Πότε ο πληθωρισμός στην Ελλάδα συνιστά σαφή υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας

Πότε ο πληθωρισμός στην Ελλάδα συνιστά σαφή υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O υψηλότερος πληθωρισμός στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ζώνης του Ευρώ, συνιστά σαφή χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στο βαθμό που οφείλεται στην αυξημένη πιστωτική επέκταση ή στην πολιτική μισθών και συντάξεων στον δημόσιο τομέα. H Ελλάδα δεν θα έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, λόγω της διαμόρφωσης του εγχώριου πληθωρισμού, εάν η πολιτική μισθών και συντάξεων δεν συνεπάγεται χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε σχέση με τον μέσο όρο της Ζώνης.

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη με θέμα τον πληθωρισμό και την ανταγωνιστικότητα, που δημοσιεύεται στο Οικονομικό Δελτίο της Alpha Βank.

Πάντως, σύμφωνα με την ανάλυση, ο υψηλότερος πληθωρισμός δικαιολογείται από τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας και ως εκ τούτου θεωρείται ότι δεν επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, «στο βαθμό που ο υψηλότερος πληθωρισμός αποτελεί απλή προσαρμογή των τιμών βασικών δημόσιων υπηρεσιών για να καλυφθούν τα ελλείμματα που υπήρχαν στο παρελθόν δεν μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη χειροτέρευσης της ανταγωνιστικότητας, αφού η τελευταία επιβαρυνόταν περισσότερο στο παρελθόν λόγω της ανεξέλεγκτης αύξησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων».

Αναφορικά με τις αιτίες που προσδιορίζουν τον υψηλότερο πληθωρισμό στην Ελλάδα και την απόκλισή του τόσο ως προς τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (1,7% το 2002, έναντι 1,3% το 2001 και 0,8% το 2000) όσο και ως προς το δομικό (εξαιρούνται οι τιμές των προϊόντων ενέργειας και των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής), αναλύονται οι εξής τρεις παράγοντες:

α) H υστέρηση της ελληνικής οικονομίας έναντι άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών όσον αφορά τις συνθήκες λειτουργίας των αγορών αγαθών και υπηρεσιών.Εκτιμάται ότι δεν λειτουργούν αποτελεσματικά κρίσιμες εγχώριες αγορές, όπως η αγορά καυσίμων, η αγορά νωπών οπωροκηπευτικών, οι αγορές προσφοράς βασικών υπηρεσιών δημόσιου χαρακτήρα. Αποτέλεσμα, η διόγκωση των επιπτώσεων που έχουν οι εξωτερικές και οι εσωτερικές διαταραχές (όπως είναι η κακοκαιρία, η άνοδος της δειθνούς τιμής του πετρελαίου ή η άνοδος κάποιου άλλου στοιχείου κόστους).

β) H ελληνική οικονομία βρίσκεται στη φάση ανόδου του οικονομικού της κύκλου. Εχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε αντίθεση με τις χώρες της Ζώνης και ιδιαίτερα τη Γερμανία που βρίσκονται σε φάση σημαντικής επιβράδυνσης των οικονομιών τους. «Αυτό δικαιολογεί την εμφάνιση αυξημένου πληθωρισμού, ιδιαίτερα στους τομείς της οικονομίας που παράγουν διεθνώς μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες και σε κάποιο βαθμό οφείλεται στη γνωστή επίδραση από τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας. Επιπλέον, μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός ότι η καθαρή εισροή σημαντικών εισοδηματικών και κεφαλαιακών πόρων στην ελληνική οικονομία διατηρεί ένα επίπεδο ζήτησης στην εγχώρια αγορά πολύ υψηλότερο από εκείνο που θα υπήρχε χωρίς αυτήν την καθαρή εισροή πόρων, ασκώντας πρόσθετες πιέσεις στις τιμές των διεθνών μη εμπορεύσιμων προϊόντων».

γ) H διατήρηση υψηλότερου ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα σε σύγκριση με τη Ζώνη του Ευρώ.

Ωστόσο, εκτιμάται ότι τα τελευταία χρόνια αυτή η διαφορά περιορίστηκε. «Επιπλέον, προκύπτει το ερώτημα εάν η διαφορά αυτή είναι αυτόνομη, αν δηλαδή οφείλεται στις συγκεκριμένες συνθήκες λειτουργίας της εγχώριας αγοράς εργασίας (και προκύπτει ανεξαρτήτως της ήδη υπάρχουσας διαφοράς στον πληθωρισμό), ή αποτελεί απλώς αντανάκλαση της υπάρχουσας διαφοράς στον πληθωρισμό».

Πάντως, όπως υπογραμμίζει με άρθρο του στην «K» ο ειδικός εμπειρογνώμονας στην E.E. κ. Χρ. Ιωάννου, «η Ελλάδα έχει το δεύτερο χαμηλότερο ωριαίο εργατικό κόστος στην Ευρωζώνη (10,40 ευρώ έναντι 22,70 ευρώ του μέσου όρου) και το τρίτο υψηλότερο μερίδιο μη μισθολογικού κόστους στο συνολικό εργατικό κόστος (25,5% έναντι 21,5% του μέσου όρου), ακολουθώντας τη Σουηδία (29,6%) και τη Γαλλία (27,7%)».

O κ. Ιωάννου υποστηρίζει ότι το μη μισθολογικό κόστος είναι συγκριτικά υψηλό και αυξάνεται συνεχώς τη δεκαετία του 1990, με εισφορές των οποίων η οικονομική και η κοινωική χρησιμότητα είναι πλέον συζητήσιμη. Προς τούτο προτείνει τη μείωσή του ιδιαίτερα για την χαμηλόμισθη εργασία σε κλάδους εντάσεως εργασίας. Ομως «καθώς στην τρέχουσα συγκυρία είναι χρήσιμο να συγκρατηθεί ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας, χωρίς να θιγεί η αμοιβή της εργασίας και δεδομένου ότι δεν είναι εφικτή η άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ας γίνουν τα πρώτα μικρά συμβολικά βήματα. Με την ακύρωση της αύξησης του μη μισθολογικού κόστους κατά 0,10% και με τον προσανατολισμό σε ετήσιες μειώσεις της τάξης του 1% έως το 2010».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή