τις αποδόσεις των ομολόγων σημαντικά υψηλότερα.
Η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική. Οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται ήδη σε κατάσταση χαλάρωσης της πολιτικής τους, ενώ έχουν αυξηθεί οι προσδοκίες ότι οι ΗΠΑ θα αποφύγουν την ύφεση. Οπως σημειώνουν αναλυτές στο Reuters, η παγκόσμια οικονομία δεν βλέπει ένα νέο πετρελαϊκό σοκ, καθώς βρίσκεται σε ένα «ηπιότερο στάδιο του κύκλου». Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το 2022, καθώς όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να καταγράφει ήδη αύξηση.
Το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει μεγάλος παραγωγός πετρελαίου –ο μεγαλύτερος στον κόσμο τα τελευταία έξι χρόνια– έχει επίσης μειώσει την παγκόσμια ευαισθησία στις διακοπές του εφοδιασμού στη Μέση Ανατολή, λένε οι αναλυτές. Και οι ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας έχουν αναδιοργανωθεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που αποτέλεσε ένα δραματικό παράδειγμα του πώς η άνοδος της τιμής της ενέργειας μπορεί να ταράξει αγορές και οικονομίες.
Φυσικά, το σκηνικό θα μπορούσε να αλλάξει πολύ γρήγορα και το πετρέλαιο θα είναι ο μηχανισμός μετάδοσης του κύματος πανικού στις αγορές εάν η γεωπολιτική κρίση αναζωπυρωθεί περαιτέρω. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν το Ισραήλ στοχεύσει είτε την ενεργειακή υποδομή είτε τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Το Brent κατέγραψε άνοδο 5% την προηγούμενη Πέμπτη όταν ο Τζο Μπάιντεν είπε ότι οι ΗΠΑ συζητούν εάν θα υποστηρίξουν πιθανές ισραηλινές επιθέσεις στην ιρανική ενεργειακή υποδομή.
Παράλληλα, με τις χρηματιστηριακές αγορές κοντά σε υψηλά ρεκόρ, υπάρχουν άπλετα… περιθώρια για δραματικά sell-offs. Οπως προειδοποίησε και η Τράπεζα της Αγγλίας την περασμένη εβδομάδα, «οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι ίσως είναι η μεγαλύτερη απειλή για τις αγορές αυτή τη στιγμή».
Τα σενάρια για 200 δολ./βαρέλι
Αν και ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι ο ΟΠΕΚ+ έχει αρκετή πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα για να αντισταθμίσει τη διαταραχή στις ιρανικές εξαγωγές, εάν το Ισραήλ στοχεύσει τις πετρελαϊκές υποδομές του, η πλεονάζουσα χωρητικότητα πετρελαίου στον κόσμο παραμένει σε μεγάλο βαθμό συγκεντρωμένη στη Μέση Ανατολή, ειδικά μεταξύ των κρατών του Κόλπου. Ειδικότερα, η Μέση Ανατολή αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας προσφοράς αργού.
Το Ιράν αντλεί περίπου 3,3 εκατ. βαρέλια αργού ημερησίως τους τελευταίους μήνες, καθιστώντας το τον τρίτο μεγαλύτερο παραγωγό στον ΟΠΕΚ. Εκτιμάται ότι έως και το 4% της παγκόσμιας προσφοράς θα μπορούσε να κινδυνεύσει εάν το Ισραήλ στοχεύσει τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν.
Σύμφωνα με τη Citigroup, ειδικότερα, ένα μεγάλο χτύπημα του Ισραήλ στην εξαγωγική ικανότητα του Ιράν θα μπορούσε να αφαιρέσει 1,5 εκατ. βαρέλια ημερήσιας προσφοράς από την αγορά. Εάν το Ισραήλ χτυπούσε μικρές υποδομές, θα μπορούσαν να χαθούν 300.000 έως 450.000 βαρέλια.
Υπό ποιες προϋποθέσεις οι τιμές του πετρελαίου μπορεί να εκτοξευθούν.
Η σουηδική τράπεζα SEB προειδοποίησε ότι τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του αργού μπορεί να εκτιναχθούν πάνω από τα 200 δολάρια το βαρέλι σε ένα ακραίο σενάριο, ενώ σύμφωνα με την Goldman Sachs μια διαρκής πτώση της ιρανικής παραγωγής θα μπορούσε να αυξήσει τις τιμές του πετρελαίου κατά 20 δολάρια το βαρέλι. Αυτό προϋποθέτει ότι ο ΟΠΕΚ+ δεν θα «απαντήσει» αυξάνοντας την παραγωγή. Εάν τα βασικά μέλη του ΟΠΕΚ+ όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αντισταθμίσουν ορισμένες από τις απώλειες παραγωγής, οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να δουν μικρότερη αύξηση, κάτω από τα 10 δολάρια βαρέλι, όπως εξηγεί η Goldman.
Υπάρχει επίσης ανησυχία ότι η Τεχεράνη θα μπορούσε να αυξήσει το διακύβευμα στοχεύοντας ενεργειακές υποδομές σε γειτονικά κράτη ή οδούς εφοδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των κρίσιμων Στενών του Ορμούζ. Το «choke point» αυτό «χειρίζεται» πάνω από 20 εκατ. βαρέλια την ημέρα ή περισσότερο από το 20% της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαϊκών υγρών καυσίμων.
Ενα ενδεχόμενο κλείσιμο των Στενών που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική περαιτέρω αύξηση των τιμών του πετρελαίου, θα ασκούσε εκ νέου ανοδική πίεση στον πληθωρισμό και θα επιβάρυνε την ανάπτυξη, όπως σημειώνει η Goldman Sachs.
«Οποιοδήποτε κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ θα αντιπροσώπευε σημείο καμπής για την παγκόσμια αγορά πετρελαίου και την παγκόσμια οικονομία. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν το Ιράν βρεθεί σε μια κατάσταση χωρίς άλλες επιλογές. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι παγκόσμιες αγορές πετρελαίου θα βρεθούν σε αχαρτογράφητα νερά, με τις τιμές του πετρελαίου πιθανότατα να βιώνουν απότομη και σημαντική άνοδο πολύ πέρα από τα προηγούμενα υψηλά ρεκόρ. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι μια τέτοια αύξηση θα ήταν προσωρινή καθώς οι δυνάμεις της αγοράς προσαρμόζονται, ενώ διερευνώνται εναλλακτικοί δρόμοι εξαγωγών», όπως σημειώνει η Citigroup. Κατά την Fitch Solutions, το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ θα μπορούσε να στείλει τις τιμές του πετρελαίου στα 150 δολ./βαρέλι ή και υψηλότερα.
Δεν αλλάζει, προς το παρόν, η στάση των κεντρικών τραπεζών
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, οι τελευταίες εξελίξεις δεν αναμένεται να οδηγήσουν σε κάποια αλλαγή της στρατηγικής μείωσης των επιτοκίων που έχουν ξεκινήσει οι κεντρικές τράπεζες διεθνώς, τουλάχιστον προς το παρόν. Αλλωστε η επικέντρωσή τους είναι πλέον ξεκάθαρα στην ανάπτυξη, η οποία το τελευταίο διάστημα έχει δείξει σημάδια σημαντικής αδυναμίας, ειδικά στην Ευρωζώνη.
Οπως σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics, Τζόνας Γκόλτερμαν, το ευρύτερο οικονομικό σκηνικό έχει αλλάξει ουσιαστικά από τότε που ξεκίνησε η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή τον Οκτώβριο του 2023. Τότε, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες εξακολουθούσαν να αυστηροποιούν την πολιτική τους εν μέσω του αυξημένου και επίμονου πληθωρισμού και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξάνονταν, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ να πλησιάζει το 5%. Ο κίνδυνος μιας νέας ανόδου της τιμής της ενέργειας τόσο σύντομα μετά το σοκ που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 ήταν μεγάλος.
Σήμερα, ωστόσο, η Fed και οι περισσότερες άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν στραφεί προς τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων έχουν υποχωρήσει απότομα, καθώς ο πληθωρισμός έχει αμβλυνθεί και η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε.
Η επικέντρωσή τους είναι πλέον ξεκάθαρα στην ανάπτυξη, καθώς ο πληθωρισμός έχει αμβλυνθεί.
Αυτή η μετατόπιση της έμφασης μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, από τον πληθωρισμό στην ανάπτυξη, σημαίνει ότι μια άνοδος των τιμών της ενέργειας θα ήταν λιγότερο πιθανό να οδηγήσει σε μια εκ νέου αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής τώρα.
Επιπλέον, ένας βασικός εμπειρικός κανόνας είναι ότι μια αύξηση 5% στις τιμές του πετρελαίου προκαλεί αύξηση του πληθωρισμού κατά 0,1% στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Επομένως, πιθανότατα θα χρειαζόταν μια μεγάλη και διαρκής αύξηση των τιμών του πετρελαίου για να οδηγήσει σε επανεξέταση της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών.
Από την πλευρά του, ο οίκος αξιολόγησης DBRS σημειώνει πως αν και οι τιμές του πετρελαίου εξακολουθούν να είναι μειωμένες σε σχέση με τους μέσους όρους της περιόδου 2022-2023, ωστόσο μια ευρύτερη σύγκρουση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο σοκ στην αγορά ενέργειας, που θα περιέπλεκε τις προοπτικές για τον πληθωρισμό και θα περιόριζε τις δαπάνες των καταναλωτών και των επιχειρήσεων.
Εάν οι οικονομίες επιδεινωθούν, αυτό θα έχει άμεσες επιπτώσεις για τις τράπεζες, με τις προβλέψεις για ζημίες δανείων και το κόστος κινδύνου να αυξάνονται, πιέζοντας έτσι σημαντικά την κερδοφορία τους, όπως σημειώνει.
Προειδοποίηση
Μια ευρύτερη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο σοκ στην αγορά ενέργειας, που θα περιέπλεκε τις προοπτικές για τον πληθωρισμό και θα περιόριζε τις δαπάνες των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, προειδοποιεί η DBRS. Εάν οι οικονομίες επιδεινωθούν, αυτό θα έχει άμεσες επιπτώσεις για τις τράπεζες.
150
δολάρια το βαρέλι ή υψηλότερα θα εκτιναχθεί το πετρέλαιο εάν το Ιράν κλείσει το Στενό του Ορμούζ, υπολογίζει η Fitch Solutions.
Ο ρόλος του OPEC
Μία διατηρήσιμη πτώση κατά 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα στην ιρανική παραγωγή θα οδηγήσει σε εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου κατά περίπου 20 δολάρια το βαρέλι το 2025, εάν ο OPEC δεν αντιδράσει, σημειώνει ο Ντάαν Στρούιβεν, συνεπικεφαλής εμπορευμάτων της Goldman Sachs. Εάν βασικά μέλη του OPEC+ αντισταθμίσουν ορισμένες από τις απώλειες παραγωγής, τότε η αύξηση θα κινηθεί κάτω από τα 10 δολ. το βαρέλι.
1,5 εκατ.
βαρέλια ημερήσιας προσφοράς θα αφαιρεθούν από την αγορά από ενδεχόμενο μεγάλο χτύπημα του Ισραήλ σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν.
Οι κίνδυνοι
Οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων διεθνώς παραμένουν «τεντωμένες» και είναι ευάλωτες σε μεγάλη διόρθωση, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν περισσότερο για τους γεωπολιτικούς κινδύνους, προειδοποίησε η Τράπεζα της Αγγλίας. «Τα παγκόσμια τρωτά σημεία παραμένουν σημαντικά, όπως και η αβεβαιότητα γύρω από το γεωπολιτικό περιβάλλον και την παγκόσμια προοπτική», όπως πρόσθεσε, ενώ τόνισε ότι «οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι ίσως είναι η μεγαλύτερη απειλή για τις αγορές αυτή τη στιγμή».