Ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά ήταν το 2002 για τον κλάδο των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στην Ευρώπη. Οι μεγάλες επενδύσεις των τελευταίων ετών, κυρίως μέσω των τεραστίων δαπανών για την εξασφάλιση αδειών 3ης γενιάς, σε συνδυασμό με τη διάψευση των σεναρίων για υψηλή ζήτηση των νέων και ακριβών υπηρεσιών, ενέτεινε τις χρηματοοικονομικές πιέσεις προς τις εταιρείες και οδήγησαν σε μείωση της κερδοφορίας τους. Μοιραία, η αξία των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών μειώθηκε και απέτρεψε τη δημιουργία μεγάλων στρατηγικών συμφωνιών, οι οποίες ούτως ή αλλως είναι ακριβός τρόπος ανάπτυξης και απαιτεί είτε πρόσβαση σε πηγές κεφαλαίου είτε υψηλές μετοχικές αξίες. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ανάλυση της KANTOR CAPITAL για τις εξαγορές και συγχωνεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στον κλάδο το περασμένο έτος.
Στην έκθεση της KANTOR τονίζεται ότι οι ανεπτυγμένες τηλεπικοινωνιακές αγορές των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης βρίσκονται πλέον σε μεταβατική φάση, καθώς καλούνται να αντιμετωπίσουν το χάσμα ζήτησης/προσφοράς που δημιούργησαν οι υπερβολές της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και του νέου κύκλου ανόδου που εκτιμάται να έρθει μέσω της ωρίμασης των νέων τεχνολογιών και τη διέξοδό τους προς την αγορά. Στη διάρκεια του 2002 επιχειρήθηκαν 288 εξαγορές και συγχωνεύσεις με στόχους ευρωπαϊκές εταιρείες. Από αυτές 9 αποσύρθηκαν ή απέτυχαν, ενώ 82 εκκρεμούν αναμένοντας την έγκριση από τα διοικητικά συμβούλια των στόχων ή από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές προστασίας του ανταγωνισμού. Από το σύνολο των 288 εξαγορών και συγχωνεύσεων που επιχειρήθηκαν το 2002, η αξία της συναλλαγής έγινε γνωστή σε 110 συμφωνίες που είτε ολοκληρώθηκαν είτε εκκρεμούν, ενώ το σύνολο ανήλθε στα 31,3 δισ. δολάρια.
Η μείωση της κερδοφορίας σε συνδυασμό με τον έντονο ανταγωνισμό που χαρακτηρίζει τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών, αναγκάζει τις ευρωπαϊκές τηλεπικοινωνιακές εταιρείες να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική τους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών της ευρωπαϊκής αγοράς, η αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία βρίσκονται επίσημα ή ανεπίσημα προς πώληση, κυμαίνεται μεταξύ 70 και 90 δισ. ευρώ. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία ποικίλλουν σε μορφή περιλαμβάνοντας ακίνητη περιουσία και τηλεπικοινωνιακά δίκτυα (π.χ. οπτικών ινών) φθάνοντας ακόμα και σε μειοψηφικές συμμετοχές σε εταίρους κινητής τηλεφωνίας. Ενας ακόμη σημαντικός παράγοντας είναι η σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών εταιρειών από την ευρωπαϊκή αγορά.