Ισχυρή αύξηση κατά 69,1% παρουσίασαν τα κέρδη μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας, του Ομίλου της ΑΤΕbank στο πρώτο εξάμηνο φτάνοντας τα 133 εκατ. ευρώ έναντι 82,1 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2006. Τα καθαρά έσοδα από τόκους σημείωσαν αύξηση κατά 10,7% ενώ στο τελικό αποτέλεσμα ώθηση έδωσαν τα έσοδα ύψους 44,5 εκατ. ευρώ από χρηματοοικονομικές πράξεις. Το επιτοκιακό περιθώριο διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα (3,34%) παρά την όξυνση του ανταγωνισμού στον κλάδο.
Από τις επιδόσεις του πρώτου εξαμήνου ξεχωρίζουν ακόμα:
– η βελτίωση της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων (ROE) στο 19,5%,
– η μείωση του δείκτη κόστους προς έσοδα στο 55,1% (έναντι 59% του αντίστοιχου εξαμήνου του 2006),
– η μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων για πρώτη φορά κάτω του 10% (9,6%) έναντι 22% του α΄ εξαμήνου του 2004,
– η αύξηση του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων κατά 20,7%
– η αύξηση των καταθέσεων κατά 10,2%.
Σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις της ΑΤΕΒank (που συμμετέχουν σε ποσοστό 92,5% στα αποτελέσματα του Ομίλου), η κερδοφορία της τράπεζας ενισχύθηκε κατά 63,2% και διαμορφώθηκε στα 123 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΑΤΕ, κυρίαρχος στόχος, σε επίπεδο Ομίλου, είναι η αύξηση των μεριδίων αγοράς στη λιανική τραπεζική (που πλέον αποτελεί το 34% του χαρτοφυλακίου δανείων της), όπου η αύξηση στην καταναλωτική πίστη (35,5%) και στη στεγαστική πίστη (29,7%) τρέχει με ρυθμό σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της τραπεζικής αγοράς. Κύριοι στόχοι της διοίκησης εξακολουθούν να αποτελούν η περαιτέρω αύξηση και βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων, η εκμετάλλευση επενδυτικών ευκαιριών εντός και εκτός επικράτειας, η σταδιακή απεμπλοκή της Τράπεζας από συμμετοχές του μη χρηματοπιστωτικού χώρου και η ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση της αποδοτικότητας όλων των εταιρειών του Ομίλου. Σημαντική είναι η μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετουμένων δανείων κάτω από 10%, για πρώτη φορά, ευρισκόμενος πλέον στο 9,6% από 14,3% στις 30 Ιουνίου 2006. Παράλληλα, ο δείκτης κάλυψης επισφαλών απαιτήσεων με συσσωρευμένες προβλέψεις παρά τις διαγραφές (395 εκατ. ευρώ) παρέμεινε στο ικανοποιητικά επαρκές επίπεδο του 85,2%.