Ο τελευταίος μήνας ήταν ίσως ο μόνος που οι Ελληνες ενδιαφέρθηκαν περισσότερο από ποτέ για την κλιματική αλλαγή. Αισθανθήκαμε τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες και την αύξηση των ατμοσφαιρικών ρύπων στα αστικά κέντρα, ευαισθητοποιηθήκαμε από την πρωτοβουλία Live Earth που μετέδωσε το μήνυμα «Σώσε τον πλανήτη» σε δισεκατομμύρια ανθρώπους, και διαδηλώσαμε την αγανάκτησή μας στην εκτεταμένη καταστροφή των δασών. Ολο και περισσότεροι πολίτες αναγνωρίζουν το μερίδιο της ευθύνης τους στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, βιώνουν τα αποτελέσματά του και δραστηριοποιούνται για την αντιμετώπισή του. Ποια είναι όμως η θέση των επιχειρήσεων;
Η KPMG και το Global Reporting Initiative (GRI) διεξήγαγαν σε παγκόσμιο επίπεδο μια έρευνα για τη δημοσίευση των επιχειρηματικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στους απολογισμούς εταιρικής ευθύνης.
Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, οι επιχειρήσεις τείνουν να αναφέρονται εκτενώς στις επιχειρηματικές ευκαιρίες και όχι στους επιχειρηματικούς κινδύνους που προκύπτουν εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της.
Μελετήθηκαν οι ετήσιοι απολογισμοί επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνονται στη λίστα των Financial Times FT Global 500 και έχουν δημοσιευτεί βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του GRI. Το 90% των απολογισμών έκανε μνεία στην κλιματική αλλαγή (βλ. Διάγραμμα 1).
Δύο στις τρεις εταιρείες (64%) έκαναν αναφορά σε νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες, οι οποίες περιλαμβάνουν κυρίως την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών και τη δημιουργία νέων δικαιωμάτων εκπομπών (emission credits) σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο.
Παρά το παραπάνω απροσδόκητα μεγάλο ποσοστό, μόνο το 20% των εταιρειών παρουσίασε τους επιχειρηματικούς κινδύνους που εγκυμονεί η κλιματική αλλαγή. Γεγονός που εκπλήσσει, δεδομένου ότι πρόσφατες μελέτες παρουσιάζουν τη διεθνή οικονομία να τίθεται σε σημαντικούς κινδύνους λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου.
Η περίφημη έκθεση «Economics of climate change» του Nicholas Stern για τη βρετανική κυβέρνηση προειδοποιεί για σημαντικές ανακατατάξεις των οικονομικών δραστηριοτήτων τις επόμενες δεκαετίες, σε περίπτωση που δεν αντιμετωπιστεί το φαινόμενο.
Κάποιες επιχειρήσεις ανέφεραν στους απολογισμούς τους τον κίνδυνο αύξησης της τιμής της ενέργειας, ωστόσο αγνόησαν κινδύνους που σχετίζονται με κόστη συμμόρφωσης σε νέους νομοθετικούς κανονισμούς, καταστροφή περιουσίας εξαιτίας ακραίων καιρικών φαινομένων, αύξηση ασφαλίστρων, απώλεια εταιρικής φήμης και πιθανές νομικές επιπλοκές. Ισως οι εταιρείες να θεωρούν ότι οι κίνδυνοι αυτοί είναι μακροπρόθεσμοι και εκτός του πλαισίου των σημερινών προγραμματισμών τους. Είναι επίσης πιθανόν οι εταιρείες να έχουν μεν δραστηριοποιηθεί εσωτερικά για τον προσδιορισμό, τη διερεύνηση και την ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά να μη δημοσιοποιούν τα στοιχεία αυτά στους απολογισμούς εταιρικής ευθύνης ή σε αντίστοιχες εκθέσεις τους.
Εντούτοις, τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε πριν από τρεις μήνες από την You Gov, για λογαριασμό της KPMG στη Μεγάλη Βρετανία, δεν συνηγορούν στην άποψη αυτή. Ερωτήθηκαν 73 ανώτατα στελέχη μεγάλων εταιρειών, και παρόλο που το 81% ανέφερε ότι κατανοεί σε προσωπικό επίπεδο καλά ή πλήρως το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, μόνο το 46% ισχυρίστηκε ότι αντιλαμβάνεται πλήρως τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (βλ. Διάγραμμα 2). Το 55% αναμένει το φαινόμενο του θερμοκηπίου να επηρεάσει τα σχέδια στρατηγικής ανάπτυξης και τη διαχείριση της λειτουργίας των εταιρειών τους, όμως το 86% των ερωτηθέντων παραδέχτηκε ότι δεν έχουν αναπτύξει κάποια στρατηγική για να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή.
Αντίθετα, οι μέτοχοι και οι επενδυτές, έχοντας εντοπίσει τους επικείμενους κινδύνους, ζητούν περισσότερη πληροφόρηση. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το Carbon Disclosure Project (CDP), η μεγαλύτερη πρωτοβουλία μιας ομάδας μεγάλων επενδυτικών οργανισμών, οι οποίοι ζητούν από εταιρείες να δημοσιοποιήσουν στοιχεία σχετικά με τις εκπομπές τους αερίων του θερμοκηπίου και τους συναφείς εμπορικούς προβληματισμούς τους, όπως την προβλεπόμενη επίδραση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών στο καθαρό τους εισόδημα.
Στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις που εκδίδουν απολογισμούς εταιρικής ευθύνης είναι λίγες και ακόμα λιγότερες αυτές που ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές του GRI. Στις εκθέσεις παρουσιάζουν στοιχεία εκπομπών, κυρίως διοξειδίου του άνθρακα, καθώς και στόχους μείωσης εκπομπών ή / και κατανάλωσης ενέργειας χωρίς τα στοιχεία αυτά να συνοδεύονται από αντίστοιχες οικονομικές επιπτώσεις (π.χ. επενδύσεις ή / και εξοικονόμηση κόστους).
Οι επιχειρήσεις που είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένες στο θέμα της κλιματικής αλλαγής είναι αυτές που εμπίπτουν στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και, ειδικότερα, του διοξειδίου του άνθρακα, βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ. Ακόμα και αυτές όμως σπάνια αναφέρονται στα κόστη αγοράς επιπλέον δικαιωμάτων εκπομπών.
Είναι εμφανές πως ο επιχειρηματικός κόσμος έχει αντιληφθεί ότι η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει τη λειτουργία των εταιρειών τους.
Στους απολογισμούς εταιρικής ευθύνης συμπεριλαμβάνουν πληροφορίες για τις δραστηριότητές τους, ωστόσο παρουσιάζεται ένα κενό στον εντοπισμό των κινδύνων, καθώς και στην ανάπτυξη μιας ξεκάθαρης στρατηγικής. Η πιο οργανωμένη αντιμετώπιση του θέματος από τις εταιρείες είναι επιβεβλημένη, καθώς και η βελτίωση των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται. Απομένει οι επιχειρήσεις να κατανοήσουν τις δυνατότητες των απολογισμών εταιρικής ευθύνης για την προώθηση της διαφάνειας και εν γένει της βελτιωμένης επίδοσής τους και να τους χρησιμοποιήσουν προς όφελος δικό τους και των μετόχων τους.
*Επικεφαλής του Τμήματος Παροχής Υπηρεσιών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, KPMG