Με εξαγωγές η ελληνική κρίση έγινε ευκαιρία

Με εξαγωγές η ελληνική κρίση έγινε ευκαιρία

8' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχοντας υπερδιπλασιάσει τον κύκλο εργασιών της τα τελευταία χρόνια, τον αριθμό εργαζομένων, εξάγοντας το 90% των πωλήσεών της και υλοποιώντας μεγάλες επενδύσεις η Stone Group International – Marmor S.G. S.A., μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες επεξεργασίας και εμπορίας μαρμάρων της χώρας, δεν θυμίζει την Ελλάδα της κρίσης.

Το αντίθετο, αξιοποιώντας τεχνολογία αιχμής, την εξαιρετική πρώτη ύλη, την καθετοποίηση των εργασιών της και δίνοντας έμφαση στην ποιότητα του τελικού προϊόντος, έχει πετύχει αυτό για το οποίο συζητούμε πολύ τα τελευταία χρόνια: να ζει και να αναπτύσσεται παράγοντας και εξάγοντας τα προϊόντα της στο εξωτερικό. Την περίοδο 2009-2015, κατά την οποία η χώρα βρέθηκε στη δίνη της κρίσης, κινδυνεύοντας ακόμα και με εξοστρακισμό από την Ευρωζώνη, η Marmor πέτυχε την αύξηση των πωλήσεών της από 16 εκατ. ευρώ το 2009 σε 33 εκατ. το 2015. Από αυτές, τα 29 εκατ. ευρώ ήταν πωλήσεις προς 90 χώρες σε όλο τον κόσμο: κυρίως στις αγορές της Αμερικής (10 εκατ.), της Ασίας (12,7 εκατ. ευρώ), της Ευρώπης (5,8 εκατ. ευρώ) και δευτερευόντως σε Ωκεανία και Αφρική. Οι πωλήσεις της εταιρείας στην Ελλάδα κυμαίνονται σε περίπου 3,5 εκατ. ευρώ.

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1981 στη Θεσσαλονίκη και το 1990 πραγματοποίησε τις πρώτες εξαγωγές σε Ρωσία, Κύπρο και Βέλγιο. Η διαρκής επανεπένδυση των κεφαλαίων της, αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για την επέκταση και την ανάπτυξή της. Το 2000 μετέφερε την παραγωγική και εμπορική της δραστηριότητα σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις, επενδύοντας στη δημιουργία υπερσύγχρονων εγκαταστάσεων επεξεργασίας μαρμάρου. Το 2004 ανέλαβε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο Ιωάννης Αντωνιάδης, ο οποίος εμφύσησε νέα πνοή στον όμιλο, δίνοντας μεγάλο βάρος στην εξωστρέφεια και στην επέκταση των εργασιών στο εξωτερικό. Δεύτερη γενιά της οικογένειας Αντωνιάδη που ίδρυσε την εταιρεία, ο Ι. Αντωνιάδης είναι σήμερα βασικός μέτοχος της Marmor S.G. με 50,73% και είναι αυτός που κατάφερε να μεταμορφώσει την παραδοσιακή οικογενειακή επιχείρηση σε ένα διεθνή όμιλο. Με στόχο την ανάδειξη των μαρμάρων της Ελλάδας διεθνώς, η εταιρεία ανέπτυξε την πρωτοβουλία «12 Μυθικά Μάρμαρα», συνδέοντάς τα με την ελληνική μυθολογία. Κάθε πέτρα, κάθε μάρμαρο συνδέθηκε με τους τοπικούς μύθους της συγκεκριμένης περιοχής που εξορύσσονται, ιδέα που απέσπασε πολλά βραβεία στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Μέσω της πρωτοβουλίας αυτής, η εταιρεία προσέλκυσε πολλά βλέμματα από το εξωτερικό και συνήψε συνεργασίες με νέους πελάτες. Σήμερα συνεχίζει τα δημιουργικά concept που συνδυάζουν την τεχνογνωσία που διαθέτει η εταιρεία με την καινοτομία.

Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στη χώρα σήμερα, ο διευθύνων σύμβουλος της Marmor, Ηλίας Ρηγόπουλος, μιλώντας στην «Κ» τονίζει ότι «η επιχειρηματικότητα σε μια χώρα σε καθεστώς χρεοκοπίας και επιτήρησης δεν έχει αρωγούς τους παράγοντες που θα τη βοηθούσαν όχι μόνο να αναπτυχθεί αλλά και να αντιμετωπίσει την καθημερινότητά της. Το φορολογικό πλαίσιο, η γραφειοκρατία, η ασάφεια των νομοθετικών διατάξεων, οι χαμηλές βαθμολογίες της χώρας στις διεθνείς κατατάξεις για την επιχειρηματικότητα, οι καθυστερήσεις στην έγκριση αδειοδοτήσεων, η αρνητική κουλτούρα απέναντι στην επιχειρηματικότητα, εξακολουθούν να αποτελούν τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη των επιχειρήσεων». «Παρ’ όλα αυτά», συνεχίζει, «η εταιρεία μας, αποτελώντας χαρακτηριστικό παράδειγμα ελληνικής οικογενειακής επιχείρησης η οποία μεταλλάσσεται αποτελεσματικά σε έναν επιτυχημένο όμιλο επιχειρήσεων, δεν σκέφτηκε καμία στιγμή να εγκαταλείψει την έδρα της. Αντίθετα, συνεχίζει τις επενδύσεις της σε εξοπλισμό αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό».

Σήμερα, η Stone Group International συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων ομίλων επεξεργασίας και εμπορίας μαρμάρων, γρανιτών και φυσικών πετρωμάτων στην Ελλάδα. Διαθέτει ιδιόκτητα λατομεία στη Βόρεια Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και το Pirgon ένα από τα μεγαλύτερα λατομεία λευκού μαρμάρου στην Ευρώπη και 4 εργοστασιακές μονάδες σε Θεσσαλονίκη, Δράμα και Βέροια. Επιπλέον, έχει συνάψει συμφωνίες και με άλλα λατομεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για την αποκλειστική διάθεση της πρώτης ύλης, όπως το Thassos Golden Radix, Titanium Black, Artic Grey. Ο συνολικός κύκλος εργασιών του ομίλου ξεπερνά τα 60 εκατ. ευρώ, απασχολεί περισσότερους από 500 εργαζομένους, ενώ εκτός της Marmor περιλαμβάνει τις εταιρείες Birros Hellenic Marble στη Δράμα και την Vermion Marble στη Βέροια.

Νέο επενδυτικό πρόγραμμα άνω των 20 εκατ. ευρώ

Επενδύσεις άνω των 20 εκατ. ευρώ θα πραγματοποιήσει τα επόμενα χρόνια η Marmor, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων θα χρηματοδοτηθεί από την Παρευξείνια Τράπεζα μέσω δανείου ύψους 15 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται ότι από το 2000 μέχρι σήμερα η εταιρεία έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις (και εξαγορές) άνω των 20 εκατ. ευρώ.

Με το νέο επενδυτικό πλάνο η εταιρεία σχεδιάζει να διπλασιάσει την παραγωγική της δυνατότητα από 1.250.000 τ.μ. σήμερα σε 2.500.000 τ.μ. ετησίως. Στο πλαίσιο του στρατηγικού της σχεδιασμού θα προχωρήσει στην απόκτηση νέου υπερσύγχρονου εξοπλισμού, σε ενίσχυση των διαδικασιών παραγωγής με τεχνολογίες αιχμής, στην επέκταση των αποθηκευτικών της χώρων, στην αναβάθμιση των διαδικασιών της εφοδιαστικής αλυσίδας, ενώ στοχεύει να επεκταθεί και σε νέες αγορές. Παράλληλα, θα προχωρήσει στην υιοθέτηση νέας πλατφόρμας Διεθνούς Αναγνώρισης (SAP) για τα προϊόντα της αλλά και στην ανέγερση νέων κτιρίων διοίκησης. Ιδιαίτερο βάρος δίνει στον τομέα της εξαγοράς και διαχείρισης, μέσω ειδικών συμφωνιών, λατομικών μονάδων προκειμένου να ενισχύσει την απρόσκοπτη πρόσβασή της σε πρώτη ύλη και να εξασφαλίσει την ικανότητά της να αντεπεξέρχεται στη ζήτηση.

Το 2015 η εταιρεία προχώρησε στην απόκτηση επιχειρήσεων επεξεργασίας και εμπορίας μαρμάρου και λατομείων όπως το 50% της «Μπύρος», ενώ το 2016 απέκτησε τη Vermion Marble στη Βέροια. Σύμφωνα με τη Marmor, η συνεργασία με την «Μπύρος Ελληνικά Μάρμαρα» θα ενισχύσει την αύξηση των μεριδίων τους στη διεθνή αγορά μαρμάρου, θα συμβάλει στην περαιτέρω συντονισμένη ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους, μέσω της δημιουργίας οικονομιών κλίμακας, θα ενισχύσει τη δυνατότητα επέκτασης του δικτύου τους και την είσοδο σε νέες δυναμικές αγορές του εξωτερικού.

«Ακρογωνιαίος λίθος» της εταιρείας η εξωστρέφεια

Ο κ. Ηλίας Ρηγόπουλος ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος της Marmor S.G. S.A. το 2015. Με σπουδές στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο στη διοίκηση επιχειρήσεων, στη μεταλλουργία και στην εξόρυξη, ο κ. Ρηγόπουλος πριν από τη Marmor είχε εργαστεί ως διευθύνων σύμβουλος στη Mermeren Kombinat AD Prilep και σε διευθυντικές θέσεις στον όμιλο S&B Βιομηχανικά Ορυκτά.

Οπως σημειώνει στην «Κ», η εταιρεία έχει καταφέρει την τελευταία δεκαετία, κόντρα στις γενικότερες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, να βελτιώνει σταθερά τις πωλήσεις της και τα μερίδιά της στις διεθνείς αγορές, επιτυγχάνοντας υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μέσω επενδύσεων και ενισχύοντας διαρκώς την εξωστρέφειά της.

«Η εταιρεία, έχοντας σταθεροποιήσει τη θέση της στην παγκόσμια αγορά, κατάφερε τα τελευταία χρόνια να αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των στελεχών της που ασχολούνται με τις εξαγωγές, να τους εκπαιδεύει διαρκώς και να συμμετέχει στις μεγαλύτερες εμπορικές εκθέσεις του εξωτερικού. Η εξωστρέφεια αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της στρατηγικής πωλήσεών μας», σημειώνει. Σε ό,τι αφορά τις ακραίες συνθήκες που επικράτησαν το 2015 και τις επιπτώσεις των capital controls, ο κ. Ρηγόπουλος αναφέρει ότι «τα capital controls ήταν αδιαμφισβήτητα ένα ηχηρό χτύπημα στην ελληνική επιχειρηματικότητα, αποτέλεσαν σημαντικό πισωγύρισμα για την πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και εξακολουθούν να αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξή τους, έχοντας επιφέρει σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις ανάγκες, τις προτεραιότητες και τις προοπτικές επιβίωσής τους». «Δόθηκε μεγάλη μάχη στην κατεύθυνση του να πειστούν οι πελάτες ότι παρά τη χρεοκοπία της ελληνικής δημόσιας οικονομίας, κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να αριστεύουν και να προσδίδουν αξία σε αυτούς, στους μετόχους και στους εργαζομένους τους. Αυτό ήταν το μεγάλο στοίχημα που καταφέραμε να το κερδίσουμε σχετικά γρήγορα, κεφαλαιοποιώντας το υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόν μας και την άριστη ποιότητα των υπηρεσιών μας», σημειώνει.

Η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου παραμένει ζητούμενο μετά επτά χρόνια ύφεσης

Μπορεί η δημοσιονομική συντριβή της χώρας το 2009 και η ταπεινωτική διάσωση από τους Ευρωπαίους εταίρους το 2010 να ανέδειξαν στο έπακρο το ζήτημα του δημοσίου χρέους, ωστόσο ο πυρήνας του προβλήματος ήταν, και εν πολλοίς παραμένει, το παραγωγικό μοντέλο.

Η κρίση κορυφώθηκε μεν το 2010, με την υπογραφή του μνημονίου, ωστόσο, η παραγωγική ανεπάρκεια ήταν ολοφάνερη από καιρό. Η πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή η διαφορά μεταξύ της αξίας των αγαθών και υπηρεσιών που εισάγει μια χώρα σε σχέση με την αξία αυτών που εξάγει ήταν χαρακτηριστική. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε το 2006 στο 11,4%, το 2007 στο -14%, το 2008 στο -12,6%, το 2009 στο -12,3% του ΑΕΠ. Κατάσταση που πέρα από κάθε αμφιβολία ήταν μη βιώσιμη. Κάθε χρόνο καταναλώναμε εισαγόμενα προϊόντα που ξεπερνούσαν κατά δεκάδες δισ. την αξία αυτών που εξαγάγαμε. Οι λίγες εξαγωγικές επιχειρήσεις χάνονταν στον ωκεανό των εισαγωγών και της κατανάλωσης, κατανάλωση που χρηματοδοτούνταν από τη συνεχή αύξηση του δανεισμού, ιδιωτικού και δημόσιου. Αν και μετά την κρίση το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βελτιώθηκε θεαματικά, μάλιστα ορισμένες χρονιές όπως το 2015 καταγράφηκε πλεόνασμα, ωστόσο η βελτίωση αυτή είναι περισσότερο τεχνική παρά ουσιαστική. Κατά την περίοδο 2009-2016 το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ από 19,0% που ήταν το 2009 ανήλθε στο 30,2% το 2016, ωστόσο η επίδοση αυτή οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης το αντίστοιχο διάστημα. Σημειώνεται ότι παρά την αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών, αυτό παραμένει πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο μέγεθος, 45,7%, στην Ευρωζώνη.

Σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, η πολύ χαμηλή εξωστρέφεια στη δομή της παραγωγής της οικονομίας μας αποτελεί τον πυρήνα του προβλήματος της χώρας.

Και εν πολλοίς, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην ενίσχυση της εξωστρέφειας, το παραγωγικό μοντέλο της χώρας ελάχιστα έχει αλλάξει μετά την κρίση. Λίγες είναι οι εταιρείες που εξάγουν. Οι περισσότερες εγχώριες εταιρείες παραμένουν μη ανταγωνιστικές, εσωστρεφείς και υπερχρεωμένες. Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, το 85% των εγχώριων επιχειρήσεων δεν είναι εξαγωγικές, ενώ το 81,1% δεν έχει εξάγει ποτέ. Μόνιμα εξαγωγικές επιχειρήσεις είναι μόλις το 12,7% του συνόλου των επιχειρήσεων. Η ενίσχυση της εξωστρέφειας και η ουσιαστική μείωση των εξαγωγών αποτελούν σημεία-κλειδιά για το μέλλον της χώρας και την επάνοδό της σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης. Ωστόσο, χωρίς στρατηγική, χωρίς ένα φιλικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις και με δεδομένη την υπερφορολόγηση και τα πολλά μικρά και μεγάλα προβλήματα που δημιουργεί η ανεπάρκεια του διοικητικού μηχανισμού, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας παραμένει περισσότερο μια ωραία ευχή παρά ένα ρεαλιστικό ενδεχόμενο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή