Η επίπτωση της πανδημίας στις νομικές υποχρεώσεις ή αξιώσεις των επιχειρήσεων

Η επίπτωση της πανδημίας στις νομικές υποχρεώσεις ή αξιώσεις των επιχειρήσεων

4' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ελληνική οικονομία βίωσε την αναστάτωση και την κρίση των προηγούμενων ετών. Εν έτει 2020, μόλις οι ελληνικές επιχειρήσεις πήραν «μια ανάσα», καλούνται τώρα να αντιμετωπίσουν νέες ανατροπές στις δικαιολογημένες προσδοκίες τους. Το ίδιο όμως ισχύει και για την εκτέλεση των (νομικών ή συμβατικών) υποχρεώσεών τους ή των αξιώσεών τους έναντι άλλων συναλλασσομένων.

Η πανδημία (και όχι απλώς επιδημία) του κορωνοϊού (Coronavirus COVID-19) επιδρά στις α) νομικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων έναντι τρίτων, δηλαδή έναντι πελατών, προμηθευτών, εργαζομένων, πιστωτών ακόμα και έναντι του Δημοσίου και β) στις νομικές αξιώσεις τους έναντι των τρίτων (ίδια πρόσωπα με τους παραπάνω). Ερωτάται λοιπόν: ενόψει κορωνοϊού μπορεί μια επιχείρηση να αθετήσει τις υποχρεώσεις της και, π.χ., να μην παραδώσει παραγγελίες ελλείψει πρώτων υλών ή προσωπικού, ή να απολύσει ή να μην πληρώσει εργαζομένους, ή να καθυστερήσει πληρωμές σε τράπεζες και Δημόσιο; Αντιστρόφως, μπορεί η επιχείρηση να επιμένει σε αξιώσεις της έναντι των εργαζομένων να εργαστούν, έναντι των πελατών να καταβάλουν εξοφλήσεις – προκαταβολές, έναντι των προμηθευτών να παραδώσουν παραγγελίες;

Το πρώτο που πρέπει να τονιστεί επιτακτικώς είναι ότι το νομικό πλαίσιο εκφράζει τη «δυσανεξία» του στη μη εκτέλεση των νομικών και συμβατικών υποχρεώσεων. Κατ’ αρχάς, οι συμφωνίες πρέπει να εκτελούνται και δεν πρέπει να ιδωθεί η νέα αυτή (πρόσκαιρη ή μη) κρίση ως εύκολη ευκαιρία αθέτησης υποχρεώσεων ή αξίωσης διευκολύνσεων. Στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστούν ακροθιγώς οι εξαιρετικές περιπτώσεις, για τις οποίες η επιδημιολογική αυτή κρίση επιτρέπει αποκλίσεις στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας.

Το Δημόσιο και οι τράπεζες μάλλον θα προβούν σε ένα είδος αυτορρύθμισης των έννομων σχέσεών τους με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, όπως φημολογείται (αναστολή πληρωμών, διευκολύνσεις κ.λπ.). Τα ερωτήματα παραμένουν όμως για τις αρρύθμιστες περιπτώσεις. Οι προβληματισμοί μάλιστα δεν αφορούν μόνο στους κλάδους που άμεσα πλήττονται (ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις μεταφορών κ.λπ.) αλλά και τις έμμεσα πληττόμενες επιχειρήσεις. Οι παραπάνω ερωτήσεις, αναλόγως την περίπτωση, νομικώς μεταφράζονται σε αναζήτηση αν υπάρχει:

α) Δικαίωμα αποδέσμευσης από συμβατική υποχρέωση (καταγγελία ή υπαναχώρηση). Ερευνητέο είναι αν μπορεί να λάβει χώρα υπαναχώρηση από ανεκτέλεστη σύμβαση, υπαναχώρηση από διαπραγματεύσεις σε υπό ολοκλήρωση σύμβαση ή ακόμα και καταγγελία, δηλαδή διάρρηξη και λήξη διαρκούς συμβατικής σχέσης (π.χ. καταγγελία δανείου, καταγγελία μίσθωσης, καταγγελία εργασιακής σχέσης – απόλυση κ.λπ.).

β) Δικαίωμα καθυστέρησης ή πλημμελούς – μερικής εκπλήρωσης της υποχρέωσης. Ερευνητέο είναι εδώ αν μπορεί ο «υπόχρεος», αυτοβούλως – μονομερώς, να μην εκτελέσει ή να εκτελέσει καθυστερημένα (μεταχρονολογημένα) τις υποχρεώσεις του ή να τις εκτελέσει εν μέρει χωρίς να αντιμετωπίζεται ως παρανόμως ή αντισυμβατικώς συμπεριφερθείς.

γ) Δικαίωμα αναπροσαρμογής των όρων της υποχρέωσης (μέσω αμοιβαίας αναδιαπραγμάτευσης ή μονομερώς με δικαστική συνδρομή). Στην τελευταία περίπτωση ο «υπόχρεος», σε συνδυασμό με τη δεύτερη περίπτωση ή ανεξαρτήτως αυτής, προσπαθεί να ενσωματώσει, στις υποχρεώσεις του, τη μεταβολή που έχει συντελεστεί εκ των νέων συνθηκών. Με άλλα λόγια, θέλει τροποποίηση των όρων (π.χ. μείωση μισθών, μείωση ενοικίου, μείωση τιμήματος, αύξηση υποχρεώσεων αντισυμβαλλομένου κ.λπ.).

Στις συμβατικές σχέσεις και στον τομέα των συμφωνιών για τις απαντήσεις στα παραπάνω «εν αρχή ην» η συμφωνία: δηλαδή σε πρώτο επίπεδο αναζητείται τι έχει συμφωνηθεί και τι έχουν προβλέψει τα μέρη για τέτοιες περιπτώσεις. Σε δεύτερο επίπεδο ανατρέχουμε στο ειδικό νομοθετικό πλαίσιο (π.χ. νομοθεσία για ξενοδοχειακές συμβάσεις), και σε τρίτο επίπεδο, στις γενικές αρχές που διέπουν το συμβατικό δίκαιο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Και τα τρία επίπεδα ελέγχου έχουν σχέση γενικού προς ειδικό και λειτουργούν συμπληρωματικώς, εφόσον στο πρώτο δεν βρίσκεται η κατάλληλη λύση μεταβαίνουμε στο δεύτερο κ.λπ.

Σημειώνεται όμως ότι και τα τρία επίπεδα νομικού ελέγχου διαπνέονται από την έννοια της ανωτέρας βίας ως μέσου ρύθμισης τέτοιων καταστάσεων. Ως νομικός όρος η ανωτέρα βία αφορά: α) σε έκτακτα γεγονότα τελείως εξαιρετικά και ακαταμάχητα, που δεν οφείλονται στον κύκλο δράσεως του υποχρέου ή εμπίπτουν στον κύκλο δράσεώς του αλλά είναι αδύνατον να αποτραπούν ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας, β) ή σε απρόβλεπτα γεγονότα, τα οποία δεν μπορούσε κανείς να προβλέψει στον χρόνο σύναψης της σύμβασης, ούτε ήταν ανθρωπίνως δυνατό να υπολογίσει την επέλευσή τους. Η ανωτέρα βία αίρει τον βασικό παράγοντα μορφής κατά του υποχρέου που δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του: αίρει την υπαιτιότητά του καθώς «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα».

Εκτακτα γεγονότα έχουν θεωρηθεί φυσικές καταστροφές όπως ο σεισμός, ο πόλεμος και οι εξ αυτού αναταραχές, ακόμα και αν αυτός γίνεται σε άλλο μέρος του πλανήτη (π.χ. παγκόσμια κρίση πετρελαίου έπειτα από πόλεμο Αιγύπτου – Ισραήλ), μαζικά γεγονότα, πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά (επαναστάσεις, πραξικοπήματα), ενώ ως γεγονός κοινωνικό – μαζικό εννοείται και η επιδημία, πολλώ δε μάλλον η πανδημία. Απρόβλεπτα γεγονότα είναι, π.χ., η μεταβολή της κείμενης νομοθεσίας, η πράξη αρχής που επιφέρει μεταβολές (νόμος, διοικητική ή δικαστική πράξη), η αναπότρεπτη διαταγή αρχής, οι κρατικές παρεμβάσεις που προκαλούν νέες υποχρεώσεις ή θέτουν περιορισμούς (απαγορεύσεις) και όρια.

Η κρίση εκ της πανδημίας του κορωνωϊού εμπίπτει στην έννοια του εκτάκτου περιστατικού, δηλαδή αποτελεί κοινωνικό γεγονός, το οποίο μαζικά και ισοπεδωτικά επιδρά στον πληθυσμό και αλλοιώνει τις συνθήκες διαβίωσης και ανταπόκρισης κάθε προσώπου στις υποχρεώσεις του. Αυτό το έκτακτο γεγονός προκάλεσε επιπλέον άλλα απρόβλεπτα γεγονότα, δηλαδή την επέμβαση της πολιτείας (ελληνικής ή άλλων κρατών) και τη συναφή νομοθετική – κανονιστική πρόβλεψη απαγορεύσεων, π.χ. μετακινήσεων, συναθροίσεων, λειτουργίας κάποιων επιχειρήσεων κ.λπ. Η πανδημία αυτή μόνη της ή ταυτόχρονα με την πολιτειακή επέμβαση προκαλεί ανατροπή στην κανονική ροή και εκτέλεση των συμβατικών και νομικών υποχρεώσεών μας.

Πρώτιστο βήμα σε κάθε αναζήτηση λύσης είναι η συνεννόηση: επικοινωνία με τον αντισυμβαλλόμενο, αγαστή συνεργασία για συμβιβασμό και αποδεκτή λύση που ενσωματώνει τις νέες συνθήκες και εξομαλύνει – κατανέμει μεταξύ όλων τις αρνητικές συνέπειες. Δευτερευόντως παρεμβαίνουν οι νομικοί σύμβουλοι για την ει δυνατόν εξωδικαστική εύρεση λύσης. Κανείς πάντως δεν πρέπει να σκέφτεται μαξιμαλιστικά αλλά με ενσυναίσθηση και του άλλου μέρους.

* Ο κ. Ιάκωβος Βενιέρης είναι δικηγόρος, επίκουρος καθηγητής Νομικής Αθηνών. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή