Ούτε καλή ούτε κακή αλλά ούτε και πανάκεια είναι η ευελιξία στον χρόνο εργασίας. Χρωστάει την ύπαρξή της σε διαφορετικές ανάγκες – εργαζομένων και επιχειρήσεων. Και όταν η γεφύρωσή τους επιτευχθεί μέσα από συμφιλιωτικές διαδικασίες εκατέρωθεν, τότε η ευελιξία βαφτίζεται «καλή». Στην περίπτωση που μια επιχείρηση «αποφασίζει και διατάσσει» την ευελιξία στον χρόνο εργασίας, τότε μπορεί μεν να είναι απαραίτητη, χρήσιμη -έως και σωτήρια-, με τίποτα όμως δεν μπορεί να αποβάλει τον χαρακτηρισμό της κακής.
Η υπεραπλουστευμένη αυτή εισαγωγή γύρω από τον ορισμό και τους χαρακτηρισμούς της ευελιξίας μπορεί μεν να μη συμβάλλει στη δημόσια συζήτηση που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη στην Ευρώπη για τον ρόλο της στον συμβιβασμό της εργασίας με την προσωπική ζωή των εργαζομένων, παραπέμπει, ωστόσο, σε πρόσφατα συμπεράσματα ευρωπαϊκής έρευνας σε 21 χώρες, που καταλήγουν ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις διακρίνονται σε έξι διαφορετικούς τύπους, ανάλογα με την εφαρμογή των ευέλικτων μορφών εργασίας.
Στους δύο πρώτους τύπους εντάσσονται οι εταιρείες εκείνες που εφαρμόζουν σε υψηλό βαθμό την ευελιξία στον εργάσιμο χρόνο. Καλύπτουν γονικές και άλλες μακράς διάρκειας άδειες, μερική απασχόληση, μέχρι και πρόωρη και σταδιακή συνταξιοδότηση. Ωστόσο, ο ένας μόνο εκ των δύο αυτών τύπων δίνει προτεραιότητα στις ανάγκες και στις προτιμήσεις των εργαζόμενων – για παράδειγμα να αποφασίζουν οι ίδιοι για τον χρόνο προσέλευσης και αποχώρησης από την εργασία τους. Ενώ ο δεύτερος προτάσσει τις ανάγκες της επιχείρησης και τις προτιμήσεις των πελατών της. Δηλαδή οι ώρες εργασίας είναι μη κανονικές και μπορεί να είναι και υπερωριακή απασχόληση.
Οι υπόλοιποι τέσσερις τύποι επιχειρήσεων εφαρμόζουν σε μέτριο βαθμό ευέλικτες μορφές εργασίας και σε χαμηλό επίπεδο. Ο πρώτος τύπος -των «μετρίων»- εφαρμόζει ευελιξία ανάλογα με τις ανάγκες του εργαζόμενου και σύμφωνα με τη φάση της ζωής που διέρχεται. Ενώ, ο δεύτερος τύπος, εφαρμόζει μερική απασχόληση, ακανόνιστες ώρες εργασίας και ευέλικτο ωράριο προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αυξομειώσεις του φόρτου της εργασίας. Και αυτό είτε σε ημερήσια βάση είτε σε σύντομες χρονικές περιόδους. Στην κατηγορία αυτή των «μέτριων» υπάρχει και τρίτος τύπος επιχειρήσεων. Είναι αυτός που εφαρμόζει υπερωριακή ευελιξία και οποιαδήποτε από τις άλλες μορφές ευέλικτης εργασίας, σε ασήμαντο βαθμό.
Οσο για τον έκτο -και τελευταίο- τύπο, σε αυτόν εντάσσονται οι επιχειρήσεις με την ελάχιστη και χαμηλού επιπέδου ευελιξία, οποιασδήποτε από τις μορφές που προαναφέρθηκαν. Στην κατηγορία αυτή είναι η Ελλάδα. Δηλαδή, έχει, συγκριτικά, τον μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων με χαμηλή ευελιξία, όπως και οι Ουγγαρία, Εσθονία, Πορτογαλία, Ιταλία, Κύπρος, Σλοβενία και Λουξεμβούργο.