Να επαναφέρουμε τη μνήμη των πολιτικών πλήρους απασχόλησης

Να επαναφέρουμε τη μνήμη των πολιτικών πλήρους απασχόλησης

6' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η αλληλεγγύη, σε μια κοινωνία όπου επικρατεί επίμονη μαζική ανεργία, κοστίζει πολύ ακριβά. Η διαπίστωση αυτή, όσο κι αν είναι προφανής, δείχνει ξεκάθαρα τους δύο δυνατούς δρόμους για να μειωθεί αυτό το κόστος. Ο πρώτος προϋποθέτει να γίνει η κοινωνία λιγότερο αλληλέγγυα, ο δεύτερος να μην ανέχεται πλέον ένα μόνιμα υψηλό επίπεδο ανεργίας. Για να εξοικονομήσουμε πόρους θα έπρεπε συνεπώς, είτε να απαλλαγούμε από την αλληλεγγύη, είτε να νικήσουμε την ανεργία.

Ο δεύτερος δρόμος μοιάζει πρακτικά ανεφάρμοστος -υπάρχει η αίσθηση ότι έχουμε προσπαθήσει τα πάντα- τόσο, ώστε μόνον ο πρώτος να φαίνεται βατός. Επιπλέον θεωρείται πιο παραγωγικός. Η κυρίαρχη άποψη υποστηρίζει, πράγματι, ότι υπάρχει συνάρτηση μεταξύ αλληλεγγύης και ανεργίας, τέτοια ώστε η μείωση της πρώτης να επέτρεπε την επάνοδο στην πλήρη απασχόληση. Διότι η επιλογή της αλληλεγγύης, καθώς καθιστά ακριβότερο το κόστος εργασίας, θα αποθάρρυνε τις προσλήψεις. Και επειδή μειώνει τον καθαρό μισθό, ταυτόχρονα θα αποδυνάμωνε το κίνητρο για τη μετάβαση από την ανεργία στην εργασία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η προσέγγιση ήταν παρούσα στο πνεύμα των κοινωνικών εταίρων όταν κατέληγαν στη συμφωνία για την επιδότηση της ανεργίας, μια από τις επιπτώσεις της οποίας ήταν να μειωθεί ο χρόνος επιδότησης και επομένως να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των ανέργων χωρίς πια δικαιώματα από τον Ιανουάριο του 2004. Παρά αυτήν την προφανώς αρνητική, για να μην πούμε άσχημη, συνέπεια για μια κατηγορία του πληθυσμού ήδη ευάλωτη, οι κοινωνικοί εταίροι υποχρεώθηκαν να συμφωνήσουν σε μιαν (ελαφρά) αύξηση των επιδομάτων ανεργίας για να αποφύγουν μιαν ακόμα σημαντικότερη υποβάθμιση του συστήματος επιδότησης.

Διπλή ήττα

Τελικά χάνουμε και στα δύο πεδία -το κόστος εργασίας ανεβαίνει, και οι συνθήκες ζωής των ανέργων γίνονται ακόμα δυσκολότερες.

Η αξίωση βραχύ ή μεσοπρόθεσμου ισοσκελισμού στους λογαριασμούς της Unedic (στμ. του γαλλικού Οργανισμού Απασχόλησης) είναι ιδιαίτερα παράλογη, αφού οδηγεί είτε στη μείωση της επιδότησης της ανεργίας, είτε στην αύξηση του κόστους εργασίας, όταν η ανεργία ανεβαίνει. Τι νόημα έχει να θεσπίζουμε ένα σύστημα επιδότησης της ανεργίας που εξαρτάται από το ίδιο το επίπεδο της ανεργίας, και είναι πιο γενναιόδωρο όσο ασθενέστερη είναι η ανεργία, και λιγότερο γενναιόδωρο όσο ανεβαίνει; Μπορούμε να φανταστούμε καλύτερο τρόπο να εντείνουμε την ανασφάλεια, να κάνουμε πιο πολύπλοκη τη ζωή των ανθρώπων, θολώνοντας τα ερείσματά τους; Πρόκειται για την προσδοκία ότι οι άνεργοι, κάτω από το άγχος να βρεθούν χωρίς πόρους ή σχεδόν, θα ψάχνουν για δουλειά με μεγαλύτερο ζήλο, όπως και ότι οι μισθωτοί θα δουλεύουν με μεγαλύτερο ζήλο, αν η μεταρρύθμιση κάνει την κατάστασή τους επισφαλέστερη.

Ο εθισμός στον αποκλεισμό καταλήγει πάντοτε, μετά από μια περίοδο οδυρμών, στην απόδοση της ευθύνης στους ίδιους τους αποκλεισμένους. Η εποχή μας έχει πλήρως αφομοιώσει αυτό το είδος συλλογισμού. Η επιβράβευση των κυβερνήσεων τώρα βασίζεται στην ικανότητά τους να διεξάγουν μεταρρυθμίσεις που επιτρέπουν τη μέγιστη δυνατή μείωση του βαθμού αλληλεγγύης. Το «θάρρος» του καγκελαρίου Σρέντερ εγκωμιάζεται ομόφωνα, διότι η Ατζέντα 2010 που πρότεινε προχωρεί μακριά στην κατεύθυνση του περιορισμού των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Ας δεχθούμε ότι πρόκειται, πράγματι, για την καλύτερη στρατηγική. Δεν κινδυνεύει ωστόσο να οδηγήσει σε πολιτικό αδιέξοδο; Είναι καλό ότι σε ένα δημοκρατικό κ§αθεστώς πρέπει συνεχώς να νοιαζόμαστε για την κοινωνική αποδοχή των προτεινομένων μεταρρυθμίσεων. Είναι όμως εύκολο να καταλάβουμε γιατί η κοινωνία είναι τόσο αρνητική σε κάθε περιορισμό του βαθμού αλληλεγγύης όταν οι καιροί είναι δύσκολοι.

Συσσώρευση ανασφάλειας

Σε περίοδο βραδείας μεγέθυνσης και επιδείνωσης της ανεργίας, οι οικονομικές και κοινωνικές ανασφάλειες εντείνονται: η καθημερινή επιβίωση είναι πηγή αγωνίας για αρκετούς ανθρώπους, που φοβούνται ότι δεν θα μπορούν πια να τη διασφαλίσουν. Και οι υποσχέσεις για ρόδινα αύριο δεν καθησυχάζουν, διότι ο παρών χρόνος είναι αυτός που πρέπει να διανυθεί. Οταν, επιπλέον, το σύστημα κοινωνικής προστασίας γίνεται λιγότερο γενναιόδωρο, οι ανασφάλειες συσσωρεύονται, καθώς τα άτομα αφήνονται στις δικές τους δυνάμεις την ώρα που περισσότερο χρειάζονται τους άλλους.

Θα μπορούσαμε έτσι να αντιστρέψουμε την αιτιότητα που δεσπόζει στην κυρίαρχη σκέψη. Επειδή το επίπεδο ανεργίας είναι υψηλό, είναι ισχυρό το αίτημα της αλληλεγγύης και υψηλό το κόστος της. Κανονικά οι ασφαλίσεις δεν κοστίζουν ακριβά όταν γίνονται λίγα ατυχήματα.

Ενα άλλο χαρακτηριστικό της τωρινής κατάστασης όμως μας επιτρέπει να καταλάβουμε την ισχύ του αιτήματος των ανθρώπων για ασφάλεια: στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες η ανεργία εδραιώθηκε σε ένα τέτοιο επίπεδο εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες, έτσι ώστε να έχει χαθεί η ίδια η ανάμνηση της πλήρους απασχόλησης. Η οικονομική ανασφάλεια είναι ισχυρότερη επειδή είναι πιο ριζική: η απώλεια μιας θέσης απασχόλησης μπορεί να οδηγήσει στον οριστικό αποκλεισμό από την αγορά εργασίας. Αν οι περίοδοι ανεργίας, έστω και μαζικής, ήσαν σύντομες και ακολουθούνταν από περιόδους πλήρους απασχόλησης, ο καθένας θα μπορούσε να βασίζεται στον εαυτό του για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη φάση. Σίγουρος ότι θα ξανάβρισκε κάποιο εισόδημα, η ανάγκη του για τους άλλους θα αμβλυνόταν. Το μερίδιο των συλλογικών δαπανών θα μπορούσε επομένως να είναι μικρότερο, αφού ο καθένας θα μπορούσε να καλύπτεται με ιδιωτικούς τρόπους κατά των κυρίων κινδύνων της ζωής. Αλλά ας σημειώσουμε ότι θα μπορούσε επίσης να είναι μεγαλύτερο, καθώς το κόστος της αλληλεγγύης θα περιοριζόταν από την πλήρη απασχόληση. Διότι σε μια τέτοια κατάσταση οι κοινωνικές δαπάνες είναι χαμηλές και ο αριθμός των εισφερόντων στο σύστημα πολύ σημαντικότερος. Η κοινωνική επιλογή γίνεται επομένως πολύ πιο ελεύθερα, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, όταν επικρατεί πλήρης απασχόληση: καθορίζεται περισσότερο από πολιτισμικούς και ανθρωπολογικούς παράγοντες, παρά από τους καταναγκασμούς ενός οικονομικού δόγματος, ή από την επιταγή «να μειωθεί το κόστος».

Αβεβαιότητα, όχι βόλεμα

Αλλά στην ανασφάλεια της απασχόλησης, όλα τα στοιχεία κοινωνικής προστασίας φαίνονται αναγκαία -η προστασία της εργασίας, η ασφάλιση της ασθένειας, η σύνταξη, όλα τα κοινωνικά ελάχιστα όρια…- διότι σημαίνει ακριβώς ότι οι άνθρωποι βρίσκονται σε αβεβαιότητα αν θα μπορούν στο μέλλον να ικανοποιούν τις ανάγκες για την επιβίωσή τους. Ετσι εξηγείται η ισχυρή αντίσταση των ευρωπαϊκών κοινωνιών στη μείωση της προστασίας τους, και όχι με την προτίμησή τους για το βόλεμα. Δεν είναι ότι αντιστέκονται στην αλλαγή, όπως επιπόλαια ισχυρίζονται ορισμένοι, αλλά ότι ζουν μόνιμα κάτω από την απειλή της ανεργίας, και ότι έχουν μάθει να γνωρίζουν τις καταστάσεις αποκλεισμού που μπορούν να επακολουθήσουν.

Μια εξασθένηση του βαθμού αλληλεγγύης σε κατάσταση μαζικής ανεργίας οδηγεί έτσι λογικά στην αύξηση του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών. Η ένταση της ανασφάλειας επαναφέρει συμπεριφορές μεγαλύτερης προφύλαξης. Δεν μπορεί κανείς να θέλει τα πάντα και το αντίθετό τους, γκρινιάζοντας σήμερα ότι η κατανάλωση δεν είναι πιο δυναμική. Στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το πολύ υψηλό ποσοστό αποταμίευσης, σε ιστορικά επίπεδα μερικές φορές, δείχνει την ένταση της αβεβαιότητας. Η αναγγελία της μεγέθυνσης στην ήπειρό μας άλλωστε βασίζεται στην προσδοκία ανάκαμψης στον υπόλοιπο κόσμο, και όχι στις υποτιθέμενες ευνοϊκές επιπτώσεις από μια μείωση του βαθμού αλληλεγγύης.

Πλήρης απασχόληση

Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε γιατί, στο περιβάλλον όπου ζούμε πάνω από δύο δεκαετίες τώρα, η πιο επείγουσα διαρθρωτική μεταρρύθμιση είναι μια πολιτική για τη μεγέθυνση με στόχο την πλήρη απασχόληση. Μόνο μια τέτοια προοπτική θα μπορούσε να μεταβάλει το σύστημα προσδοκιών και κινήτρων των οικονομικών φορέων και να επιτρέψει στους πολίτες να επιλέξουν ελεύθερα το βαθμό αλληλεγγύης που επιθυμούν. Ισως να συμφωνούσαν τότε με μεταρρυθμίσεις τις οποίες σήμερα αρνούνται για λόγους ανασφάλειας. Αν οι οικονομικές πολιτικές στην Ευρώπη είχαν βάλει την ίδια αποφασιστικότητα στην καταπολέμηση της ανεργίας όπως στη συγκράτηση του πληθωρισμού, είναι πολύ πιθανό να είχαν επιτύχει, και οι μεταρρυθμίσεις, που επιδιώκονταν από πεποίθηση ή από ανάγκη, να είχαν γίνει εφικτές.

Στη σημερινή κατάσταση έχουμε ακινητοποιηθεί: Οι μεταρρυθμίσεις, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τείνουν να μειώνουν την αλληλεγγύη, δεν μπορούν να προχωρήσουν εξαιτίας της έντασης του κοινωνικού αιτήματος για ασφάλεια. Και έχουμε χάσει τη μνήμη των πολιτικών και των καιρών της πλήρους απασχόλησης. Δεν έχει έρθει η στιγμή να ξαναβρούμε εκείνο το πνεύμα μας;

Δημοσιεύθηκε στη Le Monde στις 31.1.2004.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή