Υφεση! Αυτή είναι η νέα ανησυχία σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Μια απλή ματιά στις τάσεις του Google δείχνει ότι το ενδιαφέρον για την ύφεση κορυφώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες σε Γερμανία, Γαλλία και στις ΗΠΑ. Στην Ιταλία η κορύφωση είχε σημειωθεί τον Ιανουάριο. Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σε πραγματικό χρόνο κατά πόσον όντως εκδηλώνεται ύφεση. Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υφίστανται σημαντικές απειλές για την παγκόσμια οικονομία. Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας έχει ήδη πλήξει τις επιχειρήσεις. Τα εκρηκτικά μηνύματα του Αμερικανού προέδρου για τις διεθνείς σχέσεις προκαλούν αβεβαιότητα ανά τον κόσμο, κάτι που δεν άλλαξε μετά τη σύνοδο του G7. Ενδέχεται να ακολουθήσουν και άλλα οικονομικά σοκ, όπως η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία. Ωστόσο για τους Ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών η κατάσταση συνιστά εντελώς νέα πρόκληση. Οταν είχε συμβεί η τελευταία ύφεση, οι υπουργοί Οικονομικών γνώριζαν πως η πρώτη γραμμή άμυνας θα ήταν η κεντρική τράπεζα. Σημαντική μείωση επιτοκίων δανεισμού της τάξης αρκετών ποσοστιαίων μονάδων είναι η συνήθης απάντησε σε μεγάλες υφέσεις και η αποτελεσματικότητα του μέτρου αναγνωρίζεται ευρέως. Ομως οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν σημαντικούς περιορισμούς.
Για την ακρίβεια, το επιτόκιο δανεισμού βρίσκεται σχεδόν στο μηδέν, οπότε είναι πολύ περιορισμένο το περιθώριο για νέα μείωση. Παρ’ όλα αυτά η ΕΚΤ έστειλε τον Ιούνιο το μήνυμα πως είναι αποφασισμένη να δράσει. Τον Σεπτέμβριο ενδέχεται να λάβει αποφάσεις σε δύο μέτωπα. Το ένα είναι το επιτόκιο που επιβάλλεται στα πλεονάζοντα αποθεματικά. Αυτό το επιτόκιο είναι ήδη αρνητικό, πράγμα που σημαίνει πως οι τράπεζες πληρώνουν για να διατηρήσουν αποθεματικά στην ΕΚΤ. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να μειώσει και άλλο το επιτόκιο ελπίζοντας να ενισχύσει την οικονομία. Η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να αρχίσει ξανά το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων αγοράζοντας περισσότερα κρατικά ομόλογα. Αλλά σύντομα θα αντιμετωπίσει τον περιορισμό που αποφάσισε η ίδια όσον αφορά τις αγορές ομολόγων (33%).
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου διαθέσιμα γερμανικά κρατικά ομόλογα που θα μπορούσε να αγοράσει η ΕΚΤ αν σεβαστεί το όριο. Η συζήτηση αφορά τώρα σε ποια βήματα θα πρέπει να προχωρήσει ώστε να υπερνικήσει αυτούς τους περιορισμούς και να βρει αρκετά περιουσιακά στοιχεία υψηλής ποιότητας να αγοράσει. Ολη αυτή η δράση θα μπορούσε να αποβεί σχετικά χρήσιμη, ωστόσο η πραγματικότητα είναι πως η ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να ελέγξουν τον πληθωρισμό και να διαχειριστούν τον επιχειρηματικό κύκλο είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε αυτό το στάδιο.
Ο Βίτορ Κονστάνσιο, πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, παραδέχθηκε πρόσφατα πως «είναι θεωρητικός μύθος ότι η νομισματική πολιτική από μόνη της μπορεί να ελέγξει κατά βούληση τον πληθωρισμό σε οποιαδήποτε περίσταση». Στο ίδιο πνεύμα, ο Λάρι Σάμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ και καθηγητής Οικονομικών στο Χάρβαρντ, υποστηρίζει πως πλέον τα βασικά εργαλεία είναι η διαρθρωτική και δημοσιονομική πολιτική. Ετσι το βάρος πέφτει καθαρά στους ώμους των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών. Το βασικό συμπέρασμα είναι πως οι κεντρικές τράπεζες έχουν περιορισμένη δύναμη στην τρέχουσα περίσταση. Συνεπώς η ευθύνη για μακροοικονομική σταθεροποίηση βαρύνει τους υπουργούς Οικονομικών. Αυτό απαιτεί θεμελιώδη αλλαγή νοοτροπίας από μέρους τους. Δεν αρκεί όμως η χρήση των αυτόματων σταθεροποιητών, όπως είχε γίνει σε προηγούμενες υφέσεις, όπως προτείνει ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης Γενς Βάιντμαν; Το πρόβλημα είναι πως οι αυτόματοι σταθεροποιητές ενεργοποιούνται καθυστερημένα, όταν οι εργαζόμενοι έχουν ήδη χάσει τη δουλειά τους, και συνεπώς απλώς αμβλύνουν την ύφεση. Από μόνοι τους οι αυτόματοι σταθεροποιητές δεν επαρκούν ώστε να αποτρέψουν την εκδήλωση ύφεσης.
Συνεπώς είναι πλέον καιρός οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών να μετακινηθούν στην ενεργητική πρόληψη της ύφεσης. Θα πρέπει να προετοιμάζουν σωστά προγράμματα αύξησης δαπανών και μείωσης φόρων, τα οποία θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν γρήγορα στην περίπτωση που εκδηλωθεί ύφεση. Σχέδιο για αύξηση δαπανών σε περίπτωση ανάγκης θα έπρεπε να εισαχθεί ήδη από τώρα στον προϋπολογισμό του 2020. Δεδομένων των απειλών που υπάρχουν για τις οικονομικές προοπτικές και των αρνητικών πραγματικών επιτοκίων δανεισμού, θα έπρεπε να έχουν ήδη υιοθετηθεί ώστε να αντιμετωπιστεί η χρόνια υποχρηματοδότηση των επενδύσεων. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις η Ευρώπη έχει δύο αδυναμίες, τις επενδύσεις και την υπερβολική αποταμίευση. Θα ήταν ιδανικό τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής να εστιαστούν στο χάσμα επενδύσεων. Δύο σοβαρά μέτρα θα ήταν:
Πρώτον, ήταν σωστό η Γερμανία να αποφασίσει πλήρη φορολογική απόσβεση των εταιρικών επενδύσεων στη Γερμανία για περίοδο ας πούμε πέντε ετών. Το μέτρο δεν αποτελεί απλώς κίνητρο για νέες επιχειρηματικές επενδύσεις. Θα αντιμετώπιζε και μια χρόνια αδυναμία της γερμανικής οικονομίας: τον χαμηλό ρυθμό επιχειρηματικών επενδύσεων. Σε αντίθεση με μείωση της εταιρικής φορολογίας, ένα τέτοιο μέτρο δεν θα αποτελούσε παροχή προς τις εταιρείες αλλά περιορισμένης χρονικής διάρκειας κίνητρο για πραγματοποίηση επενδύσεων.
Δεύτερον, ένα σημαντικό σχέδιο δημοσίων επενδύσεων είναι απαραίτητο αν επιθυμεί η Ευρώπη να πετύχει τον στόχο για κλιματική ουδετερότητα. Θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο την Ευρώπη και θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί κυριολεκτικά με μηδενικό ή ακόμη και αρνητικό κόστος στην εποχή των μηδενικών επιτοκίων δανεισμού.
Ενα πράσινο νιου ντιλ, χρηματοδοτημένο μέσω ομολόγων που θα εκδώσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα ήταν το κατάλληλο μέτρο. Πολλοί στην Ευρώπη και στη Γερμανία, όπως για παράδειγμα οι γερμανικές αποταμιευτικές τράπεζες, διαμαρτύρονται για τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού. Είναι όμως φυσικό αυτά να είναι χαμηλά, διότι τόσο λίγα χρήματα επενδύονται και τόσο πολλά αποταμιεύονται. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να λύσει αυτό το πρόβλημα. Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρώπης μπορούν. Ηρθε η ώρα για αλλαγή νοοτροπίας από δημοσιονομική πολιτική που αντιδράει σε γεγονότα σε πολιτική που ενεργεί προληπτικά.
* Ο αρθρογράφος είναι διευθυντής του think tank Bruegel.