Παρά την πρόσφατη πτώση των τιμών του αργού πετρελαίου και των μετοχών των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών, ορισμένοι αναλυτές της Γουόλ Στριτ διατηρούν την αισιοδοξία τους για τη μακροπρόθεσμη πορεία των ενεργειακών μετοχών. «Οι πτωτικές τάσεις που επικρατούν στις τιμές προσφέρουν αξιόλογες αγοραστικές ευκαιρίες», δήλωσε η Τίνα Βιτάλ, αναλύτρια του τομέα φυσικού αερίου και πετρελαίου της Standard & Poor’s. H κ. Βιτάλ έχει μια προτίμηση στις μετοχές ενός σημαντικού αριθμού πετρελαϊκών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των ExxoMobil, ChevronTexaco, Royal Dutch/Shell, BP και TotalFinaELF. «Διακρίνονται για την κορυφαία διοίκησή τους, τα υψηλά μερίσματα, ενώ είναι κι ένα καταφύγιο για τους επενδυτές», υπογραμμίζει η κ. Βιτάλ, τονίζοντας ότι οι επενδυτές οφείλουν να είναι υπομονετικοί και να μην ανησυχούν για τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις των τιμών των μετοχών.
Την προηγούμενη εβδομάδα, η πτώση των μετοχών πυροδοτήθηκε από την άρνηση των ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών να αποδεχθούν τη μείωση της παραγωγής που προάσπιζε ο ΟΠΕΚ. Το γεγονός αυτό υπενθύμισε ότι ο κλάδος είναι ευμετάβλητος. «H τιμή του πετρελαίου μπορεί να μειωθεί στα 10 δολάρια, το βαρέλι, στο βραχυπρόθεσμα μέλλον», δήλωσε η κ. Βιτάλ, αλλά δεν είναι βέβαιο. Είναι πολύ πιθανόν οι πετρελαιοπαραγωγοί να καταλήξουν σε μια συμφωνία μέχρι τον Ιανουάριο, ενισχύοντας τις τιμές ενέργειας. Μακροπρόθεσμα, η κ. Βιτάλ εκτιμά ότι θα υπάρξουν μειώσεις στην παραγωγή.
Φέτος, η ζήτηση για ενέργεια έχει αυξηθεί κατά μόνον 0,5%. Παράλληλα, οι τιμές πετρελαίου και βενζίνης εδώ και αρκετό καιρό κινούνται καθοδικά, όπως άλλωστε έχουν παρατηρήσει οι οδηγοί οχημάτων. Σε συνάρτηση με την πτώση των τιμών πετρελαίου, έχουν πέσει και οι μετοχές των εταιρειών του κλάδου, αν και το μέγεθος της πτώσης τους είναι πολύ μικρότερο συγκριτικά με τις συνολικές απώλειες της αγοράς από τις αρχές του 2000. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ενεργειακός δείκτης S&P έχει χάσει μόνον 8%, ενώ ο γενικός S&P έχει πέσει κατά 23%.
Σύμφωνα με τα πορίσματα έρευνας του υπουργείου Ενέργειας, οι τρομοκρατικές επιθέσεις επιδείνωσαν την επιβράδυνση της οικονομίας, «αν και δεν προβλέπεται ότι οι ενεργειακές αγορές θα υποστούν μεγάλες διακυμάνσεις, στο μακροπρόθεσμο μέλλον». Στο πλαίσιο της εν λόγω έκθεσης εκτιμάται ότι η εμπορική ζήτηση ενέργειας θα αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 1,7%, μέχρι το 2020, αντί του 1,2% που είχε προβλεφθεί ένα χρόνο πριν.
Ενώ έχουν γίνει προειδοποιήσεις για απότομες διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας, πολλοί αναλυτές είναι τολμηροί όσον αφορά το μακροπρόθεσμο μέλλον. O Μπρους Λάνι, αναλυτής επί θεμάτων πετρελαίου στην A.G. Edwards& Sons της Νέας Υόρκης, δήλωσε ότι ένας πόλεμος τιμών, εάν τελικά πάρει μέρος, θα είναι βραχυπρόθεσμος. H εκτίμηση αυτή είναι βάσιμη, καθώς ούτε ο ΟΠΕΚ ούτε τα μη κράτη-μέλη του ΟΠΕΚ μπορούν να «αντέξουν ένα περιβάλλον χαμηλών τιμών για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα» και «ως αποτέλεσμα, οι τιμές θα ανακάμψουν και πάλι, φθάνοντας τα 20 με 25 δολάρια το βαρέλι».
Επειτα, οι χαμηλές τιμές είναι ένας αρνητικός παράγοντας για την πλειοψηφία των πετρελαϊκών εταιρειών, αλλά ο κ. Λάνι αναγνωρίζει τη σταθερή αξία των μετοχών τους. Για παράδειγμα, η μετοχή που προτιμά περισσότερο είναι εκείνη της Conoco, η τιμή της οποίας σήμερα κυμαίνεται στα 24 δολάρια, ενώ στοιχηματίζει ότι μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες θα φθάσει τα 34 δολάρια.