Καθοριστική υπήρξε η συμβολή του ΤΧΣ –πέραν της κεφαλαιακής συνεισφοράς– στην πορεία του τραπεζικού συστήματος προς τη σταθεροποίηση, την ανάκαμψη, την ανάπτυξη και την κερδοφορία. Αυτό τονίζει στη συνέντευξή του στην «Κ» ο διευθύνων σύμβουλος του ΤΧΣ, Ηλίας Ξηρουχάκης, επισημαίνοντας τη συμβολή του Ταμείου «στη βελτίωση των επιχειρηματικών πρακτικών και λειτουργιών των τραπεζών και στην ενίσχυση της διαφάνειας και της ανταγωνιστικότητάς τους». Υλοποιώντας 5 συναλλαγές που απέφεραν 3,5 δισ. ευρώ, ο κ. Ξηρουχάκης σημειώνει ότι «τα έσοδα ξεπέρασαν τις αρχικές προσδοκίες μας και πιστοποιούν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα».
– Με την τελευταία συναλλαγή της Εθνικής το ΤΧΣ κλείνει ουσιαστικά τον κύκλο συμμετοχής στην καθημερινότητα των συστημικών τραπεζών. Ποια θεωρείτε ότι είναι η ουσιαστικότερη συμβολή του Ταμείου (πέρα από τα κεφάλαια που προσέφερε) στην αποκατάσταση της ευρωστίας των τραπεζών;
– Το ΤΧΣ, καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του ανέλαβε και υλοποίησε ένα πολυσύνθετο έργο. Πέρα από την παροχή κεφαλαιακής ενίσχυσης στα πιστωτικά ιδρύματα, την ουσιαστικότερη συμβολή του Ταμείου αποτέλεσε η καθοδήγηση και στήριξη των τραπεζών στην πορεία τους προς τη σταθεροποίηση, την ανάκαμψη, την ανάπτυξη και την κερδοφορία. Με την υλοποίηση στοχευμένων στρατηγικών σύμφωνα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της αγοράς και τις προκλήσεις που αντιμετώπιζε η κάθε τράπεζα, μέσα από την υιοθέτηση των βέλτιστων διεθνών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης, το Ταμείο προσέφερε σε αυτές πολύτιμη τεχνογνωσία και υποστήριξη στις –ούτως ή άλλως– ικανές τους διοικήσεις και συνέβαλε αποφασιστικά στη βελτίωση των επιχειρηματικών πρακτικών και λειτουργιών τους και στην ενίσχυση της διαφάνειας και της ανταγωνιστικότητάς τους. Η στρατηγική αποεπένδυσης που ακολούθησε εξασφάλισε τη μέγιστη δυνατή προστασία των συμφερόντων του ελληνικού Δημοσίου, αφού συνέβαλε καθοριστικά στην ανάκτηση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και προετοίμασε τις τράπεζες να διαδραματίσουν έναν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας τις επόμενες δεκαετίες.
– Οι τράπεζες από την πλευρά τους επιθυμούσαν την αποσύνδεσή τους από το ΤΧΣ το συντομότερο δυνατόν. Γιατί πιστεύετε ότι συνέβη αυτό; Υπήρχαν σημεία τριβής στις σχέσεις με τις τράπεζες;
– Είναι λογικό οι τράπεζες και οι μέτοχοί τους να επιθυμούσαν τη γρηγορότερη δυνατή αποσύνδεσή τους από το ΤΧΣ. Το διάστημα 2013-2017 χαρακτηρίστηκε από έντονα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά γεγονότα τα οποία επηρέασαν σοβαρά τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την αξιοπιστία των τραπεζών. Η ανάγκη για ταχεία εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και οι συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις, σε συνδυασμό με την επιβολή αυστηρών εποπτικών περιορισμών, δημιούργησαν στην αρχή σημεία τριβής μεταξύ των τραπεζών, των θεσμών και του ΤΧΣ. Μετά την πλήρη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την πορεία προς την ανάπτυξη και την κερδοφορία που ακολούθησαν οι τράπεζες, με την ουσιαστική συνδρομή του ΤΧΣ, η αποχώρηση του Ταμείου, σε μεταγενέστερο στάδιο, θα σηματοδοτούσε και θα εξασφάλιζε, όπως και έγινε, την επιστροφή στην κανονικότητα και σε μια τροχιά ισχυρής ανάπτυξης και επενδυτικών προοπτικών.
Παρά τις προκλήσεις, θα πρέπει να επισημανθεί πως η συνεργασία μας με τις τράπεζες ήταν πάντα άριστη, διαφανής και ουσιαστική, με στόχο διαχρονικά την επίτευξη των κοινών συμφερόντων.
– Το Ταμείο έχει δεχθεί κριτική ότι ήταν ένας «ακριβός» οργανισμός για το έργο που κλήθηκε να επιτελέσει, χωρίς μάλιστα να διαθέτει τον βαθμό αυτονομίας ούτε όλα τα εργαλεία για να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Τι απαντάτε και ποια χαρακτηριστικά θα πρέπει να έχει κατά τη γνώμη σας ένας μηχανισμός στήριξης τραπεζών, εάν σχεδιαζόταν από την αρχή;
– Η όποια κριτική είναι κατανοητή, αλλά πρέπει να αξιολογηθεί και συζητηθεί στο πλαίσιο της κρίσης που αντιμετώπισε η χώρα. Το Ταμείο κλήθηκε να διαχειριστεί μια πρωτόγνωρη κατάσταση υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, αλλά κατόρθωσε επιτυχώς να σταθεροποιήσει και ενισχύσει τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο. Σύντομα θα μπορούμε να ανακοινώσουμε τα αποτελέσματα μιας ανεξάρτητης έκθεσης σχετικά με τον ρόλο και την επίδραση του ΤΧΣ από την ίδρυσή του έως σήμερα που, πιστεύω, θα απαντήσει συνολικά στο ερώτημά σας.
Ως προς τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού μηχανισμού στήριξης, θα πρότεινα μια προσέγγιση που εξασφαλίζει ανεξαρτησία από πολιτικές παρεμβάσεις και γραφειοκρατία, με ευελιξία για ταχύτερη λήψη αποφάσεων. Είναι κρίσιμη η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης εργαλειοθήκης στήριξης, η οποία να περιλαμβάνει όχι μόνο την παροχή κεφαλαίων, αλλά και εργαλεία αναδιάρθρωσης τραπεζών, υψηλά πρότυπα διακυβέρνησης με τακτική αξιολόγηση των διοικήσεων και εποπτεία στρατηγικών κινήσεων.
Συμβάλαμε στην πορεία των τραπεζών προς τη σταθεροποίηση, την ανάκαμψη, την ανάπτυξη και την κερδοφορία.
Παρόλο που το ΤΧΣ λειτούργησε μέσα σε ένα αυστηρό θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο, κατάφερε να επιτελέσει κρίσιμο έργο σε ό,τι αφορά τη σταθεροποίηση των τραπεζών και τη βελτίωση της εταιρικής τους διακυβέρνησης. Η εμπειρία δείχνει πως η προσεκτική επιλογή εξειδικευμένων, έμπειρων στελεχών και η διαφάνεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι απαραίτητα για την επιτυχία ενός τέτοιου μηχανισμού.
– Τους τελευταίους 12 μήνες το ΤΧΣ εισέπραξε 3,5 δισ. ευρώ από 5 συναλλαγές αποεπένδυσης. Είστε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα;
– H ομάδα του ΤΧΣ εργάστηκε πολύ εντατικά με συνέπεια και επαγγελματισμό, εξασφαλίζοντας ανταγωνιστικές διαδικασίες και τον κατάλληλο χρονισμό για τις αποεπενδύσεις. Οι 5 συναλλαγές του Ταμείου στέφθηκαν με τεράστια επιτυχία: η υπερκάλυψη των προσφορών και τα αξιοσημείωτα premiums (ή οριακά discounts) που επιτεύχθηκαν, η συμμετοχή σημαντικών στρατηγικών επενδυτών με μεγαλόπνοο επενδυτικό ορίζοντα και η μεγιστοποίηση, δεδομένων των συνθηκών, των εσόδων από τις πωλήσεις των μετοχών εξασφάλισαν έσοδα ύψους 3,5 δισ. ευρώ για το ελληνικό Δημόσιο. Τα έσοδα αυτά ξεπέρασαν τις αρχικές προσδοκίες μας και πιστοποιούν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, στοιχεία που φανερά αποδεικνύουν πως η στρατηγική και οι ενέργειες που υιοθετήθηκαν και υλοποιήθηκαν από το ΤΧΣ ήταν οι βέλτιστες.
– Η αγορά προσδοκούσε ότι στην τελευταία συναλλαγή το Ταμείο θα προχωρούσε στην πώληση του συνόλου της συμμετοχής του στην Εθνική Τράπεζα (18,4%). Αντιθέτως, επιλέξατε να κρατήσει το Δημόσιο ένα 8,39%. Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν σε αυτή την απόφαση; Ηταν αποκλειστικά επενδυτικοί ή αντανακλούν ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης για τη συγκεκριμένη τράπεζα σε σχέση με τις άλλες συστημικές;
– Το Δ.Σ. του Ταμείου, ύστερα από σχετική εισήγηση του συμβούλου διάθεσης, αποφάσισε τη μερική αποεπένδυση από την Εθνική Τράπεζα για αρκετούς λόγους. Αρχικά, η διάθεση του 10% της Εθνικής μέσω του συγκεκριμένου είδους συναλλαγής, η οποία απέφερε έσοδα περίπου 690 εκατ. ευρώ, ήταν αρκετά μεγάλη προκειμένου να προσελκύσει τόσο διεθνείς επενδυτές όσο και να δικαιολογήσει την κατανομή σε Ελληνες, θεσμικούς και μη, επενδυτές.
Η Εθνική Τράπεζα αποτελεί τη μεγαλύτερη από τις συστημικές σε ίδια κεφάλαια με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Η διατήρηση ενός μικρού ποσοστού από το Δημόσιο σηματοδοτεί την ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης του Ταμείου αναφορικά με τις μελλοντικές προοπτικές της και την ενίσχυση της αξίας προς τους μετόχους.
Το ύψος του ποσοστού που διατήρησε το Ταμείο είναι τέτοιο, ώστε να μπορέσει δυνητικά να προσελκύσει τυχόν στρατηγικό επενδυτή, όπως αυτή τη στιγμή υπάρχει στις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες.
– Σχετικά με τις επιλογές του placement: θεωρείτε ότι το αρχικό εύρος τιμών ήταν πολύ επιθετικό και επηρέασε αρνητικά την τελική τιμή;
– Το Δ.Σ. του Ταμείου εξέτασε και αποφάσισε πως το αρχικό εύρος τιμών ήταν εύλογο, με βάση τις συστάσεις των συμβούλων και τις συνθήκες της αγοράς, οι οποίοι έκριναν ότι το προσδιορισθέν εύρος τιμών (7,30-7,95 ευρώ) ήταν κατάλληλο για τη συναλλαγή υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, τα θεμελιώδη χρηματοοικονομικά μεγέθη της Εθνικής Τράπεζας, καθώς και το τρέχον περιβάλλον της αγοράς, όπως είχε διαμορφωθεί πριν από την έναρξη της προσφοράς. Οπως όλοι γνωρίζουμε βέβαια, τη δεύτερη ημέρα διενέργειας της δημόσιας προσφοράς, οι απρόβλεπτα αρνητικές γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, τόσο στη σημαντική υποχώρηση του γενικού δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών όσο και στη μείωση της τιμής της Εθνικής Τράπεζας, η οποία ωστόσο διατηρήθηκε και διατέθηκε εντός του αρχικώς προσδιορισθέντος εύρους.
Kοινοί κίνδυνοι για όλες τις τράπεζες
– Ποιοι θεωρείτε ότι είναι οι κυριότεροι κίνδυνοι για το τραπεζικό σύστημα στο νέο περιβάλλον μετά την εξυγίανση των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια για τα επόμενα τρία χρόνια; Είναι κοινοί για όλες για τις τράπεζες;
– Οι κύριοι κίνδυνοι για το τραπεζικό σύστημα, μετά την εξυγίανση των ισολογισμών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, επικεντρώνονται στις οικονομικές και γεωπολιτικές αβεβαιότητες, τον πληθωρισμό και τις διακυμάνσεις των επιτοκίων. Αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν την ικανότητα δανειοληπτών και τραπεζών να διαχειριστούν επιτοκιακούς και άλλων μορφών κινδύνους που ενδεχομένως να έχουν επιπτώσεις στην κεφαλαιακή τους επάρκεια και κατ’ επέκταση στην κερδοφορία τους.
Αυξάνονται οι παράγοντες που επηρεάζουν την ικανότητα δανειοληπτών και τραπεζών να διαχειριστούν μεταβολές επιτοκίων.
Παράλληλα, τόσο ο εντεινόμενος ανταγωνισμός από τις neobanks και τις fintechs όσο και ο κυβερνοχώρος, αποτελούν αναδυόμενα πεδία κινδύνων. Επιπροσθέτως, η ψηφιοποίηση των τραπεζικών υπηρεσιών και η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) αυξάνει την έκθεση σε κυβερνοεπιθέσεις. Επίσης, οι τράπεζες πρέπει να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις, το κόστος προσαρμογής στο ESG και τη διαχείριση του κλιματικού κινδύνου.
Τέλος, το ζήτημα των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων παραμένει κρίσιμο, καθώς η στρατηγική σταδιακής (έστω και επιταχυνόμενης) μείωσής τους θα συμβάλει μεν στη βελτίωση της κεφαλαιακής δομής των τραπεζών, αλλά θα προσθέσει πολυπλοκότητα στη μερισματική τους πολιτική και στις, προϊόντος του χρόνου, αυξανόμενες εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Αν και αυτοί οι κίνδυνοι είναι κοινοί για όλες τις τράπεζες, η ικανότητα κάθε τράπεζας να αντεπεξέλθει εξαρτάται από το μέγεθος, τη στρατηγική και την τρέχουσα κεφαλαιακή της ισχύ, καθώς και από αποτελεσματική ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και ανάπτυξη βιώσιμων χρηματοδοτήσεων.
Η Attica Bank
– Το Ταμείο έχει τοποθετήσει ήδη 480 εκατ. ευρώ στην Attica Bank και το Δημόσιο έχει βάλει άλλα 240 εκατ. ευρώ μέσω του DTC. Τώρα το ΤΧΣ έχει συμφωνήσει να τοποθετήσει άλλα 475 εκατ. ευρώ στην ΑΜΚ. Ποια είναι η αναμενόμενη απόδοση γι’ αυτά τα κεφάλαια;
– Μετά την ολοκλήρωση της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, το ΤΧΣ θα έχει επενδύσει περίπου 955 εκατ. ευρώ, αποκτώντας δυνητικά ποσοστό 35%-37% στην ενοποιημένη τράπεζα, η οποία απαλλαγμένη από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με ανανεωμένο και φιλόδοξο επιχειρηματικό μοντέλο και ικανή διοικητική ομάδα, αναμένεται να αυξήσει σημαντικά την αξία της σε βάθος δεκαετίας, αποδίδοντας περίπου 1,2-1,6 δισ. ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο.
Βάσει της Σύμβασης Συγχώνευσης και Επένδυσης, το Δημόσιο θα διατηρήσει τα προνόμιά του και θα συνεχίσει να ασκεί ενεργό ρόλο στη διακυβέρνηση της τράπεζας (μέσω του Υπερταμείου, ως καθολικού διαδόχου του ΤΧΣ), διασφαλίζοντας την υλοποίηση του στρατηγικού σχεδίου της νέας τράπεζας και την προστασία των συμφερόντων των μετόχων. Η επιλογή του Ταμείου και των στελεχών του να προχωρήσουμε σε μια ολοκληρωμένη και μακροπρόθεσμη λύση, παρά σε γρήγορες και βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις, αποδίδει ήδη καρπούς, όπως αποδεικνύουν τα θετικά αποτελέσματα της Τράπεζας Αττικής κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024. Για την ολική αυτή επαναφορά, η διοίκηση της τράπεζας χρήζει συγχαρητηρίων.
– Πού θα πρέπει να δοθεί το βάρος έτσι ώστε να αποφευχθούν αποκλίσεις από το business plan;
– Με την ολοκλήρωση της συγχώνευσης της Αττικής με την Παγκρήτια, καθώς και με μια σειρά συναλλαγών και τιτλοποιήσεων μέσω του σχήματος «Ηρακλής ΙΙΙ», η νέα τράπεζα με βάση το business plan θα πρέπει να επιτύχει χαμηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων επί των νέων χορηγήσεων, στοχεύοντας παράλληλα στην ψηφιοποίηση και αναβάθμιση των υπηρεσιών, του δικτύου και των διαδικασιών της, καθώς και στην αύξηση του μεριδίου της στην αγορά. Αυτά θα οδηγήσουν σε ενδυνάμωση των ανταγωνιστικών της πλεονεκτημάτων, ταχύτερη εξυπηρέτηση πελατών και καλύτερη κάλυψη των αναγκών ιδιωτών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Πολύ σημαντική είναι επίσης η διαχείριση κινδύνων και η συνεχής παρακολούθηση των εξωτερικών συνθηκών.