Το χρηματιστήριο, καθρέπτης της οικονομίας

Το χρηματιστήριο, καθρέπτης της οικονομίας

7' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχει εκφρασθεί πολλές φορές από επίσημα χείλη ότι τα επίπεδα τιμών του Χρηματιστηρίου της Αθήνας αδικούν την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Στο παρόν άρθρο παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία αντικρούουν αυτόν τον ισχυρισμό.

Είναι γενικά γνωστό ότι παρά τις βραχυπρόθεσμες υπεραντιδράσεις (overreaction) των συμμετασχόντων στις αγορές, μακροπρόθεσμα οι τιμές των μετοχών αντανακλούν τα ιδιαίτερα μικροοικονομικά και μακροοικονομικά προβλήματα των σχετικών οικονομιών. Το μεγαλύτερο τμήμα της απαξίωσης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας οφείλεται στις αδυναμίες και στα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και η ελληνική κεφαλαιαγορά. Επιπλέον, η επιβεβαιωμένη σχέση της επίδρασης της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου στην πραγματική οικονομία όξυνε τα ήδη υπάρχοντα. Το υπόλοιπο τμήμα, σαφέστατα μικρότερο, οφείλεται στην πραγματικά δύσκολη παγκόσμια συγκυρία που βιώνουμε τις ημέρες αυτές.

Ας δούμε όμως εκείνα τα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. από 6.484,38 μονάδες που είχε σημειώσει ενδοσυνεδριακά τον Σεπτέμβριο του 1999 έχει κατρακυλήσει χαμηλότερα των 1.500 μονάδων, καταγράφοντας απώλειες πλέον των 5.000 μονάδων! Παρά τις επίσημες συμβουλές και παροτρύνσεις για μακροπρόθεσμη διακράτηση των μετοχών και τις αισιόδοξες δηλώσεις για τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και τον τερματισμό της κρίσης, η χρηματιστηριακή αγορά των Αθηνών ακολουθεί μια έντονα πτωτική πορεία, το μέγεθος και η ένταση της οποίας συχνά δεν απεικονίζεται στην πορεία των επίσημων χρηματιστηριακών δεικτών. Οι λογιστικές απώλειες σήμερα έχουν ξεπεράσει το ιλιγγιώδες ποσό των 50 τρισ. δραχμών, αφού η χρηματιστηριακή αξία των εταιρειών που ήταν εισηγμένες στο Χ.Α. τον Σεπτέμβριο του 1999 από 72,4 τρισ. έχει συρρικνωθεί σήμερα κάτω από τα 19 τρισ. Οι λογιστικές απώλειες ίσως είναι ακόμα μεγαλύτερες, αφού στη σημερινή αποτίμηση περιλαμβάνονται και οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που προέβησαν οι εισηγμένες εταιρείες και οι οποίες άντλησαν κεφάλαια ύψους περίπου 4,8 τρισ. Επιπλέον στη σημερινή αποτίμηση περιλαμβάνεται και η χρηματιστηριακή αξία 120 και πλέον νέων εταιρειών, οι οποίες άντλησαν 2,5 περίπου τρισ. δρχ. Σε επίπεδο μεμονωμένων εταιρειών οι απώλειες είναι πραγματικά πέρα από κάθε λογική. Πάνω από 200 εταιρείες έχουν υποστεί απώλειες που ξεπερνούν το 85%, ενώ 100 και πλέον εταιρείες έχουν απολέσει πάνω από το 90% της αξίας τους. Δοθέντος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των επενδυτών έχει αγοράσει κοντά στα υψηλότερα ιστορικά επίπεδα, είναι φανερό ότι οι απώλειες πρέπει να ανέρχονται σε μερικές δεκάδες τρισ. Ούτως ή άλλως, μόνο οι απώλειες των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και των κεφαλαίων που έχουν αντληθεί από IPO’s, τα οποία είναι εύκολο να μετρηθούν, ξεπερνούν κατά πολύ την συνολική ετήσια αποταμίευση της Ελλάδας.

Οι τεράστιες απώλειες των επενδυτών έχουν ήδη αρνητικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, μέσω της μείωσης του πραγματικού τους εισοδήματος και του παράλληλου περιορισμού της κατανάλωσής τους. Επιπλέον έχει παρατηρηθεί σημαντική και ασύμμετρη αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών, γεγονός που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο μελλοντικό επίπεδο διαβίωσής τους όσο και στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αφού ο στόχος των δανείων αυτών είναι η κάλυψη της απολεσθείσας καταναλωτικής τους δύναμης. Το ίδιο γεγονός παρατηρήθηκε και από την πλευρά των επιχειρήσεων με κυρίαρχο πρόβλημα αυτό των μετοχοδανείων. Τα αρνητικά αυτά στοιχεία κατεγράφησαν στα πρόσφατα αποτελέσματα των ισολογισμών των εισηγμένων εταιρειών, όπου παρατηρήθηκε στασιμότητα των πωλήσεων και παράλληλη μείωση της κερδοφορίας των περισσότερων εξ αυτών. Αξίζει να τονισθεί ότι για το 2002, 1 στις 3 εταιρείες είναι ζημιογόνος, παρά την πραγματικά αξιόλογη προσπάθεια πολλών για ωραιοποίηση των ισολογισμών τους. Παράλληλα οι μισές περίπου εισηγμένες μείωσαν τα ίδιά τους κεφάλαια σε μια προσπάθεια μείωσης των υποαξιών των χαρτοφυλακίων τους. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μείωση μεγαλύτερη του 10% των ιδίων κεφαλαίων των εισηγμένων εταιρειών για το 2002. Επιπρόσθετα σήμερα πολλές εισηγμένες επιχειρήσεις αδυνατούν να πληρώσουν τους τόκους των δανείων τους, παρά το γεγονός ότι είχαν αντλήσει σχετικά πρόσφατα υπέρογκα κεφάλαια από την κεφαλαιαγορά. Παράλληλα ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το φαινόμενο ότι νεοεισαχθείσες επιχειρήσεις παρουσιάζουν ζημίες, ενώ στα ενημερωτικά τους φυλλάδια προέβλεπαν κέρδη. Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα αξιοπιστίας στο κύκλωμα εταιρεία – ανάδοχος – εποπτεία, αφού ακόμα και σήμερα εισάγονται ασήμαντες για την οικονομία επιχειρήσεις, σε υπερβολικά ακριβές τιμές εισαγωγής.

Ομως οι αρνητικές επιπτώσεις δεν σταματούν εδώ: βίαια αναδιανομή του εισοδήματος, σπατάλη των πόρων που αντλήθηκαν από το επενδυτικό κοινό, οι κόκκινοι κωδικοί οι οποίοι ξεπερνούν τα 120 εκατ. ευρώ, οι εντάσεις μεταξύ επενδυτών και χρηματιστηριακών εταιρειών και η απαξίωση του θεσμού του Χρηματιστηρίου αποτελούν ποιοτικά αρνητικά στοιχεία που θα απεικονισθούν σύντομα στην πραγματική οικονομία. Επιπρόσθετα παρατηρείται απροθυμία των επενδυτών για τοποθετήσεις σε μετοχικούς τίτλους παρά το γεγονός ότι τα πραγματικά επιτόκια καταθέσεων είναι εδώ και πολύ καιρό αρνητικά, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνεται φυγή σημαντικών κεφαλαίων στο εξωτερικό. Αποτέλεσμα των προαναφερθέντων είναι η συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα την απώλεια χιλιάδων θέσεων εξειδικευμένης εργασίας και τον περιορισμό του ρόλου του Χ.Α. στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.

Θα μπορούσαμε λοιπόν κάλλιστα να ισχυρισθούμε ότι η παρατεταμένη πτώση των τιμών των μετοχών στο Χ.Α. αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τα μεγάλα χρονίζοντα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που συνοδεύονται από την αδράνεια και τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στις προκλήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, του οποίου σήμερα αποτελούμε ένα αδύναμο τμήμα. Το στοιχείο αυτό αντικατοπτρίζεται κατ’ αρχάς στον περιορισμένο ρόλο της Ελλάδας στην νέα παγκόσμια κατάσταση όπου κυρίαρχο ρόλο παίζουν νέες χώρες, όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Ινδία αλλά και άλλες μικρότερες όπως η Τσεχία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Ουγγαρία κ.λπ. Κατά δεύτερο σε μεταβλητές που αντανακλούν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι η ποιότητα και ποσότητα των εξαγωγών, η μη προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ο υψηλός πληθωρισμός και το υψηλό χρέος.

Οι σπατάλες και οι κακές χρήσεις των πόρων οι οποίοι αντλήθηκαν από τις επιχειρήσεις σε βάρος του επενδυτιού κοινού, αποτελεί από μόνο του ένα σημαντικό θέμα προς διερεύνηση από τις εποπτικές αρχές.

Στο άρθρο αυτό θα παρουσιάσω ορισμένα στοιχεία για τις ελεγχόμενες από το δημόσιο επιχειρήσεις όπου φαίνεται ότι υπήρξε μη αποδοτική χρήση των πόρων που άντλησαν από την κεφαλαιαγορά.

Ας ξεκινήσουμε με τη μετοχή της Εθνικής Ακινήτων, μιας από τις μεγαλύτερες χρηματιστηριακές ακρότητες του πρόσφατου παρελθόντος. Στις αρχές του 2000 η εταιρεία άντλησε από την κεφαλαιαγορά 320 εκατ. ευρώ για να επιτευχθούν τα σχέδια της διοίκησης της Εθνικής. Λίγους μήνες πριν (26/10/1999) η χρηματιστηριακή της αξία έφθασε τα 1,52 δισ. ευρώ με ιδιαίτερα χαμηλό κύκλο εργασιών. Σήμερα η εταιρεία αποτιμάται από την αγορά μόλις 92 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας κύκλο εργασιών 11,9 εκατ. ευρώ και ζημίες άνω των 4.2 εκατ. ευρώ (στοιχεία του έτους 2002).

Η εταιρεία Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε. αποτελεί ένα ακόμα ενδιαφέρον παράδειγμα. Αντλησε από την αγορά 38,2 εκατ. ευρώ και η χρηματιστηριακή της αξία έφτασε στις 11/9/2000 τα 887,2 εκατ. ευρώ. Σήμερα η αποτίμησή της είναι 180,6 εκατ. ευρώ και οι ζημιές για τη χρήση που έκλεισε έφθασαν τα 20,2 εκατ. ευρώ

Παρόμοια πορεία είχε και η Αγροτική Ασφαλιστική της οποίας οι φετινές ζημίες των 27,5 εκατ. ευρώ είναι λίγο περισσότερες από τα κεφάλαια που άντλησε κατά τη δημόσια εγγραφή της (26 εκατ. ευρώ).

Μια άλλη εταιρεία, η Olympic Catering, άντλησε από το Χ.Α. 9,5 εκατ. ευρώ από τα οποία τα 3 εκατ. ευρώ εισέπραξε ο βασικός μέτοχος (το δημόσιο). Η κεφαλαιοποίησή της στις 3/11/1999 ήταν 549 εκατ. ευρώ, ενώ σήμερα αποτιμάται στα 21,8 εκατ. ευρώ. Τελικά η ύπαρξη ζημιών και για το 2002 (11,9 εκατ ευρώ), οδήγησε την εταιρεία σε καθεστώς επιτήρησης.

Ας κλείσουμε με την Αγροτική Τράπεζα η οποία άντλησε 126 εκατ. ευρώ, και αυτή τη χρονιά παρουσίασε μείωση των κερδών της κατά 70%. Φυσικά ο κατάλογος είναι μακρύς και θα υπάρξουν και οι απαραίτητες δικαιολογίες, όμως τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Το επενδυτικό κοινό πρέπει να διερευνά διεξοδικά τους ισολογισμούς των υπό εξέταση δημόσιων και ιδιωτικών εταιρειών και να τιμωρεί παραδειγματικά τις πιο αναξιόπισες.

Συνετή διαχείριση

Τέλος ένα θέμα το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή αφορά τη συνετή και σύμφωνα με τις αρχές της χρηματοοικονομικής θεωρίας, διαχείριση των πόρων των ασφαλιστικών ταμείων. Η διαχείριση αυτή πρέπει να γίνεται από αξιολογημένους διαχειριστές και με γνώμονα το μέλλον και τις συντάξεις των εργαζομένων. Η στήριξη συγκεκριμένων μετοχών, ελεγχόμενων από τον δημόσιο τομέα μέσω των πόρων των ασφαλιστικών ταμείων, δημιουργεί βραχυπρόθεσμους εντυπωσιασμούς σπαταλώντας όμως τους πόρους του μέλλοντος.

Φυσικά στο ιδιαίτερα δυσμενές περιβάλλον υπάρχουν αρκετές καλές επιχειρήσεις, οι οποίες στέκονται με αξιοπρέπεια και αποτελούν στις σημερινές τιμές επενδυτικές ευκαιρίες. Οι επαγγελματίες της αγοράς πρέπει να βοηθήσουν το επενδυτικό κοινό στην ανακάλυψη και προβολή των εταιριών αυτών.

Εκρηκτικό κοκτέιλ

Το διεθνές έντονα αρνητικό χρηματιστηριακό και μακροοικονομικό περιβάλλον, τα ιδιαίτερα εγχώρια προβλήματα σε όρους ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας τα οποία αναμένεται να ενταθούν μετά τη διεύρυνση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα επιτακτικά προβλήματα των ελληνικών επιχειρήσεων που ίσως μεταφερθούν στις τράπεζες, οι βαρύτατες απώλειες των επενδυτών οι κόκκινοι κωδικοί, η έλλειψη αξιοπιστίας και διαφάνειας του χρηματιστηριακού θεσμού αποτελούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που απαιτεί γρήγορες, ουσιαστικές και αποτελεσματικές λύσεις. Αλλιώς ο εφησυχασμός, η προχειρότητα και η αδράνεια θα υποθηκεύσουν το μέλλον της οικονομίας μας και μαζί με αυτό της ποιότητας ζωής των επόμενων γενεών.

«Τα στοιχεία για τις εταιρείες αντλήθηκαν από την Effect Finance και τις EFG και ΩΜΕΓΑ ΑΧΕΠΕΥ»

Ο κ. Νικόλαος Δ. Φίλιππας είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πειραιά. Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή