«Τι ζητούν οι γυναίκες των μπίζνες»

«Τι ζητούν οι γυναίκες των μπίζνες»

5' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν πρόλαβε η πανίσχυρη και όμορφη 52χρονη κ. Carol Galley -η γυναίκα «μύθος» με τις υψηλότερες αμοιβές στη Βρετανία που ελέγχει ένα σημαντικό μέρος της χρηματιστηριακής αγοράς του Λονδίνου- να αποσυρθεί εγκαταλείποντας τον επόμενο μήνα το City «για μια πιο ισορροπημένη ιδιωτική ζωή», όπως η ίδια είχε δηλώσει στις αρχές του καλοκαιριού και έγινε πάλι «πρωτοσέλιδο» στον ευρωπαϊκό Τύπο με την υπόθεση που εκδικάζεται τις ημέρες αυτές στο Λονδίνο, με κατήγορο τη γνωστή Unilever και κατηγορούμενη την Τράπεζα Επενδύσεων Merrill Lynch. Η τελευταία κατηγορείται ότι έκανε κακή διαχείριση των κεφαλαίων του ταμείου των συνταξιούχων της εταιρείας με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να είναι κατώτερες των ελάχιστων ορίων που είχαν συμφωνηθεί.

Κατά το επίμαχο αυτό χρονικό διάστημα υπεύθυνη της εταιρείας που διαχειριζόταν τα κεφαλαία ήταν η κ. Galley, η οποία από το 1997 ανήκει στη Lynch μετά την εξαγορά της Mercury της οποίας ηγείτο με ετήσιες αποδοχές περίπου 5,5 εκατ. λίρες. Η απόφαση του δικαστηρίου για τη συγκεκριμένη υπόθεση αναμένεται να εκδοθεί στις αρχές του 2002 και θα έχει ευρύτερη σημασία για τον καθορισμό και τα όρια της ευθύνης των εταιρειών επενδύσεων προς τους πελάτες τους. Συμβαίνει όμως ακόμη στην πολύκροτη αυτή δικαστική διαμάχη αντίδικος της κ. Galley να είναι η δυναμική και επισης όμορφη κ. Wendy Mayall, που είναι η υπεύθυνη του Ταμείου των συνταξιούχων της Unilever. Και το παράλληλο ερώτημα που προκύπτει ανάμεσα στις γραμμές των πολυάριθμων δημοσιευμάτων αλλά και στις ατελείωτες συζητήσεις των άμεσα και έμμεσα ενδιαφερόμενων για την έκβαση της υπόθεσης αυτής είναι: που το πάνε, τέλος πάντων, οι γυναίκες των μπίζινες; Βρίσκονται ακόμη κάτω από τη «γυάλινη οροφή» που τις απομονώνει από την ανωτάτη διοίκηση ή μήπως οι επιτυχημένες γυναίκες που πληθαίνουν φανερώνουν μια άλλη πραγματικότητα, που δεν έχει καταγραφεί ούτε έχει ακόμη προλάβει να διαψεύσει την «αλάνθαστη» γλώσσα των στατιστικών δεδομένων. Σημαντικό αξιόπιστο στατιστικό δεδομένο -αλλά και «ρήγμα» στην παράδοση- είναι ο χρηματιστηριακός Δείκτης «FTSE female index» που αποτελει εδώ και έναν χρόνο κυβερνητική πρωτοβουλία στη Βρετανία και με την οποία βεβαιώνεται, όντως, ότι σχεδόν στις μισές από τις 100 μεγαλύτερες εταιρείες δεν υπάρχουν γυναίκες στα διοικητικά συμβούλια. Ομως η καταγραφή και μόνο αυτή οδήγησε πολλές πασίγνωστες εταιρείες να ενθαρρύνουν τις γυναίκες -ανώτερα διοικητικά στελέχη τους να παρακολουθήσουν εκπαιδευτικά τμήματα όπως αυτό που παρέχει το Cranfield School of Management προκειμένου να προετοιμάσουν τη στρατηγική τους για την προώθησή τους στις ανώτατες διοικητικές θέσεις και να εξοικειωθούν με τις δυναμικές που επικρατούν στις ηγετικές ομάδες. Με την προϋπόθεση, πάντοτε, ότι δεν θα παραιτηθούν ούτε θα συμβιβασθούν εις βάρος του δικού τους στυλ διοίκησης και της ιεράρχησης των άξιων στις οποίες πιστεύουν.

Αλλη ένδειξη «διαρροής» είναι η «φυγή» των γυναικών από τις μεσαίου επιπέδου θέσεις ευθύνης τους στις εταιρείες προκειμένου να δημιουργήσουν τις δικές τους μικρές είτε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της μεγάλης εταιρείας συμβουλών Korn/Ferry International (σε συνεργασία με το Eugene Μ. Lange Center for Entrepreneurship at Columbia Business School και το DuraGroup της Νέας Υόρκης) που ανακοινώθηκαν στις 4 Οκτωβρίου 2001 το φαινόμενο αυτό -τα τελευταία πέντε χρόνια- είναι έντονο στις ΗΠΑ. Και στο «γιατί», η απάντηση είναι ότι «οι γυναίκες αυτές επιθυμούν δύναμη, χρήματα και εξουσία». Κάτι που αντιλέγει πολλούς μύθους και άλλες «αμπελοφιλοσοφίες». «Η εταιρική Αμερική θα εκπλαγεί αν μάθει τι θέλουν οι γυναίκες σήμερα στο επιχειρηματικό περιβάλλον», αναφέρεται στο σχετικό δελτίο Τύπου. Και επεξηγεί ότι αυτά που ζητούν είναι να τους δοθεί η ευκαιρία να αναλάβουν υψηλό ρίσκο, να έχουν μια θέση στο τραπέζι όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις και μια γενναιόδωρη αποζημίωση γι’ αυτά που πετυχαίνουν. Οπως προειδοποιεί η εκπρόσωπος της Korn/Ferry International η κ. Caroline Nahas «στον σημερινό κόσμο του ανταγωνισμού, το πρωταρχικό πλεονέκτημα είναι το ταλέντο. Δεν συμφέρει λοιπόν τις ίδιες τις επιχειρήσεις να χάσουν μιαν ολόκληρη γενιά γυναικών -ηγετών». Ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα που, αφ’ ενός το κύμα των απολύσεων αφ’ ετέρου η νέα γενιά των 35 – 44άρηδων που είναι πληθυσμιακά μικρότερη της επαγγελματικά απερχόμενης, έχουν ήδη δημιουργήσει συνθήκες «ξηρασίας». Οι μεγάλες, κυρίως, εταιρείες είναι εκείνες που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν το κατάλληλο περιβάλλον για την ανάπτυξη των ταλέντων και των νέων ιδεών και είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και να ανταμείψουν αντίστοιχες επιτεύξεις. Το 78% των γυναικών της έρευνας δήλωσαν ότι ο λόγος για τον οποίο απεχώρησαν από μια μεγάλη εταιρεία για μια -συνήθως δική τους- μικρότερη επιχείρηση είναι η ευκαιρία να αναλάβουν το ρίσκο μιας νέας ιδέας και να δοκιμάσουν τα δικά τους προσωπικά όρια. Η ευκαιρία για περισσότερα χρήματα ήταν το κίνητρο για το 67%, ενώ το 65% δήλωσαν ότι ήταν η υλοποίηση στρατηγικής τους. Λόγους προσωπικούς και οικογενειακούς είτε για περισσότερο ελεύθερο χρόνο επικαλέσθηκαν το 41%. Τα ευρήματα της έρευνας αυτής επιβεβαιώνουν παλαιότερη έρευνα της Korn/Ferry και των δύο άλλων φορέων με τίτλο «Η διαφορετικότητα στις τάξεις των στελεχών επιχειρήσεων» που έγινε το 1998 όταν η έλλειψη ταλέντων είχε ήδη αρχίσει να διαγράφεται στον ορίζοντα. Στόχος της ήταν η ευαισθητοποίηση όλων των εργαζόμενων σε κάθε επίπεδο του οργανισμού για την επερχόμενη κρίση. Η αντιμετώπιση της οποίας έπρεπε να αρχίσει με κατάλληλα προγράμματα, με mentorism και με την ατομική ανάπτυξη ενός έκαστου των εργαζόμενων ανεξάρτητα από το φύλο και την εθνικότητά του.

Η ταυτότητα της έρευνας

Η μελέτη με τίτλο «Τι ζητούν οι γυναίκες των μπίζνες» συμπεριέλαβε 425 γυναίκες, οι οποίες είχαν προηγουμένως εργασθεί τουλάχιστον για πέντε χρόνια σε κάποια μεγάλη εταιρεία. Από αυτές οι 272 απεχώρησαν προκειμένου να δημιουργήσουν τις δικές τους μικρές επιχειρήσεις και οι 153 για να συνεργασθούν σε μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες διέθεταν τις πλέον προηγμένες τεχνολογίες. Τη στιγμή αυτή το 67% απασχολείται σε εταιρείες τα έσοδα των οποίων είναι κάτω του ενός εκατ. δολ. Ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι 41 ετών. Το 57% είναι παντρεμένες και το 50% έχουν ένα ή δύο παιδιά. Περισσότερες από τις μισές γυναίκες κερδίζουν ετησίως άνω των 100.000 δολ., η μία στις πέντε περισσότερα από 300.000 δολ. και το 10% φθάνει τα 500.000 δολ. Το 87% των παντρεμένων γυναικών κερδίζει πάνω από το μισό οικογενειακό εισόδημα και περίπου η μία στις τέσσερις κερδίζουν το 75-100% του συνολικού εισοδήματος του νοικοκυριού τους.

Το μικρότερο ποσό που έχει καταβληθεί έως σήμερα σε λύτρα ανέρχεται σε 500 δολάρια, ενώ το μεγαλύτερο σε 64 εκατομμύρια δολάρια. Οι πιθανότητες για την κατάληξη μιας απαγωγής πάντως δεν ευνοούν τους απαγωγείς καθώς το 92% αυτών καταλήγουν στην απελευθέρωση των ομήρων, γεγονός που προσφέρει σχετική ευελιξία κινήσεων στους διαπραγματευτές.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή