Μπορεί το ασθενές δολάριο να γεννήσει μια ισχυρή Ευρώπη;

Μπορεί το ασθενές δολάριο να γεννήσει μια ισχυρή Ευρώπη;

6' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ασθενής Ευρώπη, ασθενές ευρώ, έλεγαν κάποιοι όταν εδημιουργείτο το ευρωπαϊκό νόμισμα… Δεν θα είμαστε σκληροί σήμερα, που το δολάριο υποχωρεί, με όλους εκείνους που θεωρούσαν ότι ένα «νόμισμα χωρίς κράτος» σαν το ευρώ ήταν διαρθρωτικά καταδικασμένο στην πτώση.

Η ισχύς του δολαρίου φαινόταν τότε σαν ένα από τα χαρακτηριστικά της αμερικανικής δύναμης. Μπορεί η σύλληψη του Σαντάμ Χουσεΐν να ενίσχυσε τις πιθανότητες επανεκλογής του Μπους, για το δολάριο πάντως δεν έκανε τίποτα. Ηδη μετά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, ένας θριαμβευτής Τζορτζ Μπους πατέρας παρακολούθησε το δολάριο να βυθίζεται στο ισοδύναμο του 1,40 προς 1 ευρώ. Αρκετοί αναλυτές στοιχηματίζουν σε μια τέτοια ισοτιμία για το τέλος του έτους. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι η σύνδεση οικονομικών και πολιτικών ζητημάτων είναι σαφώς χαλαρότερη απ’ όσο γενικά νομίζεται.

Η αξία του δολαρίου καθορίζεται, όπως και κάθε πρώτης ύλης, από την προσφορά και τη ζήτηση. Η προσφορά είναι το εξωτερικό έλλειμμα: όσο μεγαλύτερο είναι, τόσο περισσότερο πουλάει η Αμερική το νόμισμά της (τίτλους σε δολάρια) στον υπόλοιπο κόσμο για να το χρηματοδοτήσει. Η ζήτηση είναι η έλξη στους επενδυτές από την αμερικανική οικονομία και τις υποσχέσεις της για μεγέθυνση. Τη δεκαετία του 1990 η αμερικανική μεγέθυνση έμοιαζε ακαταμάχητη, όλοι ήθελαν να επενδύσουν στη Γουόλ Στριτ και το δολάριο ανέβαινε.

Εγκλωβισμός στο Μάαστριχτ

Σήμερα, συγκυριακά ίσως, η αμερικανική μεγέθυνση δεν φαίνεται πλέον επαρκής, παρά την ανάκαμψη της Γουόλ Στριτ και τις υποσχέσεις που παραμένουν υπέρτερες των ευρωπαϊκών, για να πεισθούν οι επενδυτές να αγοράσουν τα 500 δισ. δολάρια περίπου που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση του αμερικανικού ελλείμματος.

Για τις ΗΠΑ η εξέλιξη του δολαρίου μοιάζει ωστόσο με ένα σχήμα win-win, όπου κερδίζει κανείς σε κάθε περίπτωση. Είτε η μεγέθυνση θα είναι ισχυρή και το δολάριο θα διασωθεί. Είτε θα είναι ασθενής και η υποτίμησή του θα ευνοήσει την αμερικανική ανάκαμψη, τονώνοντας τις εξαγωγές.

Για τους Ευρωπαίους, αντίστροφα, το χάπι είναι πικρό: είτε οι Αμερικανοί θα επαναλάβουν την επίδοση της δεκαετίας του 1990 και η υστέρηση της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ θα επιβεβαιωθεί. Είτε όχι, και η υποτίμηση του δολαρίου θα επιφέρει στην ευρωπαϊκή μεγέθυνση τον κίνδυνο της στασιμότητας.

Γιατί οι Αμερικανοί δείχνουν τόση άνεση στο χειρισμό ελλειμμάτων και υποτιμήσεων έναντι των Ευρωπαίων;

Το επιχείρημα ότι διαθέτουν το «εξαιρετικό προνόμιο» να μπορούν να χρηματοδοτούν το χρέος τους με το δικό τους νόμισμα δεν στέκει. Γιατί το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της Ευρώπης ή της Ιαπωνίας. Το άλλο επιχείρημα, ότι οι Ευρωπαίοι έχουν εγκλεισθεί στο Μάαστριχτ ενώ οι Αμερικανοί έχουν ελευθερία επιλογών, είναι πιο σωστό, αλλά αφήνει ανοιχτό όλο το ερώτημα γιατί οι Ευρωπαίοι επέλεξαν ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο.

Για να συλλάβουμε την πηγή αυτής της διαφοράς δεν περιττεύει να υπενθυμίσουμε κατ’ αρχάς ότι το δολάριο ήταν για πολύ καιρό ένα βάρος στην άσκηση της αμερικανικής πολιτικής. Η δεκαετία του 1960 έφερε μια σειρά κρίσεων, με αποθέωση την απόφαση του Ρίτσαρντ Νίξον να άρει τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, στις 15 Αυγούστου 1971. Και η κρίση συνεχίσθηκε τη δεκαετία του 1970, με το δολάριο να φθάνει στο χείλος της αβύσσου επί προεδρίας Κάρτερ, πέρα από τα τέσσερα γαλλικά φράγκα, το ισοδύναμο σήμερα του 1,70 ευρώ!

Το «ηλεκτροσόκ» Βόλκερ

Εκείνην την εποχή, του πληθωρισμού και της ύφεσης, είναι που δημιουργήθηκε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, που θα οδηγούσε κατόπιν στο ευρώ. Το μοντέλο δόθηκε από τη Γερμανία, η οποία πέρασε την κρίση καλύτερα από τις άλλες χώρες χάρη σε μια πείσμωνα κεντρική τράπεζα, την Μπούντεσμπανκ, που διακατεχόταν από το φόβο των δύο υπερπληθωρισμών πριν και μετά τον πόλεμο και που κατόρθωσε να αποτρέψει τον πληθωρισμό χωρίς να βλάψει (υπερβολικά) τη μεγέθυνση.

Για να σπάσουν το πληθωριστικό ρεύμα της δεκαετίας του 1970, οι ΗΠΑ διάλεξαν διαφορετικό δρόμο: την απότομη διόρθωση. Υπό την αιγίδα του προκατόχου του Αλαν Γκρίνσπαν, Πολ Βόλκερ, τα επιτόκια υψώθηκαν σε αστρονομικές τιμές (που προκάλεσαν την κρίση των χρεομένων χωρών της Λατινικής Αμερικής). Η ύφεση που ακολούθησε ήταν από τις εντονότερες μετά τη δεκαετία του 1930. Αλλά με τον τρόπο αυτόν, το «ηλεκτροσόκ» του Βόλκερ έσπασε τις πληθωριστικές προσδοκίες και αποκατέστησε την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής. Σε αντίθεση με το γερμανικό μοντέλο μιας Μπούντεσμπανκ που προλαμβάνει την κρίση θέτοντας κανόνες εκ των προτέρων, το αμερικανικό μοντέλο φαίνεται να είναι μια απόφαση που την επιλύει εκ των υστέρων.

Στη βάση αυτού του κεκτημένου ο κ. Γκρίνσπαν αισθάνεται ότι δικαιούται να αναλάβει, όπως έχει ομολογήσει, τον κίνδυνο ενός υψηλότερου πληθωρισμού για να αποφύγει τον αποπληθωρισμό, έτοιμος να διορθώσει ισχυρά κατόπιν. Ακόμα πρόσφατα, το 2001, μπροστά στον κίνδυνο αναζωπύρωσης του πληθωρισμού δεν δίστασε να αυξήσει αιφνίδια τα επιτόκια, προκαλώντας μιαν ύφεση από την οποία ορισμένοι πίστευαν ότι η αμερικανική οικονομία ήταν προστατευμένη. Αν η αμερικανική πολιτική παίζει, επομένως, το παιχνίδι μιας μεγαλύτερης ευελιξίας βραχυπρόθεσμα, σέρνοντας σ’ αυτό το αυλάκι το δολάριο, διακινδυνεύει πάντα τις απότομες μεταστροφές.

Ο κίνδυνος μιας κρίσης

Μπορεί η πτώση του δολαρίου να είναι έως τώρα λελογισμένη, κανείς ωστόσο δεν μπορεί να αποκλείσει μια πραγματική κρίση. Ηδη οι τιμές των πρώτων υλών έχουν ανέβει. Σε ευρώ η άνοδος δεν φαίνεται λόγω της ανατίμησης, αλλά σε δολάρια το κόστος θα είναι βαρύ.

Δεν μπορεί να αποκλεισθεί μια αναζωπύρωση του πληθωρισμού που θα ανάγκαζε τη νομισματική πολιτική σε μια νέα βίαιη προσαρμογή, πριν ακόμα εδραιωθεί η ανάκαμψη. Η αντίδραση της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής θα μπορούσε να είναι τόσο οξύτερη, όσο η αξιοπιστία του άλλου σκέλους της οικονομικής πολιτικής, η δημοσιονομική πολιτική, επίσης θα δοκιμασθεί σύντομα.

Η ανευθυνότητα της κυβέρνησης Ρέιγκαν, που εμπνέει σήμερα την κυβέρνηση Μπους, είχε ήδη προκαλέσει μια σημαντική διόρθωση, όταν η κυβέρνηση Κλίντον υποχρεώθηκε να αυξήσει τους φόρους για να ανακόψει τα ανερχόμενα δημόσια ελλείμματα.

Η πλειονότητα των Αμερικανών οικονομολόγων έχουν εκφράσει σήμερα την ανησυχία τους απέναντι στον δημοσιονομικό τυχοδιωκτισμό του Μπους, που επιδείνωσε πάνω από 6 μονάδες του ΑΕΠ το δημόσιο έλλειμμα. Και αν δεν βρεθεί ένας νέος Κλίντον για να καθαρίσει τους ρεπουμπλικανικούς στάβλους; Και αν απέναντι σε μια κατάρρευση του δολαρίου δεν βρεθεί ένας νέος Βόλκερ για να ανακόψει ένα νέο πληθωριστικό κύμα; Οπωσδήποτε είμαστε μακριά από την περίοδο Κάρτερ, αλλά ο κίνδυνος παραμένει.

Προληπτική αυστηρότητα

Γίνεται κατανοητό ότι για να μη χρειασθεί να δοκιμάσουν τη δική τους ικανότητα ανταπόκρισης σε τέτοιους κινδύνους οι Ευρωπαίοι διάλεξαν ένα διαφορετικό δρόμο, την «προληπτική αυστηρότητα». Ετσι κλείστηκαν, όμως, στην παγίδα μιας μη προσαρμοσμένης οικονομικής πολιτικής. Στη Γερμανία, κατ’ αρχάς, η αδιαλλαξία της Μπούντεσμπανκ κατά την επανένωση ανάγκασε τη χώρα να μπει στο ευρώ με το νόμισμά της υπερτιμημένο τουλάχιστον κατά 20% και καθιστώντας την ιδιαίτερα ευάλωτη στην τωρινή πτώση του δολαρίου.

Το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας, κατόπιν, τινάχθηκε στον αέρα, και επειδή ήταν «ηλίθιο» (άκαμπτο) και επειδή είχε χάσει τη γερμανική υποστήριξη που ήταν απαραίτητη για την πολιτική του νομιμοποίηση. Η υπερβολική αυστηρότητα σκοτώνει την αυστηρότητα: οι Ευρωπαίοι δημιούργησαν, προληπτικά, τη δική τους κρίση. Χωρίς να παντρευτούμε υποχρεωτικά τον υπερακτιβισμό της υπερδύναμης, καλό θα ήταν να βρεθεί ένας πιο σωστός μέσος δρόμος.

Ενας από τους λόγους που εμποδίζουν τους Ευρωπαίους να φανούν λίγο τολμηρότεροι είναι η βαθιά αμφιβολία για την ευρωστία των θεσμών τους. Πράγματι, λίγο είναι να πούμε ότι το ευρωπαϊκό θεσμικό τρίποδο Επιτροπή – ΕΚΤ – Ευρωομάδα λειτουργεί στη βάση της δυσπιστίας. Η Επιτροπή μόλις ανήγγειλε ότι θα φέρει στα δικαστήρια την παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας από τη Γαλλία και τη Γερμανία. Ασχημα προοιωνίζεται έτσι μια «συντονισμένη» απάντηση των Ευρωπαίων. Μια θεσμική λύση είναι αναγκαία.

Υπουργός Οικονομίας Ε.Ε.

Μια ιδέα, μεταξύ πολλών άλλων, θα ήταν να δημιουργηθεί, δίπλα στον Ευρωπαίο υπουργό Εξωτερικών που προβλέπει η συνέλευση, ένας υπουργός οικονομίας ο οποίος θα είχε, σαν τον διπλωμάτη ομόλογό του, το διπλό καπέλο του Εcofiκαι της Επιτροπής καθώς και το κύρος να μιλάει, δίπλα στον Ζαν-Κλοντ Τρισέ, γαι τα νομισματικά ζητήματα και τους δημοσιονομικούς προσανατολισμούς της Ευρώπης.

Αυτό θα επέβαλλε να σκεφθούμε διαφορετικά την επιταγή της δημοσιονομικής αυστηρότητας, πράγμα σε κάθε περίπτωση απαραίτητο σήμερα. Αν προέκυπτε μια λογική λύση, τότε ίσως το ασθενές δολάριο να βοηθούσε να γεννηθεί μια ισχυρή Ευρώπη.

Δημοσιεύθηκε στη Le Monde στις 21.1.2004.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή