Πρόστιμο ύψους 7.500 ευρώ για παράβαση του νόμου περί ομαδικών απολύσεων, επέβαλε η Επιθεώρηση Εργασίας της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας στην τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ – Ηρακλής, κάνοντας δεκτή την καταγγελία που είχε υποβάλει το σωματείο των πρώην εργαζομένων της επιχείρησης στο εργοστάσιο της Χαλκίδας. Η καταγγελία βασιζόταν στο ότι με το «λουκέτο» που έβαλε η ΑΓΕΤ στο εργοστάσιο και την ταυτόχρονη απόλυση των 36 εργαζομένων παραβίασε το άρθρο 4 του Π.Δ. 240/2006, που προνοεί ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζομένους. Σε κάθε περίπτωση, το ύψος του προστίμου είναι τέτοιο που δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Αλλωστε, όπως έχει τονίσει κατ επανάληψη η διοίκηση της ΑΓΕΤ, η διακοπή της λειτουργίας της μονάδας της Χαλκίδας ήταν επιβεβλημένη για οικονομικούς λόγους. Στους βασικούς λόγους της σχετικής απόφασης, η γαλλική Lafarge, μητρική της ΑΓΕΤ, είχε αναφέρει την κατακόρυφη πτώση της εγχώριας οικοδομικής δραστηριότητας, αλλά και την αδυναμία του ομίλου να διαθέσει την πλεονάζουσα παραγωγή στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με σχετικές δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της ΑΓΕΤ Ηρακλής, Πιερ Ντελεπλάνκ, η σημερινή ετήσια κατανάλωση τσιμέντου στην Ελλάδα είναι περίπου 2,5 εκατ. τόνοι, όταν την ίδια στιγμή, η εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα της χώρας αγγίζει τους 18 εκατ. τόνους. Κατά τον ίδιο, η απόφαση για το κλείσιμο του εργοστασίου της Χαλκίδας, δυναμικότητας 3 εκατ. τόνων, αποδίδεται στη στρατηγική της διοίκησης για αναδιάρθρωση της παραγωγής, εστιάζοντας πλέον στις άλλες δύο, σαφώς ανταγωνιστικότερες μονάδες του ομίλου στην Ελλάδα, δηλαδή στο Μηλάκι Εύβοιας και τον Βόλο. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η μονάδα της Χαλκίδας, η οποία τροφοδοτούσε κατά κύριο λόγο την αγορά της Αττικής, όπου η πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια έχει ξεπεράσει το 80%, υπολειτουργούσε από τα μέσα του 2011. Σταδιακά εφαρμόστηκε ένα πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου, με αποτέλεσμα να απομείνουν 236 εργαζόμενοι, έναντι 1.000 που εργάζονταν στο εργοστάσιο τα προηγούμενα χρόνια. Οσον αφορά το κόστος από το λουκέτο στη Χαλκίδα, η ανακοίνωση της διοίκησης κάνει λόγο για εφάπαξ αρνητική επίδραση της τάξεως των 57 εκατ. ευρώ κατά το 2013.