Ευφορία άγνωστης διάρκειας και αντοχής για τις μετοχές της Wall

Ευφορία άγνωστης διάρκειας και αντοχής για τις μετοχές της Wall

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν το έτος κατά το οποίο αυξήθηκε η τιμή σχεδόν κάθε μετοχής και μειώθηκε η αστάθεια. Οι μετοχές των μικρών εταιρειών είχαν την καλύτερη χρονιά τους και κάποιοι «αστέρες» της εποχής της φούσκας έκαναν εντυπωσιακή επάνοδο. Αραγε, ο ούριος άνεμος θα συνεχισθεί;

Η άνοδος του χρηματιστηρίου άρχισε αρκετά πριν γίνει ορατή η όποια ένδειξη τερματισμού των δεινών των επιχειρήσεων, τα οποία ξεκίνησαν την άνοιξη του 2000. Τα θεαματικότερα κέρδη καταγράφηκαν πέρυσι κατά το δεύτερο και τέταρτο τρίμηνο, ξεκινώντας λίγους μήνες πριν επιταχυνθεί αιφνιδίως η οικονομία, με ρυθμούς της τάξης του 8,2% σε ετήσια βάση. Αίφνης, αποστόμωσαν -έστω προσωρινά- όσους προέβλεπαν μια μακρά περίοδο νάρκης μετά το σκάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας στις ΗΠΑ, όπως συνέβη στην Ιαπωνία δέκα χρόνια νωρίτερα. Και έπειτα, στα τέλη του έτους, οι τιμές επιταχύνθηκαν ξανά.

Τόσο ισχυρή ήταν η άνοδος, ώστε πολλές μετοχές -συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων στον δείκτη Standard & Poor’s των μεγάλων εταιρειών και στον Russell 2000 των μικρών- να είναι σήμερα σε υψηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι το 2000, κατά την περίοδο των ζενίθ τους. Για το 2003, ο Dow Jones διαμορφώθηκε αυξημένος κατά 25% και ο S&P 500 κατά 26%, ενώ ο Nasdaq αυξήθηκε κατά 50% και ο Russell 2000 κατά 45%.

Για να τονωθεί η οικονομία χρειαζόταν μια παρατεταμένη δόση χαλαρής νομισματικής πολιτικής, δηλαδή η μείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 40ετίας και η διατήρησή τους εκεί, σε συνδυασμό με μια τεράστια δόση χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής, στην οποία ο συνδυασμός φορολογικών περικοπών και αυξήσεων των δαπανών έδωσε τέλος στα δημοσιονομικά πλεονάσματα της εποχής Κλίντον και δημιούργησε ελλείμματα που ενδέχεται να ξεπεράσουν ακόμα και τα ρεκόρ που σημειώθηκαν υπό την κυβέρνηση Ρέιγκαν. Το τελευταίο βήμα ήταν η αποστολή, από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, περισσότερων από 24 εκατομμύρια επιταγών, συνολικής αξίας 14 δισ. δολαρίων, για φοροαπαλλαγές προς γονείς, το καλοκαίρι. Καθόλου παράξενη η φρενίτιδα αγορών που ακολούθησε το φθινόπωρο. Κάποιοι, ωστόσο, δεν την είχαν διαβλέψει και οι υψηλές πωλήσεις οδήγησαν σε αποκατάσταση της αισιοδοξίας των εμπόρων λιανικής, εν όψει μάλιστα της εορταστικής περιόδου.

Η αισιοδοξία αυτή ίσως είναι κάπως υπερβολική. H ανάγνωση των προκαταρκτικών αποτελεσμάτων δείχνει ότι τα καταστήματα πολυτελών ειδών πήγαν καλά, αλλά και πως τα υπόλοιπα, που απευθύνονται σε χαμηλότερες κλίμακες της οικονομικής ιεραρχίας, αντιμετώπισαν δυσκολίες. Από τη γιορτή των Ευχαριστιών, ο S&P έχει σημειώσει άνοδο 5%. Ομως, ο μέσος όρος των εμπόρων λιανικής στα πολυκαταστήματα εντός του δείκτη σημείωσε πτώση 6%.

Αν η σεζόν αποδειχθεί χειρότερη απ’ ό,τι ελπίζει σήμερα η Γουόλ Στριτ -και η πτώση των τιμών των μετοχών των εταιρειών λιανικής δείχνει μάλλον ότι η εορταστική περίοδος δεν ήταν όσο καλή αναμενόταν- ίσως αυτό αποτελεί ένδειξη πως τα κίνητρα που παρείχαν οι φορολογικές μειώσεις αρχίζουν να εξαντλούνται. Στη χειρότερη περίπτωση, ίσως αρχίσει να γίνεται εμφανές ότι τα εντατικά μέτρα επιτάχυνσης κάλυψαν τον στόχο τους, δεν κατόρθωσαν όμως να προκαλέσουν τη διαρκή ανοδική πορεία που περιμένουν σήμερα οι επενδυτές. Πολλοί οικονομολόγοι, ωστόσο, πιστεύουν ότι οι επιχειρηματικές δαπάνες θα αυξηθούν αρκετά ώστε να αποσοβήσουν τυχόν επιβράδυνση των καταναλωτικών δαπανών.

Ουδείς αρνείται πως το χρηματιστήριο παρουσίασε ισχυρή άνοδο το 2003. Από τις 499 μετοχές του δείκτη S&P 500 που τέθηκαν σε διαπραγμάτευση καθ’ όλο το έτος, το 92% σημείωσε άνοδο. Στα 24 χρόνια για τα οποία διαθέτει στοιχεία η S&P, είναι οι καλύτερες επιδόσεις. Το ζήτημα είναι αν μπορεί κάτι τέτοιο να διαρκέσει. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι μπορεί ή τουλάχιστον πως η ευρύτερη αγορά δεν πρόκειται σύντομα να πέσει. Είναι η πρώτη φορά από το 1980, όταν η Standard & Poor’s άρχισε να τηρεί στατιστικά στοιχεία, που τουλάχιστον 400 μετοχές του σχετικού δείκτη σημείωσαν άνοδο. Οι άλλες φορές ήταν το 1985, το 1991, το 1995 και το 1997. Σε κάθε περίπτωση, ο δείκτης σημείωσε άνοδο την επόμενη χρονιά, έστω και μικρότερη απ’ ό,τι το προηγούμενο έτος, και οι μετοχές που αυξήθηκαν ήταν περισσότερες από εκείνες που έπεσαν, παρότι ο αριθμός των αυξήσεων περιορίστηκε σε λιγότερες από 400. Οι επιδόσεις του 2003 φαίνεται πως «έκαναν θαύματα» για την επενδυτική εμπιστοσύνη. Εστω και αν τα σκάνδαλα έπληξαν το κύρος της βιομηχανίας αμοιβαίων κεφαλαίων, δισεκατομμύρια δολάρια επενδύθηκαν. Επενδυτές οι οποίοι παρέμειναν στις μετοχές με τις καλύτερες επιδόσεις των χρόνων της φούσκας -ιδιαίτερα εκείνες της υψηλής τεχνολογίας και των τηλεπικοινωνιών, αλλά και κάποιες μεγάλης κεφαλαιοποίησης- δεν πλησιάζουν επ’ ουδενί εκείνα τα επίπεδα. Οσοι, όμως, είχαν μεγαλύτερη διασπορά στο χαρτοφυλάκιό τους από εκείνα τα χρόνια, ίσως σήμερα να είναι πλουσιότεροι από κάθε άλλη φορά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή