Το Βερολίνο προσπερνά τις συστάσεις του Μ. Ντράγκι

Το Βερολίνο προσπερνά τις συστάσεις του Μ. Ντράγκι

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Μάριο Ντράγκι τονίζει την ανάγκη λήψης δημοσιονομικών μέτρων για τη στήριξη της Ευρωζώνης, αλλά φαίνεται πως δεν τον ακούει κανείς στο Βερολίνο. Μετά τη συνεδρίαση που πραγματοποίησαν την Πέμπτη οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT), ο πρόεδρός της είπε στη συνακόλουθη συνέντευξη Τύπου πως η προοπτική της Ευρωζώνης «πάει από το κακό στο χειρότερο». Πρόσθεσε πως είναι «αναμφισβήτητο» ότι θα χρειαστεί να παρέμβουν οι κυβερνήσεις με δημοσιονομικά μέτρα εάν συνεχίσουν να επιδεινώνονται οι οικονομικές συνθήκες στην Ευρωζώνη. Μόλις λίγα λεπτά πριν, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών είχε δηλώσει στο Bloomberg πως δεν σχεδιάζει να υιοθετήσει μια χαλαρή οικονομική πολιτική.

«Δεν είναι απαραίτητο ούτε φρόνιμο να ενεργήσουμε σαν να βρισκόμαστε σε κρίση», σχολίασε ο Ολαφ Σόλτς, παρά το γεγονός οι συνθήκες στη μεταποίηση επιδεινώνονται από τον έναν μήνα στον άλλον. Η Γερμανία έχει δεχθεί συχνά κριτική για την εμμονή της στη δημοσιονομική πειθαρχία όχι μόνον από διακεκριμένους οικονομολόγους αλλά και από διεθνείς οργανισμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο ΟΟΣΑ. Στην οκταετή θητεία του Μάριο Ντράγκι ως επικεφαλής της ΕΚΤ, η οποία λήγει τον Οκτώβριο, ασκήθηκε μια νομισματική πολιτική με αρνητικά επιτόκια, αγορές κρατικών και αργότερα εταιρικών ομολόγων και χορήγησης φθηνών δανείων στις εμπορικές τράπεζες, σημειώνει το Bloomberg. Αν και υποσχέθηκε πως η ΕΚΤ θα εφαρμόσει πρόσθετα μέτρα στήριξης εάν χρειαστεί –κάτι που αναμένεται να γίνει τον Σεπτέμβριο– φαίνεται να έχουν εξαντληθεί λίγο έως πολύ τα περιθώρια της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη. Τόσο η ΕΚΤ όσο και οι κεντρικές τράπεζες των υπολοίπων ισχυρών οικονομιών ανέλαβαν να στηρίξουν τις οικονομίες τους, με τις κυβερνήσεις να μην τις μιμούνται. Ομως, ύστερα από μία ολόκληρη δεκαετία άσκησης επεκτατικής νομισματικής πολιτικής για την καταπολέμηση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και της κρίσης δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη, έχει χρησιμοποιηθεί ένα μεγάλο μέρος από το «οπλοστάσιο» των κεντρικών τραπεζών.

Ολα αυτά τα χρόνια, η ΕΚΤ υιοθέτησε πρωτοφανή μέτρα επεκτατικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων 2,6 τρισ. ευρώ σε ποσοτικά μέτρα χαλάρωσης. Σήμερα, το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη παραμένει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα καθώς οι τιμές δεν έχουν ακόμη επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα. Παράλληλα, η οικονομική προοπτική στην Ευρωζώνη δεν είναι ευοίωνη λόγω του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας και της αβεβαιότητας για τις συνθήκες του Brexit. Οπότε σήμερα είναι απαραίτητο να παρέμβουν οι κυβερνήσεις στην Ευρωζώνη για να στηρίξουν τις οικονομίες τους, ιδιαίτερα εκείνες που επί σειράν ετών έχουν πλεονασματικό προϋπολογισμό. Στην περίπτωση της Γερμανίας, μάλιστα, το δημοσιονομικό πλεόνασμα έφθασε πέρυσι το ιστορικό υψηλό των 59,2 δισ. ευρώ, αντικατοπτρίζοντας το 1,7% του ΑΕΠ. «Εχει δημιουργηθεί η αντίληψη πως έχουν φθάσει στον πάτο του βαρελιού σε ό,τι αφορά τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής», σχολιάζει ο Ρίτσαρντ Μπάργουελ, οικονομολόγος στην BNP Paribas Asset Management, στο Bloomberg. «Οπότε η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να κάνει περισσότερα σε αυτή τη φάση». Στα μέσα Ιουλίου, η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Λόρενς Μπόουν, είπε στους Financial Times πως «οι κυβερνήσεις που έχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια, ειδικά σε χώρες με ανάγκη για μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις, δεν κάνουν αρκετά. Εννοούμε τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Ολλανδίας».

«Βουτιά» της μεταποίησης

Το Βερολίνο επανέλαβε χθες διά στόματος του υπουργού Οικονομικών Ολαφ Σολτς πως δεν θα «ενδώσει» σε μια χαλαρή οικονομική πολιτική, καθώς δεν διαφαίνεται κρίση στον ορίζοντα, παραμένοντας προσκολλημένο στην πειθαρχημένη διαχείριση των δημοσιονομικών.

Στο μεταξύ, η μεταποιητική δραστηριότητα στη Γερμανία συνέχισε να συρρικνώνεται τον Ιούλιο, υποχωρώντας στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας επταετίας.

Οι παραγγελίες για εξαγωγές έχουν παρουσιάσει τη μεγαλύτερη πτώση εδώ και μία δεκαετία, με τον κλάδο των αυτοκινητοβιομηχανιών να δέχεται τις μεγαλύτερες πιέσεις, όπως δήλωσε ο Κρις Γουίλιαμσον, επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρείας αναλύσεων Markit.

Σε σφυγμομέτρηση που έγινε χθες από το πρακτορείο Reuters –και βασίστηκε σε εκτιμήσεις 500 οικονομολόγων– διαμορφώνεται η εκτίμηση πως ενισχύονται οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία παρά τις προσδοκίες για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ή μείωσης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.  Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναθεώρησε τέταρτη φορά προς τα κάτω τις προβλέψεις για τη φετινή ανάπτυξη στην παγκόσμια οικονομία, στο 3,2% από το 3,3% που είχε ανακοινωθεί τον Απρίλιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή