«Γιατί αποφασίσαμε να κλείσουμε το εργοστάσιο της ΑΓΕΤ Χαλκίδας»

«Γιατί αποφασίσαμε να κλείσουμε το εργοστάσιο της ΑΓΕΤ Χαλκίδας»

2' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ως το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η απόφαση που έλαβε η διοίκηση της ΑΓΕΤ Ηρακλής για το οριστικό κλείσιμο του εργοστασίου τσιμέντων Χαλκίδος, το οποίο ουσιαστικά παρέμενε ανενεργό από τα μέσα του 2011, ως αποτέλεσμα της κατακόρυφης πτώσης της ζήτησης τσιμέντου στην ελληνική αγορά τα τελευταία χρόνια. Μόνο στην Αττική, που αποτελούσε την κύρια αγορά για τη μονάδα της Χαλκίδος, η πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας έχει ξεπεράσει το 80% την περίοδο 2007-2012. Οπως αναφέρει στην «Κ», ο κ. Πιερ Ντελεπλάνκ, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου, «η σημερινή ετήσια κατανάλωση τσιμέντου στην Ελλάδα είναι περίπου 2,5 εκατ. τόνοι, όταν την ίδια η εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα της χώρας αγγίζει τους 18 εκατ. τόνους. Για να αντιληφθείτε το μέγεθος του χάσματος προσφοράς και ζήτησης, αρκεί να σας αναφέρω ότι η ζήτηση τσιμέντου, όπως διαμορφώνεται σήμερα στην Ελλάδα, θα μπορούσε να καλυφθεί από ένα μόνο φούρνο του εργοστασίου μας στον Βόλο».

Κατά τον ίδιο, η απόφαση για το κλείσιμο του εργοστασίου της Χαλκίδας, δυναμικότητας 3 εκατ. τόνων, αποδίδεται στη στρατηγική της διοίκησης για αναδιάρθρωση της παραγωγής, εστιάζοντας πλέον στις άλλες δύο, σαφώς ανταγωνιστικότερες μονάδες του ομίλου στην Ελλάδα, δηλαδή στο Μηλάκι Ευβοίας και τον Βόλο. «Τα συγκεκριμένα εργοστάσια έχουν πολύ σημαντικές εξαγωγικές δυνατότητες, μπορούν να παράξουν πολλούς τύπους προϊόντων, υψηλής προστιθέμενης αξίας και διαθέτουν πολύ μεγάλες προοπτικές, σε αντίθεση με τη μονάδα της Χαλκίδας» τονίζει ο κ. Ντελεπλάνκ. Εκεί, παρά τις σημαντικές επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, το εργοστάσιο δεν κατόρθωσε να εκσυγχρονιστεί όσο απαιτούνταν, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό και με την πτώση της αγοράς, να μην είναι πλέον βιώσιμη η λειτουργία του. Υπενθυμίζεται ότι τα τελευταία 12 χρόνια, που ο έλεγχος της ΑΓΕΤ Ηρακλής έχει περάσει στα χέρια της γαλλικής Lafarge, έχουν υλοποιηθεί επενδύσεις 180 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος των οποίων αφορούσε τη μονάδα της Χαλκίδας.

Το επόμενο στάδιο αφορά την αποχώρηση των 236 εργαζομένων με όσο το δυνατόν ηπιότερες επιπτώσεις για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Πρόθεση της διοίκησης είναι να καταλήξει σε μια συμφωνία που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές, καθώς πιθανολογείται ότι θα καταβληθεί προσπάθεια για την ευνοϊκότερη δυνατή μεταχείρισή τους, χωρίς όμως να υπάρχει πρόβλεψη για απορρόφηση μέρους αυτών από τις άλλες δύο μονάδες του ομίλου. Οσον αφορά το μέλλον των εγκαταστάσεων, ο επικεφαλής του ομίλου αναφέρει ότι θα δαπανηθούν περί τα 10 εκατ. ευρώ σε βάθος χρόνου για την αποκατάσταση της εγκατάστασης και την αποσυναρμολόγησή της.

Πλέον, η έμφαση του ομίλου θα δοθεί στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των άλλων δύο εργοστασίων, σε Βόλο και Μηλάκι. «Εχουμε μια τεράστια προοπτική στις εξαγωγές, με τη διάθεση στο εξωτερικό καινοτόμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, που αναπτύσσονται από εμάς στην Ελλάδα. Τα εργοστάσια αυτά μπορούν να κάνουν πράγματα που άλλα εργοστάσια στο εξωτερικό δεν μπορούν», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Ντελεπλάνκ. Στο πλαίσιο αυτό, για το 2013 η διοίκηση έχει εκπονήσει επενδυτικό πρόγραμμα 10 εκατ. ευρώ για τη βελτίωση των παραγωγικών λειτουργιών, την ανάπτυξη και την καινοτομία.

Αυτό που ξεκαθαρίζει ο κ. Ντελεπλάνκ είναι ότι από τα 6 εκατ. τόνους που είναι πλέον η ετήσια παραγωγική δυναμικότητα της ΑΓΕΤ Ηρακλής, τα 2/3 θα κατευθύνονται στις αγορές του εξωτερικού και το υπόλοιπο στην εσωτερική αγορά. «Οταν η εσωτερική αγορά ανακάμψει –και αυτό θα συμβεί κάποια στιγμή– η αναλογία αυτή θα αλλάξει» καταλήγει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή