Από εισαγωγέας μανιταριών, παραγωγός και εξαγωγέας

Από εισαγωγέας μανιταριών, παραγωγός και εξαγωγέας

7' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με επενδύσεις ύψους 20 εκατ. ευρώ, που θα ξεκινήσουν φέτος, η εταιρεία «Μανιτάρια Κεχαγιά» με έδρα τη Θεσσαλονίκη θα πετύχει τον πλήρη μετασχηματισμό της από μια κατά βάση εμπορική επιχείρηση σε παραγωγική μονάδα.

Μέχρι το 2012, η «Μανιτάρια Κεχαγιά» ήταν μια επιχείρηση εισαγωγής μανιταριών κυρίως από Ολλανδία, Πολωνία και Ιταλία. Το 2012 αποτέλεσε χρονιά ορόσημο για την εταιρεία, καθώς επεκτάθηκε στην Αθήνα, κίνηση που της επέτρεψε να διοχετεύσει τα προϊόντα της σε όλη τη χώρα. Παράλληλα, επένδυσε 7 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία μιας υπερσύγχρονης μονάδας παραγωγής μανιταριών πλευρώτους στο Κιλκίς, παραγωγή που αντικατέστησε αντίστοιχες εισαγωγές από άλλες χώρες, κυρίως της Ιταλίας. Η παραγωγή πλευρώτους ανήλθε στους 200 τόνους το 2013, πρώτο έτος λειτουργίας της μονάδας, το 2015 ανήλθε στους 600 τόνους, ενώ το 2017 η παραγωγή ανήλθε στους 1.000 τόνους.

Με τη νέα επένδυση, ύψους 20 εκατ. ευρώ, η παραγωγική ικανότητα της εταιρείας θα αυξηθεί σε ορίζοντα πενταετίας κατά 5.000 τόνους, σφραγίζοντας τον μετασχηματισμό της μικρής εμπορικής επιχείρησης σε μια υπερσύγχρονη μονάδα παραγωγής με εξαγωγικές βλέψεις. Η νέα μονάδα θα παράγει λευκό μανιτάρι, υποκαθιστώντας τμήμα των εισαγωγών που πραγματοποιούνται.

Η περίπτωση της «Μανιτάρια Κεχαγιά» αποτελεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εξαίρεση, καθώς κατάφερε –κόντρα στο εξαιρετικά αρνητικό οικονομικό περιβάλλον για τη χώρα– να πετύχει την πλήρη αλλαγή του επιχειρηματικού της μοντέλου από τις εισαγωγές αγαθών στην παραγωγή τους, και μάλιστα όχι μόνο αντικαθιστώντας τα εισαγόμενα είδη αλλά και προχωρώντας σε εξαγωγές. Αυτός ο μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου από τις εισαγωγές και την κατανάλωση στην παραγωγή και εξαγωγή αγαθών εξακολουθεί να παραμένει το μέγα ζητούμενο για την εγχώρια οικονομία και δυστυχώς έπειτα από μια δεκαετία κρίσης, ο μετασχηματισμός αυτός εν πολλοίς παραμένει όνειρο καλοκαιρινής νυκτός.

Η ενασχόληση της οικογένειας Κεχαγιά με το μανιτάρι ξεκίνησε το 1988 με τη δημιουργία –μαζί και με άλλους συνεργάτες– μιας μικρής εμπορικής επιχείρησης, η οποία ξεκίνησε τα πρώτα δειλά βήματα εισάγοντας προϊόντα μανιταριών. Το 2006, η εταιρεία έλαβε τη σημερινή εταιρική μορφή, ενώ εντάχθηκε και η 2η γενιά της οικογένειας Πολυχρόνης και Αναστάσιος Κεχαγιάς, οι οποίοι έχουν ενεργό ρόλο στην επιχείρηση, και επικεντρώθηκαν στη διάδοση του μανιταριού στην εγχώρια αγορά.

Το 2009 ο κύκλος εργασιών της διαμορφωνόταν στα 4 εκατ. ευρώ και τρία χρόνια μετά είχε διπλασιαστεί. Το προσωπικό από 6 άτομα το 2008, ανήλθε στα 19 το 2012, ενώ σήμερα απασχολούνται 73 άτομα. Με την ολοκλήρωση της δημιουργίας της νέας παραγωγικής μονάδας ο αριθμός των εργαζομένων στην εταιρεία εκτιμάται ότι θα ξεπερνά τα 250 άτομα.

Ιδιαίτερο προϊόν

Οπως σημειώνει στην «Κ» ο δημιουργός της εταιρείας και διευθύνων σύμβουλος σήμερα, Αθανάσιος Κεχαγιάς, το μανιτάρι είναι ένα πολύ ιδιαίτερο προϊόν. «Δεν πρόκειται για καλλιέργεια ενός αγροτικού προϊόντος. Το μανιτάρι είναι μύκητας και η πρόκληση είναι η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών και η διατήρηση των συνθηκών αυτών σταθερών ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο ποιοτικό αποτέλεσμα. Το μανιτάρι πρέπει να αναπτύσσεται σε θερμοκρασία 17 βαθμών Κελσίου. Ούτε 18 ούτε 16 – αυστηρά 17 βαθμούς Κελσίου, καθώς οι αυξομειώσεις της θερμοκρασίας ή της υγρασίας μπορούν να οδηγήσουν είτε σε κακής ποιότητας μανιτάρι ή ακόμα και σε καταστροφή του».

Η δημιουργία των συνθηκών αυτών είναι μια μεγάλη πρόκληση ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα που έχει σημαντικά υψηλότερες θερμοκρασίες σε σχέση με την Κεντρική Ευρώπη, όπου βρίσκονται οι κύριες χώρες παραγωγής. Υψηλότερες θερμοκρασίες σε συνδυασμό με το υψηλότερο κόστος ενέργειας στη χώρα μας, δημιουργούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα για το ελληνικό μανιτάρι. Για την υπέρβαση των δυσκολιών αυτών η «Μανιτάρια Κεχαγιά» επένδυσε για τη δημιουργία της μονάδας στο Κιλκίς σε εξοπλισμό τεχνολογίας αιχμής για τα κλιματιστικά συστήματα, αξιοποίησε τη γεωθερμία, την υδρονέφωση κ.ά., δημιουργώντας τελικά μία από τις πιο σύγχρονες μονάδες παραγωγής μανιταριών στην Ευρώπη. Σήμερα διαθέτει περίπου 50 θαλάμους επώασης μανιταριών πλευρώτους παραγωγικής ικανότητας 100 τόνων ανά μήνα.

Επόμενος στόχος, η αγορά της Μέσης Ανατολής

Με τις σημαντικές επενδύσεις σε τεχνολογία αιχμής, η «Μανιτάρια Κεχαγιά» πέτυχε να υπερβεί τις δυσκολίες που παρουσιάζει η καλλιέργεια μανιταριών σε θερμότερες χώρες όπως η Ελλάδα. «Καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε το ενεργειακό κόστος, ενώ υπέρ μας λειτουργεί το χαμηλότερο κόστος μεταφοράς σε σχέση με τα εισαγόμενα μανιτάρια. Ετσι μπορέσαμε όχι μόνο να ανταγωνιστούμε αποτελεσματικά τα εισαγόμενα φρέσκα μανιτάρια, αλλά να πραγματοποιούμε και εξαγωγές, ακόμα και σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Επιπλέον, το προϊόν μας στην αγορά είναι πιο φρέσκο σε σχέση με τα εισαγόμενα», σημειώνει ο κ. Α. Κεχαγιάς. Η εταιρεία είναι η μόνη πλήρως καθετοποιημένη μονάδα, αφού παράγει το υπόστρωμα μανιταριών, δηλαδή την πρώτη ύλη που αποτελείται από τον σπόρο του μανιταριού (μυκήλιο) και άχυρο. Εν συνεχεία, η πρώτη ύλη επωάζεται σε ειδικούς θαλάμους όπου επιτυγχάνονται οι κατάλληλες συνθήκες και όταν τα μανιτάρια αναπτυχθούν, μαζεύονται, συσκευάζονται και διοχετεύονται σε όλη την Ελλάδα αλλά και σε χώρες του εξωτερικού (Κύπρο, Ισραήλ κ.α.). Η παραγωγική διαδρομή από την πρώτη ύλη μέχρι τη συσκευασία είναι αυτοματοποιημένη και εποπτεύεται ηλεκτρονικά, ενώ όλες οι διαδικασίες είναι εναρμονισμένες και πιστοποιημένες σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Στόχος της εταιρείας είναι να επεκταθεί σε χώρες της Μέσης Ανατολής όπου οι συνθήκες δεν ευνοούν την τοπική καλλιέργεια μανιταριών, ενώ παράλληλα διαθέτει σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, καθώς το κόστος μεταφοράς είναι μικρότερο. Σύμφωνα με τον κ. Κεχαγιά, το σημείο που κάνει τη διαφορά και οδηγεί στην επιτυχία είναι οι άνθρωποι, το συνεργατικό πνεύμα και η πολλή δουλειά. «Οι άνθρωποι της εταιρείας είναι για μας οι καθημερινοί συνεργάτες και όλοι μαζί εργαζόμαστε σαν μια γροθιά, αποτελώντας μια μεγάλη οικογένεια».

«Κερδίσαμε τη μάχη φρέσκου μανιταριού κατά κονσέρβας»

Η επέκταση της εταιρείας στην παραγωγή εξηγεί ο κ. A. Κεχαγιάς ήταν μια ιδιαίτερα απαιτητική απόφαση, καθώς ήταν εγχείρημα που αντικειμενικά εμφάνιζε μεγάλες δυσκολίες. Οπως σημειώνει, η παραγωγή υψηλής ποιότητας μανιταριών αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα στόχο της εταιρείας και όλες οι επενδύσεις, οι μέθοδοι παραγωγής και αυστηρές διαδικασίες ελέγχου στοχεύουν σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Η εταιρεία είναι πιστοποιημένη με HACCP και ISO 9001:2000, καθώς επίσης από φορείς όπως GLOBALCAP, HACCP, ISO κ.ά.

Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση των επενδύσεων που απαιτήθηκαν, ο κ. A. Κεχαγιάς σημειώνει ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των τραπεζών. «Σίγουρα οι αναπτυξιακοί νομοί περιλαμβάνουν κίνητρα, ωστόσο οι μεγάλες καθυστερήσεις στην εκταμίευση των πόρων σε μεγάλο βαθμό ακυρώνουν τη βοήθεια, καθώς μια επιχείρηση μπορεί να πνιγεί εν τη γενέσει της αν βασιστεί στους πόρους και στις ωφέλειες των αναπτυξιακών προγραμμάτων. Σε εμάς οι τράπεζες στάθηκαν πολύτιμος αρωγός στην χρηματοδότηση των επενδύσεών μας», σημειώνει.

Εκτός των επενδύσεων η εταιρεία έδωσε μεγάλο βάρος στη διάδοση του φρέσκου μανιταριού στην ελληνική αγορά. «Δουλέψαμε κοπιαστικά για να πείσουμε από τις μεγάλες αλυσίδες super markets, μέχρι τα ξενοδοχεία και τις πιτσαρίες να εντάξουν το φρέσκο μανιτάρι αντικαθιστώντας την κονσέρβα», αναφέρει. Στόχος της εταιρείας είναι ο Ελληνας να γνωρίσει την υψηλή διατροφική αξία των μανιταριών και να τα εντάξει σε μεγαλύτερο βαθμό στη διατροφή του.

Σχολιάζοντας τον εκτροχιασμό της οικονομίας μετά το 2009 και την κρίση που ταλαιπωρεί τη χώρα ο κ. Α. Κεχαγιάς σημειώνει ότι τα χρόνια πριν από την κρίση πολλά χρήματα κυκλοφόρησαν ανεξέλεγκτα και τα οποία όχι μόνο δεν αξιοποιήθηκαν σωστά, αλλά κατασπαταλήθηκαν, όχι μόνο από τον δημόσιο αλλά και τον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, οι νοικοκυραίοι που αγαπούν τη δουλειά τους, εργάζονται πολύ και κάνουν προσεκτική διαχείριση τα έχουν καταφέρει μια χαρά.

Κινητήριος δύναμη της ελληνικής μεταποίησης ο κλάδος των τροφίμων

Τον ευρύτερο ρόλο της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων στην ελληνική μεταποιητική βιομηχανία και ευρύτερα για την ελληνική οικονομία, υπογραμμίζει το ΙΟΒΕ σε ανάλυσή του για τον κλάδο. Οπως τονίζεται, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων συνιστά σταθερά έναν από τους πιο σημαντικούς τομείς του δευτερογενούς τομέα της εγχώριας οικονομίας και μία από τις κινητήριες δυνάμεις της ελληνικής μεταποίησης, με τις εξελίξεις γύρω από αυτή να επηρεάζουν σημαντικά και το σύνολο της ελληνικής παραγωγής. Αποτελεί έναν δυναμικό, ανταγωνιστικό και εξωστρεφή τομέα, με σημαντικές επενδύσεις και επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια και σε όλη την Ευρώπη. Η βιομηχανία τροφίμων διατηρεί όλα αυτά τα χρόνια, ακόμη και στην παρατεταμένη περίοδο ύφεσης για την ελληνική οικονομία, τον θεμελιώδη ρόλο της, έχοντας αποδείξει ότι διαθέτει τις προϋποθέσεις για να παραμείνει βασικός μοχλός ανάπτυξης.

Τα καίρια θέματα γύρω από τον ρόλο της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων και ποτών κινούνται στην κατεύθυνση της εξωστρέφειας, της ελληνικής ποιότητας του προϊόντος, του ελληνικού brand name και της οργανωμένης προώθησης των ελληνικών τροφίμων.

Ο αποτελεσματικότερος συντονισμός και η στενότερη συνεργασία των εκπροσώπων του κλάδου μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας της προσπάθειας προβολής των ελληνικών προϊόντων, στη διασφάλιση επιλογής της σωστής στρατηγικής και στη σταθερότητα υλοποίησης του μακροχρόνιου σχεδιασμού.

Η δημιουργία προστιθέμενης αξίας και η ενίσχυση της εξωστρέφειας του κλάδου εναπόκεινται σε μεγάλο βαθμό και στην προβολή του ελληνικού προϊόντος, μέσα από τα κατάλληλα σχεδιασμένα κανάλια διανομής, στην ποιότητα και διαφοροποίηση και στην ενίσχυση του προτύπου της ελληνικής – μεσογειακής κουζίνας. Η σύνδεση της μεταποίησης τροφίμων με τον πρωτογενή τομέα της αγροτικής παραγωγής, αλλά και με τον τριτογενή τομέα υπηρεσιών, όπως εστιατόρια, ξενοδοχεία και εν γένει τον τουρισμό, σε συνδυασμό με τις συνέργειες που αναπτύσσονται στον χώρο των τροφίμων, αποτελούν βασικό μέσο για την ανάδειξη των ελληνικών προϊόντων, προσθέτοντας σε αυτά αξία και εξαγωγική δυναμική. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων τροφίμων, σημειώνεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ, επαφίεται και στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, των προσόντων που ενσωματώνει, των γνώσεων, της εμπειρίας, των δεξιοτήτων, του αντικείμενου και του βαθμού εξειδίκευσης. Οι νέες τεχνολογίες, η καινοτομική δραστηριότητα, τα προϊόντα έρευνας και ανάπτυξης οδηγούν καθοριστικά τις εξελίξεις σε όλα τα στάδια παραγωγής και διάθεσης στον χώρο των τροφίμων, ενώ η ταχύτατη μεταβολή τους καθιστά αναγκαία την ταχεία προσαρμογή, την εγρήγορση και ευελιξία του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να είναι ικανό να ανταποκριθεί άμεσα, έγκαιρα και αποτελεσματικά στις μεταβολές αυτές και στις νέες απαιτήσεις στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή