Το ενισχυμένο ρούβλι και η ισοτιμία με το δολάριο

Το ενισχυμένο ρούβλι και η ισοτιμία με το δολάριο

3' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μεγάλη βαρύτητα αποδίδουν τον τελευταίο καιρό τα MME της Ρωσίας στην ισοτιμία του ρουβλίου έναντι του δολαρίου για πρώτη φορά μετά την υποτίμηση του νομίσματος, το 1998. Αυτή τη φορά, όμως, εκτενής αναφορά γίνεται στην ενίσχυση του ρουβλίου. Κατά τη διάρκεια του περσινού έτους, το δολάριο, το οποίο θεωρείται από τους Ρώσους το ασφαλέστερο καταφύγιο των αποταμιεύσεών τους, έχει υποχωρήσει κατά 20% έναντι του ρουβλίου, αναγκάζοντας πολλούς να αναθεωρήσουν τις επενδυτικές τους επιλογές. «H ενίσχυση της ισοτιμίας ρουβλίου/δολαρίου δυσχεραίνει τις αποφάσεις των παραγωγών, ιδιαίτερα των εξαγωγέων, αλλά η ζωή των καταναλωτών διευκολύνεται», επισημαίνει η Γουλίεβα Τσεπλιγιαγέβα, οικονομολόγος της ING. Στη συνέχεια, αναφέρει η ίδια ότι η επίδραση της φαινομενικής ανόδου του ρουβλίου είναι ουδέτερη, καθότι έχει συντελεστεί σε συνάρτηση με την κατά 7% επέκταση της οικονομίας και την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων.

Οι αναλυτές της αγοράς διευκρινίζουν ότι η ανατίμηση του ρουβλίου οφείλεται, εν μέρει, στην παγκόσμια αποδυνάμωση του αμερικανικού νομίσματος. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Φιευγκένι Γκαβριλένκοφ, οικονομολόγου της Troika Dialog, ο οποίος τονίζει ότι «δεν πρόκειται για την καθ’ εαυτή ενίσχυση του ρουβλίου, αλλά για την πτώση του δολαρίου σε παγκόσμια κλίμακα».

Παράλληλα, όμως, το 2003 σημειώθηκε πτώση των εκροών κεφαλαίων, στα 2,9 δισ. δολαρίων έναντι των αντίστοιχων 8,1 δισ. δολαρίων του 2002, μια εξέλιξη που οφείλεται και στην ενίσχυση του ρουβλίου. «H εξέλιξη αυτή θα στηρίξει τον τομέα κατανάλωσης, καθώς τα εισοδήματα των Ρώσων πολιτών ενισχύονται, ενώ η αξία των εισαγωγών καθίσταται πιο ελκυστική», σχολιάζει η κ. Τσεπλιγιαγέβα, τονίζοντας ότι ο τομέας επενδύσεων θα ενισχυθεί περαιτέρω και θα αυξηθούν οι εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων.

Υπό την προϋπόθεση ότι το ρούβλι θα συνεχίζει να ενισχύεται έναντι του δολαρίου, τα νοικουριά της Ρωσίας εκτιμάται ότι θα αρχίσουν να μετατρέπουν τις αποταμιεύσεις από δολάρια σε ρούβλια, καταθέτοντάς τα μάλιστα σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Επί του παρόντος, οι αποταμιεύσεις των Ρώσων σε δολάρια εκτιμάται ότι ανέρχονται στα 60 δισεκατομμύρια, αντικατοπτρίζοντας το ήμισυ των συνολικών αποταμιεύσεων του πληθυσμού της χώρας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κ. Τσεπλιγιαγέβα, μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους, το δολάριο θα ισούται με 25 με 30 ρούβλια, ενώ προ ενός έτους ανέρχονταν στα 31,5 ρούβλια.

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι οικονομολόγοι που δεν θεωρούν βέβαιη τη μεγαλύτερη άνοδο του ρουβλίου έναντι του δολαρίου. Οι ανοδικές πιέσεις που δέχεται το ρούβλι θα υποχωρήσουν προς τα τέλη του δεύτερου εξαμήνου του 2004, μετά την αναμενόμενη αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, κατά την άποψη του οικονομολόγου Βλαντισλάβ Ορέσκιν του επενδυτικού οίκου UFG. Εάν η εκτίμηση αυτή επαναληθευτεί, τότε θα οδηγήσει μεταξύ άλλων στη μείωση της επίδρασης του πετρελαίου -που αποτελεί βασικό εξαγωγικό προΐον της Ρωσίας, το οποίο τιμολογείται σε δολάρια- στο σύνολο της οικονομίας. Κάτι τέτοιο θα συμβεί, ιδιαίτερα, εάν περισσότεροι Ρώσοι αυξήσουν τις καταθέσεις ή τις δαπάνες τους σε ρούβλια.

Οι περισσότεροι οικονομολόγοι εστιάζουν στην πραγματική ισοτιμία του ρουβλίου ή των διακυμάνσεων που συντελούνται στην ισοτιμία του εν λόγω νομίσματος έναντι ενός καλαθιού δολαρίων και ευρώ. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας, το ρούβλι έχει ενισχυθεί κατά 4% έναντι του προαναφερομένου καλαθιού.

«Η ενίσχυση της πραγματικής ισοτιμίας του νομίσματος της χώρας οδηγεί ουσιαστικά στην αύξηση των επενδύσεων και της ζήτησης», τονίζει ο κ. Γκαβριλένκοφ. Μετά την κρίση του 1998, τα νοικοκυριά της χώρας περιόρισαν τις δαπάνες τους σε βασικά αγαθά. Δεδομένης, όμως, της κατά 14% αύξησης του μέσου εισοδήματος στη χώρα, μόνον, κατά τη διάρκεια του 2003, οι Ρώσοι στοχεύουν πλέον στην κατανάλωση αγαθών υψηλότερης ποιότητας. Συνεπώς, οι εγχώριες εταιρείες δεν δύναται να ανταγωνιστούν τους εισαγωγείς αποκλειστικά σε όρους τιμών. H δημιουργία ενός ανταγωνιστικότερου περιβάλλοντος αναγκάζει, σήμερα, τις ρωσικές εταιρείες να προχωρήσουν επιθετικά στην αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων τους, αρχίζοντας με περικοπές προσωπικού. Ως αποτέλεσμα, το εργατικό δυναμικό μειώθηκε πέρυσι κατά 6%, ενώ η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 7%.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή