Πώς τοποθετούνται αυτό τον καιρό οι διαχειριστές των μεγάλων ξένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων

Πώς τοποθετούνται αυτό τον καιρό οι διαχειριστές των μεγάλων ξένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Διστάζουν οι μεγάλοι διεθνείς διαχειριστές κεφαλαίων να τοποθετηθούν στις ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές. Στη συντριπτική πλειονότητά τους θεωρούν ότι oι πολιτικές λιτότητας ενισχύουν το ενδεχόμενο να επικρατήσει στη Γηραιά Ηπειρο παρατεταμένη στασιμότητα και αποπληθωρισμός. Μεγάλο μέρος δε των συμμετεχόντων στις αγορές εκτιμά ότι η Ευρωζώνη είναι πιθανό να εισέλθει σε μεγαλύτερη ύφεση.

Ακόμα μεγαλύτερη είναι η ανησυχία για τα πλάνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως προς το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, με αποτέλεσμα οι μετοχές των τραπεζών να εμφανίζονται μεν υποτιμημένες πλην όμως για καλό λόγο: η στάθμισή τους στα χαρτοφυλάκια των μεγάλων θεσμικών επενδυτών είναι πολύ χαμηλότερη της συνήθους και μικρότερη της τυπικής βαρύτητας στους δείκτες αναφοράς. Γεγονός ιδιαίτερα ανησυχητικό αν αναλογιστεί κανείς ότι το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών τραπεζών, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, απευθύνεται ή θα απευθυνθεί στις κεφαλαιαγορές για να ενισχύσει την κεφαλαιακή του επάρκεια μέσω αυξήσεων κεφαλαίου ή ομολογιακών εκδόσεων, αλλά και αναζητώντας στρατηγικούς επενδυτές ή ακόμα και αγοραστές.

Σε πρόσφατη έκθεσή της, πάντως, η HSBC ξεκαθαρίζει με σαφήνεια ότι σε 47 ευρωπαϊκές τράπεζες που εξέτασε -διενεργώντας δικό της stress test- τα υπάρχοντα εποπτικά κεφάλαια εμφανίζονται ικανά να απορροφήσουν δυνητικές ζημίες, μέχρι να θιγούν οι μη ασφαλισμένες καταθέσεις, όπως έγινε στην Κύπρο. Από την άλλη πλευρά όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν πρόβλημα οι υπόλοιπες τράπεζες.

Εκτιμάται έτσι ότι σε συνδυασμό με τις νέες υψηλότερες απαιτήσεις που θα θέσει η κοινή ευρωπαϊκή εποπτεία αλλά και η Βασιλεία ΙΙΙ θα χρειαστούν πολύ μεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου, ύψους αρκετών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Για την ακρίβεια, εκτιμά πως τα επόμενα λίγα έτη θα πρέπει να αναζητηθούν από τις τράπεζες παγκοσμίως πρόσθετα κεφάλαια ύψους 3,3 τρισ. ευρώ από τις αγορές για να καλυφθούν οι επερχόμενοι κανονισμοί και να μη χρειαστεί η προσφυγή σε λύσεις bail-in που θίγουν ανασφάλιστες καταθέσεις.

Κρίσιμη έρευνα

Η Ευρώπη θεωρείται αυτή την περίοδο παγκοσμίως ο νούμερο ένα κίνδυνος για τις διεθνείς αγορές και βασικός αποσταθεροποιητικός παράγοντας. Αυτό προκύπτει από μεγάλη έρευνα μεταξύ 125 μεγάλων Ευρωπαίων θεσμικών και διαχειριστών κεφαλαίων της BofA Merrill Lynch με συνολικά κεφάλαια υπό διαχείριση ύψους 250 δισ. δολ. που διενεργήθηκε στα μέσα Απριλίου. Σύμφωνα με την ανάλυση των συντακτών της έρευνας, η εικόνα αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε επιθετικές μειώσεις θέσεων στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο, κάτι που δεν έχει ακόμα διαφανεί.

Την ίδια ώρα, οι μεγάλοι fund managers λαμβάνουν πιο αμυντικές θέσεις στα χρηματιστήρια. Αγοράζουν φαρμακευτικές και πωλούν κατασκευαστικές και επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις πρώτες ύλες, καθώς άλλωστε υποχωρούν και οι τιμές των commodities διεθνώς. Στην κορυφή των προτιμήσεων των θεσμικών εμφανίζονται αυτή την περίοδο ευρωπαϊκές επιχειρήσεις από τον κλάδο της τεχνολογίας, ασφαλιστικές και βιομηχανίες, ενώ οι κοινωφελείς επιχειρήσεις και οι κατασκευαστικές βρίσκονται χαμηλότερα από όλους τους άλλους κλάδους μεταξύ των επιλογών.

Η συνολική συμπεριφορά των επενδυτών κρίνεται ως πολύ πιο απαισιόδοξη από ό,τι μόλις πριν από τρεις μήνες και πολλοί εκτιμούν ότι η αντίληψη αυτή των αγορών ενδέχεται να αναστραφεί μόνο με χαλάρωση των μέτρων λιτότητας και γενικότερα της αυστηρής δημοσιονομικής γραμμής που έχει επικρατήσει κατ’ επιταγήν του Βερολίνου αλλά και της Ολλανδίας.

Τις ανησυχίες για ύφεση επιτείνουν οι τελευταίες εξελίξεις. Τα στοιχεία του δείκτη PMI, που παρακολουθεί τις παραγγελίες των προμηθευτών των βιομηχανιών -από τους σημαντικότερους πρόδρομους δείκτες της οικονομίας- έδειξαν ότι ο ιδιωτικός τομέας της Γερμανίας συρρικνώθηκε τον Απρίλιο, για πρώτη φορά έπειτα από πέντε μήνες, πυροδοτώντας ανησυχίες για τις επιπτώσεις της ευρωπαϊκής κρίσης στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.

Παρά την άνοδο στις τιμές των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων τις τελευταίες λίγες συνεδριάσεις και κατ’ επέκταση της πτώσης των αποδόσεών τους, το κόστος δανεισμού του δημοσίου τομέα, δηλαδή το κλίμα για το δημόσιο χρέος, είναι αρνητικό. Η άνοδος αυτή, άλλωστε, ήλθε μετά τις πιέσεις που προηγήθηκαν και υπό την προσδοκία της μείωσης των ευρωπαϊκών επιτοκίων.

Σε κάθε περίπτωση, οι Ευρωπαίοι θεσμικοί δηλώνουν έτοιμοι να πουλήσουν κρατικά ομόλογα προκειμένου να χρηματοδοτήσουν αύξηση θέσεων στα χρηματιστήρια, εφόσον όμως κρίνουν ότι η οικονομία θα ανακάμψει, και μόνο μετά τη μείωση της έκθεσής τους στο δημόσιο χρέος σκοπεύουν να περιορίσουν τα ρευστά διαθέσιμα που διακρατούν στα χαρτοφυλάκιά τους.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT