Τις εναλλακτικές λύσεις και δυνατότητες για την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος μελετά το υπουργείο Οικονομικών. Οι επιτελείς του υπουργείου ετοιμάζουν τα σχετικά προσχέδια με στόχο να έχει ολοκληρωθεί ο βασικός κορμός του πλαισίου πριν από την έλευση της τρόικας στο τέλος Αυγούστου. Το θέμα της ανακεφαλαιοποίησης βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων του υπουργείου μαζί με την οριστικοποίηση των μέτρων ύψους 11,5 δισ. ευρώ. Εξάλλου, οι επισφάλειες των ελληνικών τραπεζών αυξάνονται μέρα με τη μέρα, λόγω της ύφεσης και όπως επισημαίνει από τη Wall Street Journal, το ποσοστό καθυστερήσεων των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι διπλάσιο από το αντίστοιχο των ισπανικών. Τα επισφαλή δάνεια στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 48 δισ. ευρώ, δηλαδή αγγίζουν το 20%, ενώ αυξάνονται κάθε μήνα κατά 1%. Στο πρώτο τρίμηνο, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 18,5%, όταν στην Ισπανία ήταν 9%.
Δεδομένου ότι το ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης απασχολεί εδώ και μήνες την κυβέρνηση και τις τράπεζες και έχει πραγματοποιηθεί εκτεταμένη και σε βάθος συζήτηση για όλες τις τεχνικές πτυχές του εγχειρήματος, από το στιγμή που η κυβέρνηση οριστικοποιήσει τις αποφάσεις της, τότε όλα μπορούν να προχωρήσουν πολύ γρήγορα. Σύμφωνα με πληροφορίες, στόχος είναι ο σχετικός νόμος να ψηφιστεί εντός του Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με ενδείξεις, τόσο η τρόικα όσο και η κυβέρνηση δεν επιθυμούν μια λύση που θα οδηγούσε στην πλήρη κρατικοποίηση των τραπεζών αλλά αναζητούν κίνητρα που θα διασφαλίσουν την ιδιωτική φυσιογνωμία του συστήματος. Κατά πληροφορίες, εξετάζονται λύσεις που θα παρέχουν ισχυρά κίνητρα για τη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων, ενώ παράλληλα εξετάζονται και οι δυνατότητες χρήσης ευρωπαϊκών μηχανισμών. Σημειώνεται ότι όσο μεγαλύτερη συμμετοχή ιδιωτών επιτευχθεί, τόσο λιγότερα κεφάλαια θα πρέπει να εισφέρει ο δημόσιος τομέας, δηλαδή η κυβέρνηση και κατ επέκταση ο φορολογούμενος. Για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος έχουν προβλεφθεί κεφάλαια ύψους 50 δισ. ευρώ. Η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων δεν θα εξοικονομήσει μόνο πολύτιμους πόρους για το Δημόσιο αλλά παράλληλα θα μεταδώσει ένα ισχυρό μήνυμα στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό για τις δυνατότητες αναστροφής της δύσκολης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα. Αντίθετα, η καθολική κρατικοποίηση των τραπεζών θα αποτελούσε μεγάλη οπισθοδρόμηση, η οποία «τρομάζει» τους ξένους εταίρους, δεδομένης μάλιστα της διοικητικής ανεπάρκειας του δημόσιου τομέα.
Η ανακεφαλαιοποίηση είναι ζωτικής σημασίας για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών αποτελεί προϋπόθεση για την αποκατάσταση του ρόλου των τραπεζών στην οικονομία, δηλαδή τη χρηματοδότηση των αναγκών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Δίχως ένα ισχυρό και σταθερό τραπεζικό σύστημα δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ανάσχεσης της ύφεσης και σταδιακής επιστροφής σε ανοδικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτή τη στιγμή, η οικονομία βρίσκεται σε μια ιδιότυπη κατάσταση νεκροφάνειας λόγω της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας για την ικανότητα της χώρας να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει αλλά και της εξαιρετικά αδύναμης κατάστασης των τραπεζών, οι οποίες δεν μπορούν να ασκήσουν τον ρόλο τους στην οικονομία. Η αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών θα ανοίξει τον δρόμο για τη διοχέτευση πόρων στην οικονομία, ενώ παράλληλα θα σταθεροποιήσει το κρίσιμο μέτωπο των καταθέσεων και θα επιταχύνει την επιστροφή καταθέσεων (που είχαν αποσυρθεί λόγω της αβεβαιότητας) εξέλιξη που θα ενισχύσει περαιτέρω τις δανειοδοτικές δυνατότητες των τραπεζών.
Το σίγουρο είναι ότι η ανακεφαλαιοποίηση θα αποτελέσει ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης, καθώς για τη διάσωση των τραπεζών απαιτούνται τεράστια κεφάλαια και είναι μεγάλες οι πιέσεις σε όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου για την ισχυρή κρατική παρουσία στις τράπεζες. Ωστόσο, κάτι τέτοιο έχει μόνο προσωρινό χαρακτήρα. Ακόμα και αν το σύνολο των μετοχών των τραπεζών περάσει στο κράτος, βάσει του μνημονίου είναι υποχρεωμένο εντός 3ετίας, να προχωρήσει στην πώλησή τους σε ιδιώτες, χωρίς όριο τιμής. Ετσι στην ουσία τα περί κρατικοποίησης των τραπεζών, όσο είμαστε στο ευρώ, μόνο για μικροπολιτική εκμετάλλευση μπορούν να αναφέρονται.