ΕΕΤ: Αναβαθμισμένες συνθήκες ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος

ΕΕΤ: Αναβαθμισμένες συνθήκες ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος

5' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με την έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης τον Νοέμβριο του 2014, oι συνθήκες ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, σε ένα καθεστώς ασφαλέστερης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αναμένεται να αναβαθμιστούν, και μάλιστα σημαντικά, αναφέρει ο Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χρήστος Γκόρτσος, σε άρθρο του σε νέο συλλογικό τόμο της ΕΕΤ (τον τρίτο από το 2004) με τίτλο «Ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη: προτάσεις πολιτικής», την οποία συν-επιμελήθηκε με τον Πρόεδρο του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΕΕΤ Μιχάλη Μασουράκη.

Για τη χώρα μας, αναφέρει ο κ. Γκόρτσος, αναγκαία προϋπόθεση αποτελούν, βέβαια επιπλέον, η διατηρησιμότητα της τρέχουσας ουσιαστικής σταθεροποίησης των δημοσιονομικών δεικτών, και η διασφάλιση ενός σταθερού πολιτικού κλίματος (σε όρους προώθησης της οικονομίας της αγοράς), οι οποίες θα επιτρέψουν τη σταδιακά σταθερή επιστροφή καταθέσεων στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα και τη δυνατότητα προσφυγής των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στις διεθνείς διατραπεζικές αγορές και στις διεθνείς κεφαλαιαγορές για την άντληση περαιτέρω δανειακών κεφαλαίων (όπως αυτό συνέβη πρόσφατα στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς και αναμένεται άμεσα να επιταθεί και από τα υπόλοιπα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα).

Μόνον με αυτόν τον τρόπο θα γεμίσει η δεξαμενή των δανειακών κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε αυτά να επιστρέψουν πλήρως, με ασφάλεια για τους καταθέτες τους, στη συνήθη δανειοδοτική τους δραστηριότητα, εφόσον εν τω μεταξύ έχει επιτευχθεί σταδιακά και η ανάκαμψη του πραγματικού τομέα της οικονομίας, την υλοποίηση της οποίας τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα συνδράμουν ήδη, σημαντικά δε (ακόμα και στο τρέχον υφεσιακό καθεστώς), με την ιδιαίτερα σημαντική εγγυητική συνδρομή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων.

Τα υπόλοιπα βασικά συμπεράσματα του άρθρου του Καθηγητή Γκόρτσου συνοψίζονται στα ακόλουθα:

– (α) Με τη θέση σε εφαρμογή του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, τον Νοέμβριο του 2014, με επίκεντρο την ΕΚΤ, αρχίζει μια νέα εποχή για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Η ανάθεση στην ΕΚΤ εποπτικών καθηκόντων για τα πιστωτικά ιδρύματα την καθιστά πλέον κυρίαρχη όχι μόνον στο νομισματικό αλλά και στο τραπεζικό πεδίο. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ότι για ορισμένα κράτη μέλη της ευρωζώνης (όπως η Γερμανία και η Αυστρία, αλλά σε ορισμένο βαθμό και η Γαλλία) είναι πρωτόγνωρο η νομισματική τους αρχή να είναι και η εποπτική των πιστωτικών ιδρυμάτων τους.

– (β) Οι εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων στον τραπεζικό τομέα θα τελούν υπό την τελική έγκριση της ΕΚΤ και όχι των εθνικών αρμοδίων αρχών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μορφολογία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος των επόμενων δεκαετιών, με βεβαιότητα δε της τρέχουσας, θα καθοριστεί πλέον σε υπερεθνικό επίπεδο, οδηγώντας σε μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και, κατά συνέπεια, σε μείωση του αριθμού των πιστωτικών ιδρυμάτων που θα ασκούν δραστηριότητα σε αυτό σε όλα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης.-

– (γ) Η αναγωγή της ΕΚΤ σε εποπτική αρχή των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην ευρωζώνη έχει θετικά στοιχεία. Η ΕΚΤ διαθέτει, χωρίς αμφιβολία, την απαραίτητη τεχνογνωσία για την άσκηση εποπτικών καθηκόντων στα πιστωτικά ιδρύματα της ευρωζώνης, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως:

• τόσο της, αναμφισβήτητα, επιτυχούς συμβολής της στη διαχείριση της πρόσφατης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης,

• όσο και της ουσιαστικής συμβολής της στην αντιμετώπιση της τρέχουσας δημοσιονομικής κρίσης στην ευρωζώνη.

– (δ) Ωστόσο, τα νέα καθήκοντα της ΕΚΤ δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν και χωρίς κάποιο σκεπτικισμό. Αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες:

– (i) H ανάθεση (εν γένει) σε μια νομισματική αρχή εποπτικών αρμοδιοτήτων σχετικά με φορείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ιδίως δε σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα, εγείρει ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων, θέτοντας, εν προκειμένω, σε κρίση κατά πόσον η ΕΚΤ, ως νομισματική αρχή, θα είναι σε θέση να υπηρετεί με συνέπεια και αποτελεσματικά τον πρωταρχικό της στόχο, σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του επιπέδου των τιμών στην ευρωζώνη.

– (ii) Δεν πρέπει, επίσης, να αποκλειστεί το (απευκταίο) ενδεχόμενο της συνδρομής προϋποθέσεων υπό τις οποίες, κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της θητείας της ΕΚΤ ως εποπτικής αρχής, ένα ή περισσότερα συστημικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα που θα τελούν υπό την εποπτεία της να εκτεθούν σε αφερεγγυότητα, γεγονός που θα μπορούσε να αποδοθεί και σε δική της πλημμελή άσκηση καθηκόντων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αξιοπιστία της ΕΚΤ, ως νομισματικής αρχής, θα ετίθετο σε έντονη αμφισβήτηση (όχι τόσο από ουσιαστική, αλλά από πολιτική άποψη), με όλες τις συνεπαγόμενες αρνητικές επιπτώσεις για τη βιωσιμότητα της ευρωζώνης. Για το λόγο αυτό, ο σχεδιασμός του θεσμικού και λειτουργικού πλαισίου για την άσκηση από την ΕΚΤ των εποπτικών της καθηκόντων στα πιστωτικά ιδρύματα της ευρωζώνης περιλαμβάνει ουσιαστικά «σινικά τείχη».

– (ε) Παράλληλα, η υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου ενωσιακού κανονιστικού πλαισίου για τη διευθέτηση ('resolution') πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και η θεσμοθέτηση ενός ευρωπαϊκού φορέα διευθέτησης μη βιώσιμων πιστωτικών ιδρυμάτων και ενός ευρωπαϊκού ταμείου για την κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών που προκύπτουν σχετικά, αναδεικνύουν την απόφαση των ενωσιακών οργάνων να διασφαλιστεί ότι στο μέλλον τα κράτη μέλη θα έχουν εξαιρετικά περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας για τη διάσωση μη βιώσιμων πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως των συστημικά σημαντικών, με προσφυγή σε κρατικούς πόρους, όπως συνέβη, κατ' ανάγκη, στη διάρκεια της περιόδου που διανύθηκε από την έναρξη της πρόσφατης (2007-2009) διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης μέχρι σήμερα, μεσούσης δε της τρέχουσας δημοσιονομικής κρίσης στην ευρωζώνη.

– (στ) Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι οι τρέχουσες εξελίξεις θα έχουν σημαντική επίπτωση και στη λειτουργία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Από το Νοέμβριο του τρέχοντος έτους, η άμεση μικρο-προληπτική εποπτεία των τεσσάρων συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας μας (Τράπεζα Πειραιώς, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Alpha Bank και Eurobank Ergasias) θα ασκείται από την ΕΚΤ (με τη συνδρομή της Τράπεζας της Ελλάδος), ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος θα διατηρήσει την αρμοδιότητα για την άμεση εποπτεία (υπό τις Οδηγίες της ΕΚΤ) των υπολοίπων πιστωτικών ιδρυμάτων (περιλαμβανομένων των συνεταιριστικών).

Τα ειδικά καθήκοντα που θα ανατεθούν στην ΕΚΤ αναφορικά με την άμεση εποπτεία των τεσσάρων συστημικών ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων (οι οποίες αποτελούν το 90% του ενεργητικού των ισολογισμών του συνόλου των πιστωτικών ιδρυμάτων που ασκούν δραστηριότητα στη χώρα μας) είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Θα θέσουν σε νέα βάση τους όρους υπό τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα θα αντλούν δανειακά κεφάλαια, θα χορηγούν δάνεια και θα προβαίνουν σε επενδύσεις στην κεφαλαιαγορά, στις αγορές ακινήτων και σε άλλες μη χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, πόσο μάλλον αφού έχουν καθιερωθεί και αυστηρότεροι κανόνες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναφορικά με τη μικρο- και μακρο-προληπτική ρυθμιστική παρέμβαση στη λειτουργία τους. Βρισκόμαστε εν όψει ενός νέου περιβάλλοντος.

(ΑΠΕ-ΜΠΕ)

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή