Oρατό έχει αρχίσει να είναι το «στίγμα» της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη των startup, καθώς, μολονότι ο κλάδος διανύει παγκοσμίως δύσκολους καιρούς, λόγω της επενδυτικής δυσθυμίας και της κρίσης, που αυτή έχει φέρει στο εσωτερικό των εταιρειών τεχνολογίας, η χώρα δείχνει σημάδια προόδου, εδραιώνοντας τη θέση της στη λίστα με τα 50 κορυφαία startup οικοσυστήματα παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση Global Startup Ecosystem Index 2023 του StartupBlink, η οποία, από το 2017, χαρτογραφεί και αξιολογεί τα startup οικοσυστήματα 1.000 πόλεως σε 100 χώρες παγκοσμίως, η Ελλάδα αναρριχήθηκε δύο θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη τη φετινή χρονιά. Έτσι, από την 48η θέση πέρυσι, κατέλαβε φέτος την 46η θέση σε σύνολο 100 χωρών, την 18η θέση στην Δυτική Ευρώπη και την 4η θέση στην περιοχή των Βαλκανίων. Στην παγκόσμια κατάταξη, πριν τη χώρα μας, βρίσκεται η Τουρκία, ενώ, μετά την Ελλάδα, ακολουθούν η Αργεντινή, η Σλοβενία, η Ουκρανία και η Ουγγαρία.
«Αγκάθια» ωστόσο παραμένουν οι υψηλές εργοδοτικές εισφορές αλλά και η γραφειοκρατία, δύο ζητήματα που προβληματίζουν τους νέους επιχειρηματίες και πλήττουν εν γένει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
«To αναδυόμενο οικοσύστημα startup στην Ελλάδα είναι ακόμη στα πρώτα του βήματα και έχει ακόμη δρόμο μπροστά του, δεδομένης και της υψηλής γραφειοκρατίας αλλά και του διασκορπισμένου δικτύου εκπροσώπων του κλάδου», αναφέρει η σχετική έκθεση. Βέβαια, όπως σημειώνει, παρά την οικονομική κρίση αλλά και το πλήγμα που δέχθηκε από την επέλαση της πανδημίας, η χώρα παρέμεινε ανθεκτική, αφού το 2022 εταιρείες, όπως η Viva Wallet αναδείχθηκαν unicorns με την κεφαλαιοποίησή τους να υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ. Στα «ατού» της χώρα μας είναι ο -πολλά υποσχόμενος- κλάδος της τεχνολογίας και της πληροφορικής, καθώς και το υψηλής εξειδίκευσης εργατικό δυναμικό, το οποίο παράλληλα έχει βαθιά γνώση της αγγλικής γλώσσας.
Εκτός από τα παραπάνω, η γεωγραφική θέση της Ελλάδας και η εγγύτητά της τόσο με ευρωπαϊκές αγορές όσο και με τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάδειξή της σε περιφερειακό τεχνολογικό hub, αναφέρει η έκθεση. Ωστόσο, η παραμονή στη χώρα μας όσων απασχολούνται στον κλάδο της τεχνολογίας αλλά και η ενίσχυση της επιχειρηματικής νοοτροπίας, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, συνιστούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Σημαντικές πρωτοβουλίες για την κάλυψη του επενδυτικού κενού, υπήρξε το Equifund, μέσω του οποίου δημιουργήθηκαν ελληνικά venture capitals για τη χρηματοδότηση ελληνικών startups, καθώς και το μητρώο επιχειρήσεων Elevate Greece.
Σε ό,τι αφορά την κατάταξη των πόλεων, η Αθήνα σημείωσε άνοδο 16 θέσεων, καταλαμβάνοντας την 116η θέση μεταξύ 1.000 πόλεων, ενώ σημαντικά έχει ενισχυθεί και η Θεσσαλονίκη. Το hub που αναπτύσσεται τελευταία στη συμπρωτεύουσα, οδήγησε σε άνοδό της κατά 42 θέσεις σε σύγκριση με πέρυσι, καταλαμβάνοντας την 465η θέση μεταξύ 1.000 πόλεων και την 13η στα Βαλκάνια.
Τα «σκήπτρα» στην κατάταξη των χωρών με τα κορυφαία οικοσυστήματα, διατηρούν, για άλλη μία χρονιά οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και το Ισραήλ, ενώ περίπου 252 αμερικανικές πόλεις κυριαρχούν μεταξύ 1.000 πόλεων. Το Σαν Φρανσίσκο βρίσκεται στην πρώτη θέση, ακολουθεί η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Λος Άντζελες, η Βοστώνη, το Πεκίνο και η Σαγκάη. Στο μεταξύ, παρά την πρόοδο, παγκοσμίως ο κλάδος των startup πλήττεται λόγω της αλλαγής του οικονομικού κλίματος αλλά και των τραπεζικών σοκ που σημειώθηκαν τους τελευταίους μήνες, με βασικότερη την κατάρρευση της τράπεζας των startup, της Silicon Valley Bank.
Σύμφωνα με την έρευνα, μόνο τους πρώτους 4,5 μήνες του 2023, 200.000 άτομα του κλάδου της τεχνολογίας είδαν την πόρτα της εξόδου, απόρροια και της αλλαγής στρατηγικής αρκετών εταιρειών τεχνολογίας. Ώριμες, συνήθως, εταιρείες τεχνολογίας δεν έχουν καταφέρει να αντλήσουν χρηματοδότηση το τελευταίο διάστημα, με αποτέλεσμα να αλλάξουν στρατηγική, μεταβαίνοντας -από τη δίχως όρια ανάπτυξη-, στην επίτευξη κερδοφορίας. Αυτό έφερε και μείωση κόστους. Ανάμεσα σε αυτές βρίσκονται και ελληνικών συμφερόντων startups, όπως η εταιρεία εκμετάλλευσης ακινήτων Blueground, που -κατά πληροφορίες- έχει προχωρήσει στη μείωση κατά περίπου 17% του αριθμού των εργαζομένων της.