Αύξηση για πρώτη φορά μετά το 2009 παρουσίασαν το 2013 οι κερδοφόρες βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Ελλάδα.
Το 2013 το ποσοστό των κερδοφόρων μεταποιητικών επιχειρήσεων ανήλθε σε 62,4%, σύμφωνα με τη μελέτη ισολογισμών σε δείγμα 226 επιχειρήσεων που διενήργησε για ένατη συνεχή χρονιά ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), έναντι 52,7% το 2012.
Το σημαντικά μεγάλο ύψος των ζημιών του υπόλοιπου 37,6% των επιχειρήσεων, καθώς και το γεγονός ότι προκειμένου να είναι ανταγωνιστικές οι ελληνικές βιομηχανίες έχουν μειώσει σημαντικά το περιθώριο κέρδους, έχουν ως συνέπεια ουσιαστικά να εξανεμίζεται η συνολική κερδοφορία της βιομηχανίας της Βόρειας Ελλάδας.
Ειδικότερα, το περιθώριο καθαρού κέρδους για το 2013 είναι 1,04%, επανερχόμενο σε θετικό πρόσημο σε σχέση με το αρνητικό πρόσημο του 2012 (-1,52%), αλλά σε ουσιαστικά χαμηλότερα επίπεδα από τα έτη 2009 (3,76%), 2010 (1,99%) και 2011 (1,06%).
Ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων του δείγματος μειώθηκε το 2013 σε σχέση με το 2012 κατά περίπου 2,9%, καταγράφοντας πτώση κατά 100 εκατ. ευρώ. Θετική εξέλιξη αποτελεί η μείωση κατά 22% των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων και παράλληλα η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων κατά 54,8%.
Πιο ανθεκτικές στην κρίση έχουν αποδειχθεί, όπως αναμενόταν, οι μεγάλες επιχειρήσεις, με κύκλο εργασιών από 100-200 εκατ. ευρώ. Στον αντίποδα βρίσκονται οι βιομηχανίες με κύκλο εργασιών έως 3 εκατ. ευρώ, οι οποίες παρουσιάζουν διαχρονικά ζημίες και το 2013 είναι το έτος κατά το οποίο κατέγραψαν το μεγαλύτερο ποσοστό ζημιών προς τον κύκλο εργασιών (-12,52%).
Ιδιαιτέρως ανησυχητική είναι η διαπίστωση του ΣΒΒΕ για τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών. Ο πλέον ανθεκτικός στην κρίση κλάδος της εγχώριας μεταποίησης παρουσιάζει το 2013 ζημιογόνες επιχειρήσεις σε ποσοστό 31,5%, από 19,2% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό το 2012.
Ολοι οι υπόλοιποι κλάδοι της μεταποίησης εμφανίζουν ποσοστό ζημιογόνων επιχειρήσεων άνω του 50%, με «πρωταθλήτριες» τις βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στην ξυλεία και στην κατασκευή επίπλων (64,3% ζημιογόνες), τις κλωστοϋφαντουργίες (59,3%), αλλά και τις βιομηχανίες δομικών υλικών (58,8%).