Η οικονομία στην εποχή των χαμηλών επιτοκίων

Η οικονομία στην εποχή των χαμηλών επιτοκίων

5' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι ωφέλιμα για την οικονομία αλλά επιζήμια για τους αποταμιευτές και τις τράπεζες. Ο λόγος για τα χαμηλά επιτόκια τα οποία, παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις οικονομικών αναλυτών και τις κατά καιρούς εξαγγελίες κεντρικών τραπεζών, παγιώνονται και διαμορφώνουν ανακλαστικά σε όλους τους παράγοντες της οικονομίας.

Οπως επισημαίνει σε σχετικό ρεπορτάζ το Bloomberg Businessweek, το περασμένο έτος ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan Chase & Co., Τζέιμι Ντάιμον, προέβλεψε αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων. Υπολόγισε, μάλιστα, πως εξαιτίας αυτών των αυξήσεων θα υπερέβαινε το 5% η απόδοση των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, που σήμερα παραμένει λίγο κάτω από το 2%. Χάρη στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, τα στεγαστικά δάνεια των Αμερικανών με χρονική διάρκεια  τριακονταετίας έχουν σήμερα επιτόκια σαφώς μικρότερα από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Εξάλλου, το κόστος του δανεισμού είναι εξίσου χαμηλό και για τις επιχειρήσεις. Προφανώς αυτός ο φτηνός δανεισμός έχει ωφελήσει την οικονομία. Την ίδια στιγμή όμως έχει αποβεί εις βάρος των καταθετών, καθώς οι αποταμιεύσεις τους τοκίζονται με επιτόκια σαφώς κάτω του 1%. Η μακροβιότητα των χαμηλών επιτοκίων έχει ανατρέψει παγιωμένες αντιλήψεις περί του χρήματος και έχει οδηγήσει στην ανάδυση μιας καινούργιας και εντελώς διαφορετικής γενιάς επενδυτών, διαπραγματευτών, αποταμιευτών αλλά και στελεχών κεντρικών τραπεζών.

Και βέβαια βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα όχι μόνον τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια αλλά και τα επιτόκια των μακροπρόθεσμων ομολόγων. Αυτό προδίδει την πεποίθηση των επενδυτών ότι τόσο τα επιτόκια όσο και οι οικονομικές συνθήκες που αυτά αντανακλούν δεν πρόκειται να αλλάξουν στο εγγύς μέλλον. Ετσι, πολλές χώρες και πολλές επιχειρήσεις εκδίδουν μεγάλο όγκο μακροπρόθεσμου χρέους με χαμηλές αποδόσεις. Το Βέλγιο, η Ιρλανδία και η Αυστρία έχουν εκδώσει εκατονταετή ομόλογα με απόδοση μόλις 1,171%. Το 2015, άλλωστε, έκανε το ίδιο ένα από τα πανεπιστήμια της Καλιφόρνιας, ενώ η Microsoft εξέδωσε τεσσαρακονταετή ομόλογα.

Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, η μείωση των επιτοκίων του μακροπρόθεσμου δανεισμού δεν αποτελεί θετική εξέλιξη. Και αυτό γιατί οι  τράπεζες συνήθως χρηματοδοτούν μακροπρόθεσμες επενδύσεις με βραχυπρόθεσμα ομόλογα. Αυτό σημαίνει πως αντλούν κέρδη μόνον όταν τα επιτόκια των μακροπρόθεσμων ομολόγων είναι αρκετά υψηλότερα από εκείνα των βραχυπρόθεσμων. Στις ΗΠΑ, βέβαια, οι τράπεζες κατάφεραν να παρουσιάσουν σημαντική κερδοφορία. Μεγάλες εμπορικές τράπεζες, όμως, διαμαρτύρονται διαρκώς πως τα χαμηλά επιτόκια μειώνουν την κερδοφορία τους, επειδή δεν μπορούν να αντλήσουν κέρδη από τον δανεισμό. Την ίδια στιγμή οι αποταμιευτές δυσκολεύονται να συνηθίσουν στον αμελητέο τοκισμό των καταθέσεών τους. Στις ΗΠΑ το σύνηθες επιτόκιο καταθέσεων δεν υπερβαίνει το 0,1% και είναι χαμηλότερο από το 0,3% στο οποίο ανερχόταν πριν από μια δεκαετία. Μερικά χρόνια πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, το 2000, το αντίστοιχο επιτόκιο ανερχόταν στο 1,73%.

Οπως σχολιάζει στο Bloomberg ο Μαρκ Χάμρικ, οικονομικός αναλυτής της Bankrate.com. «ποτέ δεν φτάσαμε σε αυτό που είχαμε υποσχεθεί σε ό,τι αφορά την αύξηση των επιτοκίων». Ο ίδιος τονίζει πως «αυτή ακριβώς ήταν η διαφορά για τους αποταμιευτές». Κάτι ανάλογο ισχύει, βέβαια, και για τους θεσμικούς επενδυτές που διαχειρίζονται τις αποταμιεύσεις άλλων. Συνταξιοδοτικά ταμεία, για παράδειγμα, που  εποπτεύουν τρισεκατομμύρια από τις αποταμιεύσεις των συνταξιούχων, έχουν περιορίσει δραματικά τις προσδοκίες τους για τις αποδόσεις των κεφαλαίων τους. Η απόδοση των τριακονταετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, μιας ιδιαίτερα ασφαλούς επένδυσης δηλαδή, βρίσκεται στο 2,5%, ενώ από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα βρισκόταν κατά μέσον όρο στο 6,5%. Και βέβαια ούτε η εκτίναξη των τιμών των μετοχών δεν έχει αναπληρώσει το κενό που δημιούργησαν οι χαμηλές αποδόσεις στις επενδύσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων, καθώς πολλά από αυτά περιόρισαν σημαντικά τις τοποθετήσεις τους σε μετοχές μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.

Κίνδυνος «φούσκας» από το ρίσκο επενδυτών για αποδόσεις

Το συνταξιοδοτικό ταμείο των δημοσίων υπαλλήλων στην πολιτεία της Καλιφόρνιας αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση θεσμικού επενδυτή που εμφανίζει απογοητευτικές αποδόσεις εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων. Τον περασμένο μήνα ο υπεύθυνος επενδύσεων του Ταμείου, Μπεν Μενγκ, προέβλεψε πως την επόμενη δεκαετία το χαρτοφυλάκιό του θα έχει απόδοση 6,1% όταν ο παλαιότερος στόχος του ήταν 7%.

Οι επιπτώσεις των χαμηλών επιτοκίων, όμως, είναι βαρύτερες όχι τόσο στις σημερινές αποδόσεις αλλά στα μελλοντικά  κέρδη στα οποία μπορούν εύλογα να προσβλέπουν οι επενδυτές. Τα επιτόκια προδιαγράφουν τις αποδόσεις όλων των επενδύσεων, όλων των περιουσιακών στοιχείων. Οταν μειώνονται τα επιτόκια, αυξάνονται οι τιμές των ομολόγων, πολύ συχνά και των μετοχών. Οταν, όμως, έχουν συμπιεστεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για ανατιμήσεις αυτών των περιουσιακών στοιχείων. Η κατάσταση αυτή έχει εξωθήσει τους επενδυτές να αναζητούν μεγαλύτερες αποδόσεις με κάθε τρόπο, ακόμη και αναλαμβάνοντας περισσότερο ρίσκο. Αυτό, όμως, εγκυμονεί τον κίνδυνο δημιουργίας νέας φούσκας, που θα μπορούσε τελικά να αποσταθεροποιήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Οπως τονίζει η Αν Γουόλς, στέλεχος της επενδυτικής Guggenheim Partners, οι θεσμικοί επενδυτές και ιδιαιτέρως οι μεγάλες τράπεζες και ασφαλιστικές  όπως και τα συνταξιοδοτικά ταμεία αναζητούν επίμονα υψηλές αποδόσεις και ενδεχομένως αναλαμβάνουν ρίσκο που δεν είχαν την πρόθεση να αναλάβουν, αλλά αναγκάζονται να το κάνουν. Και  βέβαια όλα αυτά συμβαίνουν σε παγκόσμια κλίμακα. Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο της Ιαπωνίας, εισηγμένη εταιρεία που ανήκει κατά πλειοψηφία στο κράτος, έχει επενδύσεις αξίας 577 δισ. δολαρίων σε ομόλογα που  δεν προέρχονται από την εγχώρια αγορά, καθώς στην Ιαπωνία τα επιτόκια είναι αρνητικά και οι αποδόσεις των ομολόγων εξαιρετικά χαμηλές.

Στο μεταξύ, ορισμένα στελέχη της Fed υποστηρίζουν πως πρέπει σταδιακά να επιστρέψει η τράπεζα σε πιο κανονικά επίπεδα επιτοκίων ώστε να έχει περιθώρια ελιγμών αν χρειαστεί να αντιμετωπίσει ξανά μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση. Φαίνεται, όμως, πως η επιρροή τους είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Η Fed εγκαινίασε εδώ και μία τριετία έναν γύρο αυξήσεων των επιτοκίων του δολαρίου, αλλά τώρα όλα δείχνουν πως ετοιμάζεται να αρχίσει και πάλι να τα μειώνει. «Πρόκειται για τη νέα αντικανονικότητα», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Κέλι, στέλεχος της JPMorgan Asset Management, παραφράζοντας τη στερεότυπη φράση περί «νέας κανονικότητας». Οπως τονίζει ο οικονομολόγος του επενδυτικού κολοσσού που εποπτεύει κεφάλαια ύψους 1,8 τρισ. δολαρίων, «υπό κανονικές συνθήκες όταν μια οικονομία βρίσκεται σε αυτή τη φάση της ανάπτυξης, εντείνονται οι πληθωριστικές πιέσεις, η Federal Reserve αυξάνει τα επιτόκια για να επιβραδύνει την οικονομία και οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να δανειστούν αλλά τώρα δεν ισχύει τίποτε από όλα αυτά».

Οσα προβλήματα κι αν δημιουργούν τα χαμηλά επιτόκια, οι ιθύνοντες που χαράσσουν πολιτική πιστεύουν πάντα πως τονώνουν την ανάπτυξη. Είναι αλήθεια ότι στις ΗΠΑ η ανεργία βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Η αμερικανική οικονομία, όμως, χρειάστηκε μεγάλο χρονικό διάστημα και μεγάλη προσπάθεια για να ανασυρθεί από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Και τώρα η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και οι παρενέργειες από τους εμπορικούς πολέμους του Ντόναλντ Τραμπ έχουν εντείνει τους κινδύνους που απειλούν την αμερικανική οικονομία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή