Οι τρεις προϋποθέσεις που θα κρίνουν τον τελικό λογαριασμό για τις τράπεζες

Οι τρεις προϋποθέσεις που θα κρίνουν τον τελικό λογαριασμό για τις τράπεζες

5' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις αρχές Σεπτεμβρίου θα ολοκληρωθεί η διαγνωστική μελέτη για την κατάσταση των εγχώριων τραπεζών που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).

Αμέσως μετά θα «τρέξει» το stess test, βάσει του οποίου θα προσδιοριστούν οι τελικές κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Στόχος των Αρχών είναι η ανακεφαλαιοποίηση να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του έτους.

Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η εξέλιξη των «κόκκινων» δανείων, ο χειρισμός του αναβαλλόμενου φόρου και οι μακροοικονομικές υποθέσεις που θα υιοθετήσει η ΕΚΤ είναι που θα καθορίσουν τον τελικό λογαριασμό για τις τράπεζες. Είναι η τρίτη φορά κατά την τελευταία τριετία, 2013-2015, που οι τράπεζες υποχρεώνονται σε αυξήσεις κεφαλαίου. Υπενθυμίζεται πως εκτός από την ανακεφαλαιοποίηση ύψους 28 δισ. ευρώ που πραγματοποιήθηκε το 2013 για τις συστημικές τράπεζες, το καλοκαίρι του 2014 πραγματοποιήθηκαν νέες αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 8,5 δισ. ευρώ, στις οποίες μετείχαν κυρίως ξένοι επενδυτές με τις οποίες ενισχύθηκε η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις συστημικές τράπεζες. Μετά τη νέα επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, από τις αρχές του έτους, τα κεφάλαια συνολικού ύψους 35 δισ. ευρώ που μπήκαν στις τράπεζες την περίοδο 2013-2014 κρίνονται ανεπαρκή και όπως αποφασίστηκε από τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να ενισχυθούν με επιπλέον κεφάλαια, το ύψος των οποίων θα κυμανθεί μεταξύ 10 και 25 δισ. ευρώ.

Σε ανάλυσή της η Fitch επισημαίνει ότι το συνολικό ποσό των 25 δισ. ευρώ είναι επαρκές, ενώ εκτίμησε τις κεφαλαιακές ανάγκες για τις συστημικές τράπεζες στα 11,2 δισ. ευρώ με την παραδοχή ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα ανέλθουν στο 52%, ενώ με το δεύτερο και πιο αυστηρό σενάριο, ότι τα «κόκκινα» δάνεια θα φτάσουν το 60%, εκτίμησε τις κεφαλαιακές ανάγκες στα 15,9 δισ. ευρώ.

Η νέα ανακεφαλαιοποίηση θα οδηγήσει στην απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της αξίας των συμμετοχών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στις τράπεζες. Σημειώνεται ότι στο τέλος Ιουνίου 2014 η αξία των τραπεζικών μετοχών που είχε το ΤΧΣ στο χαρτοφυλάκιό του διαμορφώνονταν στα 20 δισ. ευρώ, ενώ στελέχη του Ταμείου εκτιμούσαν ότι με βάση την τότε εικόνα θα μπορούσαν να ανακτηθούν τα 34,4 δισ. ευρώ από το πακέτο των 50 δισ. ευρώ που δόθηκε για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Σήμερα, περίπου ένα χρόνο μετά, υπό το βάρος της ραγδαίας επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών εξαιτίας της πολύμηνης αβεβαιότητας και των επιπτώσεων από την επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών, οι τράπεζες χρειάζονται και νέα λεφτά! Σύμφωνα με αναλυτές, με τη νέα ανακεφαλαιοποίηση είναι μεγάλος ο κίνδυνος να εξανεμιστούν τα κεφάλαια των σημερινών μετόχων. Οπως εκτιμούν, μετά τις νέες αυξήσεις η πλειονότητα των μετοχών των τραπεζών θα περάσει είτε στους ιδιώτες που θα εισφέρουν τα νέα κεφάλαια είτε στον δημόσιο τομέα σε περίπτωση που δεν υπάρξει ιδιωτική συμμετοχή στις αυξήσεις. Αν συμβεί αυτό, πρακτικά, οι υφιστάμενες μετοχές των τραπεζών που κατέχει το ΤΧΣ θα απαξιωθούν και έτσι το Ταμείο θα χάσει περίπου 20 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι το καλοκαίρι του 2014 η τότε κυβέρνηση σε συνεργασία με το ΤΧΣ εξέτασαν τρόπους για την εναλλακτική αξιοποίηση των warrants και την ταχύτερη ιδιωτικοποίηση των συστημικών τραπεζών, κάτι που είχε προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ, που έκανε λόγο για ξεπούλημα των τραπεζών και απείλησε με διώξεις εάν η κυβέρνηση προχωρούσε στην πώληση τραπεζών.

Ετσι το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, η νέα ανακεφαλαιοποίηση είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο εγχείρημα, καθώς θα διαμορφωθεί μέσα από τους περιορισμούς που θέτουν ο νόμος που διέπει το ΤΧΣ, η νέα κοινοτική οδηγία για την εξυγίανση των τραπεζών, που ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία πριν από λίγες ημέρες, αλλά και ο κανονισμός του ESM. Οπως εκτιμούν, θα χρειαστεί περίπου ένας μήνας προκειμένου να αποφασιστούν οι τεχνικές παράμετροι και να σχηματοποιηθεί το πώς θα γίνει η νέα ανακεφαλαιοποίηση. Σύμφωνα με αναλυτές, θα αναζητηθούν όλες οι δυνατότητες συμμετοχής των μετόχων και του ιδιωτικού τομέα και, μόνο αν αυτό δεν γίνει δυνατό, οι τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιηθούν από τον δημόσιο τομέα.

Eγγυήσεις ύψους 10 δισ. από τον ESM

Σχέδιο για την άμεση τόνωση της ρευστότητας στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα επεξεργάζεται η ΕΚΤ αμέσως μόλις ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις κυβέρνησης – εταίρων και υπογραφεί το νέο μνημόνιο.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό των ευρωπαϊκών αρχών, το ESM θα προχωρήσει στη χορήγηση ειδικών εγγυήσεων προς τις εγχώριες τράπεζες, με τις οποίες η ΕΚΤ θα επαναφέρει τις ελληνικές τράπεζες στη βασική χρηματοδότηση του ευρωσυστήματος. Οι εγγυήσεις, ύψους 10 δισ. ευρώ, θα δοθούν μέσω ειδικού λογαριασμού, εάν ψηφιστεί το νέο μνημόνιο. Οι εγγυήσεις αυτές θα είναι δεσμευμένες αποκλειστικά για την ΕΚΤ και με τις οποίες θα μπορέσει να αντικαταστήσει τη χρηματοδότηση που έχει δοθεί από την έκτακτη διαδικασία του ELA με κανονική χρηματοδότηση. Σημειώνεται ότι ο ELA επιβαρύνεται με υψηλό κόστος, περίπου 1,55% έναντι 0,05% της κανονικής χρηματοδότησης. Αν συμβεί αυτό, τονίζουν στελέχη τραπεζών, θα ομαλοποιηθούν σημαντικά οι συνθήκες ρευστότητας στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα και θα τεθούν οι βάσεις για την ουσιαστική χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών. Με τον σχεδιασμό της ΕΚΤ οι εγχώριες τράπεζες θα αποκτήσουν περισσότερη και φθηνότερη ρευστότητα.

Σημειώνεται ότι την προηγούμενη εβδομάδα η ΕΚΤ δεν προχώρησε σε αύξηση του ορίου του ELA, καθώς η ΤτΕ δεν κατέθεσε σχετικό αίτημα. Ο λόγος είναι ότι μετά την επιβολή των capital controls οι εγχώριες τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα για τη διεκπεραίωση των μειωμένων πλέον αναγκών της οικονομίας. Η ΤτΕ έχει συσσωρεύσει μεγάλο απόθεμα από τον ELA. Παράλληλα, από την επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών και μετά καταγράφεται αύξηση στις εισροές καταθέσεων κυρίως από επιχειρήσεις.

Η επάρκεια ρευστότητας, πάντως, αφορά μια οικονομία που μετά τα capital controls λειτουργεί με χαμηλή δυναμικότητα. Οπως σημειώνουν στελέχη τραπεζών, όσο παραμένουν οι περιορισμοί, τόσο αυξάνεται το κόστος για τις επιχειρήσεις και την οικονομία. Τονίζουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει το γρηγορότερο τις διαπραγματεύσεις, ώστε να υπογραφεί η νέα συμφωνία και να αρθούν το γρηγορότερο οι κεφαλαιακοί περιορισμοί. Την προηγούμενη εβδομάδα έγινε γνωστό από την ΤτΕ ότι οι καταθέσεις νοικοκυριών – επιχειρήσεων υποχώρησαν κατά 7,7 δισ. ευρώ τον περασμένο Ιούνιο και διαμορφώθηκαν στα 122,23 δισ. ευρώ έναντι 129,9 δισ. ευρώ τον περασμένο Μάιο. Μετά τη νέα μείωση οι καταθέσεις έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του… 2003.

Ωστόσο, πρόκειται για την τελευταία «βύθιση» καταθέσεων, καθώς από τις 28 Ιουνίου έχουν επιβληθεί περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή