Υπέγραψαν συμφωνία ανακωχής ΗΠΑ – Κίνα

Υπέγραψαν συμφωνία ανακωχής ΗΠΑ – Κίνα

3' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Προϊόν ενός αργοπορημένου συμβιβασμού και κατώτερη των προσδοκιών η προκαταρκτική συμφωνία, ή αλλιώς «συμφωνία πρώτης φάσης», που υπέγραψαν χθες στην Ουάσιγκτον ο Ντόναλντ Τραμπ και ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης, Λιου Χε. Ο συμβιβασμός άργησε πολύ, καθώς έχουν προηγηθεί δύο χρόνια  αντιπαράθεσης, οι παρενέργειες της οποίας ρίχνουν βαριά σκιά στην παγκόσμια οικονομία. Και η συμφωνία αντιμετωπίζει κυρίως το ζήτημα του εμπορικού ελλείμματος που έχει η Ουάσιγκτον από το διμερές εμπόριο με την Κίνα και μειώνει μερικώς τους εκδικητικούς δασμούς της Ουάσιγκτον στα κινεζικά προϊόντα. Αφήνει, όμως, σε εκκρεμότητα τα πλέον ακανθώδη ζητήματα ανάμεσα στις δύο χώρες, όπως η πάγια τακτική της Κίνας να επιδοτεί τις κινεζικές επιχειρήσεις και ο επιθετικός τρόπος με τον οποίο προσπαθεί το Πεκίνο να κατακτήσει την κυριαρχία στην υψηλή τεχνολογία. Στην πλειονότητά τους οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν πως δεν φέρνει το τέλος του εμπορικού πολέμου. Προβλέπει, πάντως, για πρώτη φορά τιμωρητικά μέτρα στην περίπτωση που το Πεκίνο δεν τηρήσει τις δεσμεύσεις του. Σε αυτά αναφέρθηκαν, άλλωστε, Αμερικανοί αξιωματούχοι που έσπευσαν να μιλήσουν για σημαντική νίκη.

Η συμφωνία δεσμεύει την Κίνα να αυξήσει κατά 200 δισ. δολάρια την αξία των εισαγωγών της από τις ΗΠΑ, με έμφαση στην ενέργεια, στα αγροτικά και στα βιομηχανικά προϊόντα. Το Πεκίνο αναλαμβάνει να προσθέσει αμερικανικά προϊόντα μεταποίησης αξίας 75 δισ. δολαρίων σε χρονικό ορίζοντα δύο ετών, να αυξήσει τις εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ κατά 50 δισ. δολάρια και τις εισαγωγές υπηρεσιών κυρίως χρηματοπιστωτικών κατά 40 δισ. δολάρια. Σε διάστημα δύο ετών αναλαμβάνει, άλλωστε, να αυξήσει τις εισαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων κατά 32 δισ. δολάρια σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2017. Οπως τονίζουν αναλυτές του Reuters, αυτό δείχνει αύξηση κατά 16 δισ. δολάρια ετησίως, που σημαίνει πως οι εισαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων θα προσεγγίσουν τον στόχο των 40 δισ. έως 50 δισ. δολαρίων ετησίως, τον οποίο έχει θέσει ο Αμερικανός πρόεδρος. Οπως τόνισε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν, αν το Πεκίνο υλοποιήσει αυτές τις δεσμεύσεις, θα μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα που έχουν από το διμερές εμπόριο οι ΗΠΑ και το οποίο εκτινάχθηκε στα 428 δισ. δολάρια το 2018. Η συμφωνία θα αποβεί προς όφελος της αμερικανικής οικονομίας, σύμφωνα με τον οικονομικό σύμβουλο του Λευκού Οίκου, Λάρι Κάντλοου, καθώς θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες τόσο το 2020 όσο και το 2021.

Σε ό,τι αφορά τις πλέον αιχμηρές διαφωνίες ανάμεσα στις δύο χώρες, η Κίνα δεσμεύεται να βελτιώσει τις πρακτικές της αναφορικά με την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, απαγορεύοντας την εξαναγκαστική μεταφορά τεχνογνωσίας από τις αμερικανικές επιχειρήσεις στις κινεζικές με τις οποίες συνεργάζονται εντός Κίνας. Δεν καλύπτει, όμως, τα σοβαρότερα προβλήματα κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας που έχει θέσει η Ουάσιγκτον και την εξώθησαν να ασκήσει πιέσεις στο Πεκίνο. Από την πλευρά της η Ουάσιγκτον ανακαλεί τους δασμούς που σχεδίαζε να επιβάλει σε κινητά τηλέφωνα, παιχνίδια και φορητούς υπολογιστές από την Κίνα και μειώνει κατά το ήμισυ, στο 7,5% δηλαδή, τους δασμούς σε άλλα κινεζικά προϊόντα αξίας 120 δισ. δολαρίων, μεταξύ των οποίων οι επίπεδες οθόνες τηλεόρασης, τα συστήματα Bluetooth και τα υποδήματα. 

Στο μεταξύ ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να ανοίγει ξανά το μέτωπο του εμπορικού πολέμου με την Ευρώπη, καθώς απείλησε χθες με δασμούς στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα αν δεν ενεργοποιήσει η Ε.Ε. τον μηχανισμό διευθέτησης διαφορών που προβλέπει η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Επιφυλακτικοί οι αναλυτές 

Παρά τις δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων, που μίλησαν για σημαντική νίκη των ΗΠΑ, η συμφωνία δεν αναγκάζει την Κίνα να προχωρήσει σε καθοριστικές αλλαγές στο οικονομικό της μοντέλο και συγκεκριμένα στις πολιτικές που θεωρεί απειλητικές η Ουάσιγκτον: ανάμεσά τους η πολιτική επιδοτήσεων που προσφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις κινεζικές επιχειρήσεις και ο επιθετικός τρόπος με τον οποίο επιχειρεί το Πεκίνο να κατακτήσει την παγκόσμια υπεροχή στις νέες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινούμενων οχημάτων και της τεχνητής νοημοσύνης. Πρόκειται για τις πολιτικές αυτές που εξώθησαν τον Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει το πρώτο κύμα πρόσθετων δασμών σε κινεζικά προϊόντα τον Ιούλιο του 2018. Οπως τονίζει ο Εσουάρ Πρασάντ, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Κορνέλ και πρώην στέλεχος του ΔΝΤ, «δεν αντιμετωπίζει ουσιαστικά τα θεμελιώδη εμπορικά και οικονομικά ζητήματα ανάμεσα στις δύο πλευρές, τα οποία και παραμένουν». Την εκτίμησή του συμμερίζεται η πλειονότητα των οικονομικών αναλυτών, με τους πλέον επιφυλακτικούς να δηλώνουν στους New York Times πως τα θέματα αυτά είναι σχεδόν αδύνατον να αντιμετωπισθούν και οι δύο χώρες παραμένουν εξ ορισμού σε ανταγωνιστική σχέση. Εξάλλου, η Ουάσιγκτον δεν ανακαλεί  δασμούς που έχει επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ σε εισαγωγές κινεζικών βιομηχανικών προϊόντων και ανταλλακτικών αξίας περίπου 360  δισ. δολαρίων που χρησιμοποιούν οι αμερικανικές βιομηχανίες. Οπως τονίζουν οικονομικοί αναλυτές, οι δασμοί αυτοί ήταν εντελώς αδιανόητοι στην προ Τραμπ εποχή. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή