Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που κινδυνεύει περισσότερο από το φαινόμενο του «carbon leakage» (διαρροή άνθρακα), δηλαδή τον κίνδυνο να μετεγκατασταθούν επιχειρήσεις της σε τρίτες χώρες όπου ισχύουν λιγότερο αυστηροί ή καθόλου περιορισμοί ως προς τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Αυτό δήλωσε σε χθεσινή ημερίδα του ΣΕΒ με θέμα «Ανταγωνιστικότητα και Πολιτικές για την Κλιματική Αλλαγή», ο Ευθύμιος Βιδάλης πρόεδρος του Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, επισημαίνοντας τον κίνδυνο να υποβαθμιστεί περαιτέρω η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας και να χαθεί η ελληνική παραγωγή όσο και οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας. Οι εκτιμήσεις του κ. Βιδάλη στηρίζονται σε μελέτη που πραγματοποίησε το ΙΟΒΕ για λογαριασμό του ΣΕΒ, την οποία και παρουσίασε χθες ο υπεύθυνος του τμήματος μικροοικονομικής ανάλυσης και πολιτικής του Ιδρύματος κ. Σβέτολαφ Ντάντσεφ.
Σύμφωνα με αυτή, οι επιπτώσεις από το άμεσο και έμμεσο κόστος εκπομπών στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας πλησιάζουν τα 380 εκατ. ευρώ, ή περίπου 0,2% του ΑΕΠ. Σε όρους απασχόλησης, η αρνητική επίδραση εκτιμάται ότι κατά μέσο όρο φτάνει περίπου τις 5.500 θέσεις εργασίας. Υπό το ακραίο σενάριο πλήρους κατάργησης της λίστας διαρροής άνθρακα το 2015, το ελληνικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα χάσει επιπλέον περίπου 90-550 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο ανά έτος μεταξύ του 2015 και του 2020, ανάλογα με την τιμή των δικαιωμάτων. Σε όρους απασχόλησης, η κατάργηση της λίστας διαρροής άνθρακα μεταφράζεται σε πρόσθετες απώλειες 1.200-7.600 θέσεων εργασίας ανάλογα με τις τιμές των δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της περιόδου 2015-2020.
Αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας, η οποία βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Ε.Ε., η ένταση εμπορίου με τρίτες χώρες είναι σημαντικά υψηλότερη σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., σε πολλούς από τους τομείς που αντιμετωπίζουν αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω του ΣΕΔΕ-Ε.Ε. Επιπλέον, με την εγχώρια ζήτηση να έχει συρρικνωθεί λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα, η ένταση εμπορίου έχει σημειώσει σημαντική άνοδο τα τελευταία χρόνια. Ετσι, ακόμα και αν σε επίπεδο Ε.Ε. υπολογιστεί ότι ένας τομέας δεν είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο διαρροής άνθρακα, αυτό μπορεί να μην ισχύει για ένα σημαντικό αριθμό ελληνικών βιομηχανιών. Εν τω μεταξύ, οι επιπτώσεις από το κόστος των έμμεσων εκπομπών μπορεί να μετριαστούν σημαντικά, στηρίζοντας τους εκτεθειμένους κλάδους μέσω της δημιουργίας μηχανισμού αντιστάθμισης του κόστους έμμεσων εκπομπών, χωρίς να παραβιάζονται οι κανόνες της Ε.Ε. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο αντιστάθμισης του κόστους έμμεσων εκπομπών για εγχώριους κλάδους που πληρούν τα κριτήρια αλλά δεν βρίσκονται στον κατάλογο της Επιτροπής.
Η πολιτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καταλήγει η μελέτη του ΙΟΒΕ, δεν πρέπει να δημιουργεί στρεβλώσεις και πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τις πολιτικές της Ε.Ε. για την ενέργεια και την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας σε σχέση με άλλες περιοχές που υιοθετούν χαλαρότερες πολιτικές για τον περιορισμό των εκπομπών.