Και τώρα είναι η σειρά της Δικαιοσύνης. Η απόφαση του ΟΠΑΠ να αναθέσει απευθείας στην Intralot την τεχνολογική του ανανέωση για τα επόμενα τρία χρόνια (με δυνατότητα παράτασης της συμφωνίας για έναν ακόμα χρόνο) αντί τιμήματος 96,5 εκατ. ευρώ έχει εξοργίσει τους άλλους δύο συμμετέχοντες στον σχετικό διαγωνισμό που κρίθηκε από τη διοίκηση του ΟΠΑΠ άγονος.
Για την έκβαση του διαγωνισμού αυτού, υπενθυμίζεται, παραιτήθηκαν ο πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης των προσφορών, καθηγητής του ΑΠΘ κ. Κ. Μπουζάκης μαζί με μερικά από τα μέλη της. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Επιτροπή ήθελε να απορρίψει την προσφορά ενός εκ των τριών υποψηφίων αναδόχων, της Scientific Games, αλλά η διοίκηση του ΟΠΑΠ επεδίωκε τη σύνταξη ενός πρακτικού που θα αξιολογούσε και τις τρεις προσφορές (G-Tech, Intralot και Scientific Games).
Ετσι, τώρα, η G-Tech και η Scientific Games μελετούν το ενδεχόμενο προσφυγής στην Δικαιοσύνη καθώς θεωρούν ότι η κήρυξη του διαγωνισμού ως άγονου δεν δικαιολογείται επαρκώς και ως εκ τούτου θα πρέπει να αποζημιωθούν για τα έξοδα που έχουν κάνει προκειμένου να συμμετάσχουν, έξοδα που αριθμούν μερικά εκατομμύρα ευρώ, χωρίς να υπολογίσει κανείς και το κόστος των (άλλων) χαμένων επιχειρηματικων ευκαιριών.
Θεωρούν ότι η διαδικασία που ακολούθησε τελικώς η διοίκηση του ΟΠΑΠ υπό τον κ. Β. Νειάδα δεν προβλέπεται από το σκεπτικό της διακήρυξης και πως θα έπρεπε, μετά την κήρυξη του διαγωνισμού ως άγονου να ακολουθήσουν διαπραγματεύσεις με όλους τους διαγωνιζομένους. Αντί αυτών, παράγοντες προσκείμενοι στις δύο εταιρείες που έμειναν εκτός νυμφώνος, υπογραμμίζουν ότι ούτε καν επίσημη πληροφόρηση για τις αποφάσεις του ΟΠΑΠ δεν έχουν. Ο,τι μαθαίνουν προέρχεται από τα δημοσιεύματα.
Το ζήτημα έχει και πολιτικο βάθος καθώς ο ΟΠΑΠ μέσω του διαγωνισμού αυτού προσπαθούσε -υποτίθεται- να απεμπλακεί ακριβώς από την Intralot, εταιρεία ιδιοκτησίας των κ. Σ. Κόκκαλη και Κ. Δημητριάδη. Για τον σκοπό αυτό, μάλιστα, είχε πληρώσει τον περασμένο Νοέμβριο στην Intralot περί τα 73 εκατ. ευρώ για τα δικαιώματα χρήσης του λογισμικού κυρίως του «Πάμε Στοίχημα». Εάν δηλαδή ο (άγονος πλέον) διαγωνισμός είχε αναδείξει έναν καινούργιο ανάδοχο, ο ανάδοχος αυτός θα μπορούσε να εξελίξει τα συστήματα του ΟΠΑΠ ελεύθερος, χωρίς καμιά δέσμευση από την Intralot. Η υπόθεση αποτελούσε το μεγαλύτερο έργο πληροφορικής στην Ευρώπη, καθώς υπολογιζόταν να φθάσει σε αξία τα 200 εκατ. ευρώ, σε πλήρη ανάπτυξη. Σημειώνεται ότι ο ΟΠΑΠ ανήκει στη «σφαίρα ευθύνης» του υφυπουργού Αθλητισμού κ. Γ. Ορφανού, για τον οποίον υποστηρίζεται ότι ελάμβανε και λαμβάνει ενεργό μέρος στις κρίσιμες αποφάσεις για τον ΟΠΑΠ.
Τώρα, με τη νέα συμφωνία, η Intralot αναλαμβάνει τον εμπλουτισμό του «Πάμε Στοίχημα» με τη διάθεση νέων προϊόντων στοιχηματισμού, την παροχή αναβαθμισμένων υπηρεσιών επιχειρησιακής υποστήριξής του, τη διάθεση βελτιωμένου λογισμικού διαχείρισης ρίσκου και τη δυνατότητα επιλογής από τον παίκτη πολλαπλών συνδυασμών σε ενιαίο δελτίο. Δηλαδή, ξαναμπαίνει δυναμικά στη διαχείριση του συγκεκριμένου παιχνιδιού, αφού πρώτα πούλησε πανάκριβα τα δικαιώματά της σε αυτό.
Η Intralot αναλαμβάνει επίσης την αναβάθμιση των κεντρικών συστημάτων του ΟΠΑΠ και σε εξοπλισμό και σε λογισμικό, οπότε παραμένει ως ισχυρός παράγοντας λειτουργίας του ΟΠΑΠ τουλάχιστον για τα επόμενα τρία χρόνια. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στο πλαίσιο της απευθείας συμφωνίας συμπεριλαμβάνεται η προμήθεια του ΟΠΑΠ από την Intralot με 29.400 τερματικά που θα εξοπλίσουν τα 5.500 πρακτορεία του ΟΠΑΠ ανά την Ελλάδα. Μέχρι σήμερα, τα μισά από αυτά τα πρακτορεία διαθέτουν πεπαλαιωμένο ηλεκτρονικό εξοπλισμό με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξυπηρετήσουν παιχνίδια όπως π.χ. το ΚΙΝΟ.
Ωστόσο, στην όλη υπόθεση υπάρχει μια ακόμη διάσταση. Η G-Τech, κολοσσός στον χώρο του στοιχήματος, φέρεται να «φλερτάρει» με την ιδέα της εξαγοράς της Intralot. Από την πλευρά τους, οι μεγαλομέτοχοι Σ. Κόκκαλης και Κ. Δημητριάδης θα συζητούσαν την πώληση των μετοχών τους αλλά σε τιμή άνω των 30 ευρώ, δηλαδή με αποτίμηση της εταιρείας από 2,5 δισ. ευρώ και περισσότερο. Σήμερα, η κεφαλαιοποίηση της Intralot βρίσκεται κοντά στα 2 δισ., οπότε οποιαδήποτε νέα συμφωνία, όπως αυτή με τον ΟΠΑΠ ή εκείνη με το New Mexico των ΗΠΑ που επετεύχθη πρόσφατα, προσθέτει αξία στην ελληνική εταιρεία και ενισχύει τις απαιτήσεις των μετόχων της.