Διψούν για «αβεβαιότητα»…

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχουν ορισμένα αγρίμια στη ζούγκλα των αγορών που δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ όλους για την αβεβαιότητα. Οι διαπραγματευτές αγοράζουν και πωλούν «αβεβαιότητα» με τόση ευκολία σαν να εμπορεύονται απτά αγαθά, όπως είναι τα προϊόντα κρέατος και τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. Οσο περίεργο και αν ακούγεται, δεν υπάρχει καμία δόση υπερβολής στην πεποίθηση ότι η τιμή σχεδόν όλων των ριψοκίνδυνων επενδυτικών προϊόντων του κόσμου προσδιορίζεται, εν μέρει, από το πώς οι επενδυτές προσδιορίζουν τον βαθμό της αβεβαιότητάς τους. Κάτι τέτοιο συμβαίνει γιατί οι επενδυτές φαίνονται τόσο βέβαιοι για το μέλλον, καθιστώντας υψηλές τις τιμές αρκετών περιουσιακών στοιχείων. Φυσικά, συμβαίνει και το αντίθετο. Εάν οι επενδυτές δεν είναι και τόσο βέβαιοι, τότε οι τιμές υποχωρούν.

Στις χρηματοοικονομικές αγορές, η αβεβαιότητα ακολουθεί τη μεταβλητότητα. Ενα σύνηθες μέτρο αξιολόγησης της μεταβλητότητας των αγορών, ο αμερικανικός δείκτης VIX του CBOE, έχει υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν παρουσιαστεί από το 1996. Τον Αύγουστο του 2002 εκτινάχθηκε στο 45 και, φέτος, κυμαινόταν, επί το πλείστον, μεταξύ του 14 και του 16. O μεταβλητότητα των επιτοκίων έχει επίσης εμφανίσει μεγάλη πτώση, αλλά δεν πλησιάζει στα επίπεδα του δείκτη VΙΧ.

Το βασικό μέλημα των διαπραγματευτών και των επενδυτών δεν είναι τόσο η μεταβλητότητα των περιουσιακών στοιχείων στο παρελθόν, αλλά το πόσο εκτιμάται ότι οι τιμές τους θα διαμορφωθούν στο μέλλον. Στην καθομιλουμένη αυτό ονομάζεται υπονοούμενη μεταβλητότητα. Είναι τα στοιχεία που ενσωματώνουν οι διαπραγματευτές στα μοντέλα τους για να αξιολογήσουν τα δικαιώματα αγοράς μετοχών. Για παράδειγμα, ο δείκτης VIX αφορά την υπονοημένη μεταβλητότητα των δικαιωμάτων αγοράς μετοχών των εταιρειών που περιλαμβάνονται στον δείκτη S&Ρ.

Τελευταία, οι επενδυτές των ριψοκίνδυνων περιουσιακών στοιχείων κάθε κατηγορίας πωλούν δικαιώματα αγοράς μετοχών. Είτε το αποδέχονται είτε όχι, οι εν λόγω επενδυτές προωθούν στην αγορά, επίσης, έναν συγκεκριμένο βαθμό μεταβλητότητας.

Η αγορά της διαπραγματεύσιμης αβεβαιότητας αναδύθηκε το 1973, με τη δημοσιοποίηση της πλέον διάσημης μελέτης του Μάιρον Σκόουλς και του Φίσερ Μπλακ. Πριν από τότε, η αξιολόγηση των δικαιωμάτων αγοράς μετοχών στηριζόταν αποκλειστικά στην τύχη. Το πρόβλημα ήταν η τιμολόγηση μιας ενδεχόμενης υποχρέωσης – κάτι που εξασκούνταν μόνον εάν εξυπηρετούσε το συμφέρον του αγοραστού. H μελέτη αυτή παρήγαγε μια καθαρή λύση, η οποία εξελίχθηκε μέσα από τα χρόνια. Το μόνο που αναγκαζόταν να κάνει ο αγοραστής ήταν να συμπεριλάβει ορισμένες συνισταμένες στο μοντέλο Μπλακ – Σκόουλς και μέσω ορισμένων περίπλοκων μαθηματικών πράξεων να λάβει μια απάντηση. H υπονοημένη μεταβλητότητα είναι η πιο σημαντική των εν λόγω συνισταμένων.

Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Διεθνούς Τράπεζας Διακανονισμών, περίπου 50 τρισ. δολάρια σε δικαιώματα αγοράς μετοχών βρίσκονταν, στα τέλη του 2003, σε εκκρεμότητα. Οσο τεράστιο και αν φαίνεται να είναι αυτό το ποσό, το αληθές σύνολο είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, γιατί πολλά περιουσιακά στοιχεία έχουν εκδώσει δικαιώματα αγοράς τους, ακόμα και αν η παρουσία τους δεν είναι πάντα αισθητή.

Ορισμένα από τα προαναφερόμενα δικαιώματα αγοράς είναι με τίτλους που είναι περισσότερο αισθητοί από άλλους. H αγορά χρεογράφων που είναι εξασφαλισμένα με υποθήκη (γνωστά ως MBS) υπερβαίνει, σήμερα, σε αξία εκείνη της αγοράς των αμερικανικών ομολόγων. Στις ΗΠΑ, οι πωλητές των υποθηκών με σταθερό επιτόκιο, τα οποία μπορούν οι αγοραστές να εξαργυρώσουν οποιαδήποτε στιγμή, έχουν ουσιαστικά πουλήσει στον κάτοχο το δικαίωμα της προσωρινής αποδέσμευσης. H τιμή του δικαιώματος αγοράς είναι μείζονος σημασίας στην αξιολόγηση του ΜΒS.

Ομοίως, οποιοσδήποτε επενδύσει στο χρέος μιας εταιρείας αναλαμβάνει τον κίνδυνο να μην πληρωθεί ποτέ, προσφέροντάς του ουσιαστικά το δικαίωμα αποφυγής της εξαργύρωσης του ομολόγου.

Σήμερα, η απότομη πτώση της υπονοούμενης μεταβλητότητας είναι, παρά ταύτα, αξιοπερίεργη. Υπάρχουν, ούτως ή άλλως, πολλές πιθανότητες μιας άσχημης έκβασης γεγονότων που μπορούν να επηρεάσουν τις χρηματοοικονομικές αγορές. Οι εντάσεις εξακολουθούν να επισκιάζουν τη Μέση Ανατολή. H τιμή του πετρελαίου ξεπέρασε, φέτος, για μία ακόμη φορά, τα 40 δολάρια το βαρέλι, και η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αυξάνει τα επιτόκια εν μέσω μιας περιόδου που τα αμερικανικά νοικοκυριά είναι περισσότερο χρεωμένα από ποτέ.

Ενα λόγος που αιτιολογεί τα χαμηλά επίπεδα μεταβλητότητας είναι ότι υπάρχουν πολλοί πωλητές δικαιωμάτων αγοράς μετοχών και οι πράξεις τους έχουν μειώσει την τιμή της υπονοούμενης μεταβλητότητας. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει καμία δυσάρεστη έκπληξη, η πώληση δικαιωμάτων είναι ένας ξεκάθαρος τρόπος για την αποκόμιση κερδών. Γι’ αυτόν το λόγο, υπό την απουσία αξιόλογων αποδόσεων σε άλλους τομείς της αγοράς, οι επενδυτικές τράπεζες, οι διαχειριστές κεφαλαίων, ακόμα και τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου προχωρούν, οικειοθελώς, σε πωλήσεις δικαιωμάτων. Είναι μια ακόμη συνέπεια των χαμηλών επιτοκίων που εξακολουθούν να ισχύουν παγκοσμίως.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή