Πολύ γερό σκαρί για να βουλιάξει αποδείχθηκε η «Παπουτσάνης»

Πολύ γερό σκαρί για να βουλιάξει αποδείχθηκε η «Παπουτσάνης»

8' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό; Σε μάχεται η θάλασσα, δεν τη φοβάσαι; Ανεμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό, πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό;». Οι στίχοι αυτοί από το ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου «ταίριαζαν γάντι» από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας στην εταιρεία «Παπουτσάνης». Η ιστορική σαπωνοποιία και μαζί και το «Καραβάκι», το σήμα κατατεθέν της, λίγο έλειψαν να βουλιάξουν όταν η κρίση χτύπησε την πόρτα της Ελλάδας.

Μια σειρά δραστικών αλλαγών, από το ιδιοκτησιακό καθεστώς μέχρι τον τρόπο λειτουργίας, είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην πέσει στα βράχια η «Παπουτσάνης», αλλά να ετοιμάζεται το 2020 να γιορτάσει τα 150 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας, έχοντας πλέον ισχυρή ανάπτυξη, κέρδη και τα προϊόντα της να φτάνουν σε δεκάδες χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Ασίας, ακόμη και της Ωκεανίας. Το πιο εντυπωσιακό είναι ίσως ότι η εταιρεία άρχισε να εισέρχεται στον ενάρετο κύκλο από το 2011 και έπειτα, τη στιγμή, δηλαδή, που η ελληνική οικονομία και μαζί της πολλές επιχειρήσεις κατέρρεαν.

Ηταν το 1870 όταν ο Δημήτρης Παπουτσάνης αποφασίζει να αξιοποιήσει το εμβληματικό προϊόν της Λέσβου και να κατασκευάσει στο Πλωμάρι το πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο παραγωγής ελαιολάδου και σαπωνοποιείο της περιοχής. Είναι η πρώτη φορά που παρασκευάζεται στην Ελλάδα σαπούνι από εκχύλισμα ελιάς σε βιομηχανική κλίμακα.

Το 1913 η εταιρεία μεταφέρει τη μονάδα παραγωγής της από τη Λέσβο στον Πειραιά, κίνηση καθοριστικής σημασίας. Τα άλλα σαπωνοποιεία, περίπου 12, που υπήρχαν στο Πλωμάρι από τα τέλη του 19ου αιώνα, σταδιακά παρήκμασαν κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και σχεδόν εξαφανίστηκαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1917 η εταιρεία καινοτομεί για μία ακόμη φορά και προχωράει στην παραγωγή πράσινου σαπουνιού μπουγάδας, καθώς και κύβων σαπουνιού Μασσαλίας για ευρεία κατανάλωση. Το 1936 επεκτείνεται στην αρωματική σαπωνοποιία και γίνεται η πρώτη εταιρεία του κλάδου στην Ελλάδα που παράγει σαπούνι με άρωμα πασχαλιάς, καθώς και σαπούνι συσκευασμένο σε ζελατίνα. Τον Ιανουάριο του 1944, με τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τις συμμαχικές δυνάμεις, το εργοστάσιο της «Παπουτσάνης» σχεδόν καταστρέφεται, ενώ ταυτόχρονα σκοτώνονται πολλοί εργάτες που βρίσκονταν μέσα στο κτίριο. Η οικογένεια χτίζει νέο εργοστάσιο στον Πειραιά και μάλιστα το 1950 παράγει το περίφημο σαπούνι «Καραβάκι», ίσως το πλέον γνωστό σήμα της εταιρείας διαχρονικά.

Το 1967 η εταιρεία μεταφέρεται σε νέες, μεγαλύτερες εγκαταστάσεις στην Κάτω Κηφισιά και το 1970 είναι η πρώτη που θα παρασκευάσει στην Ελλάδα σαπούνι από γλυκερίνη. Εχοντας ανοδική πορεία, αποφασίζει το 1972 να βάλει τη μετοχή της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Το 1989 η οικογένεια Παπουτσάνη πουλάει τις μετοχές της στη μεγάλη επιχειρηματική οικογένεια Δαυίδ – Λεβέντη. Ο φονικός σεισμός της Πάρνηθας τον Σεπτέμβριο του 1999 προκαλεί μεγάλες ζημιές στο εργοστάσιο της εταιρείας και το 2001 αυτή μετεγκαθίσταται σε νέα, υπερσύγχρονη μονάδα στη Ριτσώνα Ευβοίας.

Από το 1992 και για τα επόμενα χρόνια οι ιδιοκτήτες της τη μετατρέπουν σε έναν μεγάλο όμιλο υπό την ομπρέλα του οποίου συγκεντρώνεται σειρά εταιρειών και δραστηριοτήτων (Gageo, Freshways, Man Trading KFT, Olympus Foods, Tσακίρης, Serviceways κ.ά.) και το 2000 αποφασίζεται η μετονομασία της «Παπουτσάνης» και του ομώνυμου ομίλου σε Plias. H Plias, ως όμιλος, συμμετείχε επίσης στο μετοχικό κεφάλαιο της αρτοβιομηχανίας «Κατσέλης», η οποία το 2013 πτώχευσε.

Αρκετοί, όχι αδικαιολόγητα, πίστευαν ότι ανάλογο τέλος θα είχε και η ιστορική σαπωνοποιία, καθώς η εταιρεία τη δεκαετία των παχειών αγελάδων είχε συνεχείς ζημιογόνες χρήσεις και οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου δεν επέφεραν σημαντικές βελτιώσεις. Η μετοχή της εταιρείας τέθηκε σε επιτήρηση, ενώ από το 2009 έως και το πρώτο εξάμηνο του 2010 στην «Παπουτσάνης» γίνονταν εκτεταμένες απεργιακές κινητοποιήσεις. Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή οι κ.κ. Γιώργος Γκάτζαρος και Μενέλαος Τασόπουλος αποκτούν το 32% των μετοχών της Plias μέσω της κυπριακής Bolelli Co. και αναλαμβάνουν και τη διοίκησή της. Σταδιακά αποκτούν την πλειοψηφία των μετοχών και βάζουν σε εφαρμογή σχέδιο ανασυγκρότησης της εταιρείας το οποίο συνδυάζει περικοπές δαπανών, αλλά ταυτόχρονα και παραγωγικές επενδύσεις που θα βάλουν ξανά την ιστορική βιομηχανία στον δρόμο της ανάπτυξης.

Το 2011 γίνεται μια κίνηση συμβολική και ουσιαστική, καθώς αποφασίζεται η εταιρεία να επιστρέψει στην παλιά της επωνυμία, την «Παπουτσάνης», ενώ το 2012 η μετοχή της βγαίνει από την επιτήρηση.

Γρήγορη ανάκαμψη σε δύσκολες συνθήκες

Η απόκτηση πλειοψηφικού πακέτου μετοχών και η ανάληψη της διοίκησης από τους κ. Γκάτζαρο και Τασόπουλο ήταν κάτι παραπάνω από καθοριστική για την αναστροφή της πορείας της «Παπουτσάνης». Αυτό μάλιστα αποτυπώθηκε από την πρώτη στιγμή στα οικονομικά αποτελέσματα της εισηγμένης. Ετσι, το 2010 έκλεισε με μείωση του κύκλου εργασιών, όμως βελτιώθηκε το μεικτό περιθώριο κέρδους καθώς η εταιρεία διέκοψε ασύμφορες συνεργασίες. Μάλιστα, κατά το β΄ εξάμηνο του 2010 οι πωλήσεις αναπτύχθηκαν με ρυθμό 23,6%, ενώ οι ζημίες υποχώρησαν σε 3,6 εκατ. ευρώ από 4,3 εκατ. ευρώ το 2009.

Πολύ γερό σκαρί για να βουλιάξει αποδείχθηκε η «Παπουτσάνης»-1

Η «Παπουτσάνης» θα παρασκευάζει για λογαριασμό της Unilever τα σαπούνια Lux και Monsavon για τη γερμανική και τη γαλλική αγορά.

Το 2011 ο κύκλος εργασιών έκλεισε με θετικό πρόσημο, 12,1%, επίδοση εντυπωσιακή, δεδομένων των ευρύτερων δυσχερών οικονομικών συνθηκών, ενώ η συνεχής παρακολούθηση του κόστους οδήγησε σε νέα βελτίωση του περιθωρίου μεικτού κέρδους. Οι προ φόρων ζημίες περιορίστηκαν σε 650.000 ευρώ ενώ οι μετά από φόρους ζημίες υποχώρησαν σε 800.000 ευρώ από 4,7 εκατ. ευρώ το 2010. Η ανοδική πορεία του τζίρου συνεχίστηκε το 2012 με αύξηση 11,44%, ενώ πλέον οι μετά από φόρους ζημίες ήταν μόλις 5.377 ευρώ. Με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, η «Παπουτσάνης» το 2013 έκλεισε για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια με κέρδη (προ φόρων) ύψους 84.000 ευρώ. Ο κύκλος εργασιών το 2015 εμφανίζεται μειωμένος λόγω της διακοπής της συνεργασίας της εταιρείας με την Johnson & Johnson, ενώ σημείωσε και περιορισμένες ζημίες.

Η εταιρεία επανήλθε στην κερδοφορία το 2016, έστω και αν αυτή ήταν περιορισμένη, ενώ τα έτη 2017 και 2018 καταγράφει συνεχή ανάπτυξη και μεγάλη ανάπτυξη των εξαγωγών της με στόχο το 2019 αυτές να αντιστοιχούν πλέον στο 50% του τζίρου της. Από τον Φεβρουάριο, τους κ. Γκάτζαρο και Τασόπουλο συνδράμει από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου ο κ. Μιχάλης Παναγής, με επιτυχημένη πορεία παλαιότερα στις εταιρείες Eurodrip και «Σελόντα».

Επέκταση συνεργασίας με Unilever σε Γαλλία, Γερμανία

Μετά τα ξενοδοχειακά προϊόντα που έχουν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στον τζίρο της «Παπουτσάνης» (34% επί του συνόλου των πωλήσεών της το 2018), έρχονται τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και τα προϊόντα για λογαριασμό τρίτων, η συνεισφορά των οποίων το προηγούμενο έτος ήταν 29%. Μάλιστα, ο εν λόγω κλάδος αναπτύχθηκε με ρυθμό 16% το 2018, και το 2019 αναμένεται περαιτέρω ενίσχυσή του.

Για ποιους φτιάχνει προϊόντα περιποίησης σώματος και ατομικής φροντίδας η «Παπουτσάνης» στις εγκαταστάσεις της, επιφανείας 60.000 τ.μ.; Για τις μεγαλύτερες λιανεμπορικές αλυσίδες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για πολυεθνικούς κολοσσούς του κλάδου καταναλωτικών αγαθών, καθώς και για γνωστές εταιρείες καλλυντικών.

Στους λιανεμπόρους συγκαταλέγονται ο όμιλος Ahold Delhaize (στην Ελλάδα δραστηριοποιείται με την ΑΒ Βασιλόπουλος), η Lidl, η Dia, η πορτογαλική Pingo Doce, o «Σκλαβενίτης», ο «Μασούτης», ενώ μερικές από τις εταιρείες καλλυντικών με τις οποίες έχει συνεργασία είναι οι «Κορρές», Apivita, Kiss my Face, Mirato, L’ Occitane, Sandralex, «Σαράντης», Cremer, Leadersante Laboratoires, Alkaloid Skopje, Inter Star, Zobele Group, Bic και Mega.

Ιδιαίτερης βαρύτητας είναι η συνεργασία με την Unilever. Μετά τη συνεργασία που έχει η ελληνική εταιρεία με τον πολυεθνικό κολοσσό με αντικείμενο την παρασκευή των σαπουνιών Lux για την εγχώρια αγορά, πλέον η «Παπουτσάνης» θα παρασκευάζει τα σαπούνια Lux και Monsavon για τη γερμανική και τη γαλλική αγορά αντιστοίχως.

Η ελληνική εταιρεία επελέγη από την Unilever μετά την πτώχευση του συνεργάτη που είχε ο πολυεθνικός όμιλος στη Γερμανία, έχοντας, βεβαίως, τη θετική εμπειρία από τη συνεργασία που αφορά την εγχώρια αγορά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η γερμανική εταιρεία που έχει κάνει αίτηση για πτώχευση είναι η Kappus Group και αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό σαπουνιών σε μπάρες στην Ευρώπη.

Η πτώχευση του Kappus Group δημιουργεί ευκαιρίες για την «Παπουτσάνης» και σε ό,τι αφορά τη δραστηριότητά της στην παραγωγή σαπωνόμαζας.

Εξαγωγές σε 25 χώρες, που αποφέρουν έσοδα της τάξεως των 10 εκατ. ευρώ

«Για χώρα πηγαίνω πολύ μακρινή, θα φέξουνε φάροι πολλοί να περάσω, βοριάδες, νοτιάδες θα βρω μα θα φτάσω, με πρίμο αγεράκι, μ’ ακέριο πανί». Αυτή είναι η δεύτερη στροφή του ποιήματος του Ζαχαρία Παπαντωνίου και αποτυπώνει την πραγματικότητα της «Παπουτσάνης» υπό δύο έννοιες. Πράγματι, το «Καραβάκι» και συνολικά η «Παπουτσάνης» πέρασαν από «τρικυμίες» και «θύελλες» αλλά κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους, την ανάπτυξη. Επιπλέον, τα προϊόντα της εταιρείας ταξιδεύουν σε πάνω από 25 χώρες σε όλο τον κόσμο, σε κοντινές όπως η Ιταλία, αλλά και σε χώρες μακρινές, όπως η Νέα Ζηλανδία, με συνέπεια το 41% των πωλήσεών της το 2018 να πραγματοποιηθεί στο εξωτερικό. Αλλες χώρες στις οποίες εξάγει τα προϊόντα της η «Παπουτσάνης» είναι οι εξής: Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Βουλγαρία, Ολλανδία, Αυστραλία, Μεξικό, Λιθουανία, Σλοβακία, Αλβανία, Βέλγιο, Κύπρος, Αυστρία, Σουηδία, ΗΠΑ, Καναδάς, Ρωσία, Ιαπωνία, Χονγκ Κονγκ. Το 2018 οι εξαγωγές της αυξήθηκαν κατά 24% σε σύγκριση με το 2017, φτάνοντας τα 10 εκατ. ευρώ, έναντι 8,1 εκατ. ευρώ το 2017, ποσό που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 39% του κύκλου εργασιών της εταιρείας.

Η εξωστρέφεια της εταιρείας ενισχύεται από όλες τις κατηγορίες στις οποίες αυτή δραστηριοποιείται. Σε ό,τι αφορά τα επώνυμα προϊόντα, η «Παπουτσάνης» προωθεί στο εξωτερικό τη σειρά με το σήμα «Olivia», η οποία βασίζεται σε οργανικό ελαιόλαδο. Για το 2019 η «Παπουτσάνης» στοχεύει στην είσοδο των προϊόντων αυτών σε τρεις νέες αγορές, στην αύξηση των σημείων πώλησης στις ΗΠΑ, ενώ από το 2020 θα φανούν τα αποτελέσματα από την εμπορική δραστηριότητα που θα αναπτύξει η νεοσύστατη θυγατρική της στην Πολωνία. Υπενθυμίζεται ότι η «Παπουτσάνης» πριν από λίγες ημέρες ανακοίνωσε ότι προχωρεί στη σύσταση κοινοπραξίας με την πολωνική εταιρεία Betasoap. Στη νέα εταιρεία με την επωνυμία «PAPOUTSANIS Sp.

z o.o» η «Παπουτσάνης» και η Betasoap συμμετέχουν με 50% έκαστη. Αμεσος στόχος είναι, βεβαίως, η πολωνική αγορά καλλυντικών, εκτιμώμενης αξίας 1,5 δισ. ευρώ, και απώτερος η πολύ μεγαλύτερη αναδυόμενη αγορά της Ρωσίας και αρκετών πρώην σοβιετικών δημοκρατιών.

Καθοριστικό ρόλο στην αύξηση των πωλήσεων της «Παπουτσάνης» στο εξωτερικό διαδραματίζει επίσης η δραστηριότητά της στα ξενοδοχειακά προϊόντα και η συνεργασία της με τη SYSCO GuestSupply, την κορυφαία εταιρεία στην προμήθεια και διανομή προϊόντων για ξενοδοχεία. Τα ξενοδοχειακά προϊόντα της «Παπουτσάνης» είναι αυτά που φέρουν τα σήματα Olivia, Skin Essentials, Karavaki, ενώ παρασκευάζει και τα ξενοδοχειακά προϊόντα της «Κορρές».

Μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες δραστηριότητες της «Παπουτσάνης» είναι οι σαπωνόμαζες, καθώς το 2018 ενισχύθηκε κατά 50% σε σύγκριση με το 2017, λόγω κυρίως των εξαγωγών. Από αυτή τη δραστηριότητα προήλθε το 2018 το 15% του τζίρου της εταιρείας. Η «Παπουτσάνης» έχει χρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα για έρευνα και ανάπτυξη ειδικών τύπων σαπωνομαζών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή