Επέκταση σε Ανατολική Ευρώπη και Βαλκάνια οι αυστριακές τράπεζες

Επέκταση σε Ανατολική Ευρώπη και Βαλκάνια οι αυστριακές τράπεζες

2' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από την εποχή της κατάρρευσης του κομμουνισμού, οι ξένες τράπεζες έχουν αγοράσει έως καί το 80% των τραπεζικών δραστηριοτήτων στις νέες χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, που έγιναν μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Εκ των υστέρων κρίνοντες, όσοι αγόρασαν νωρίς απεδείχθη ότι ήταν έξυπνοι. Οι αγορές είναι ακόμη σχετικώς μικρές, αλλά οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλοί, όπως επίσης και τα περιθώρια κέρδους.

Η έκπληξη είναι το ποιος μπήκε πρώτος στις νέες αγορές. Η Γερμανία ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της περιοχής, αλλά οι γερμανικές τράπεζες ήταν απασχολημένες στο εσωτερικό της χώρας, με τα σοκ και το κόστος της ενοποίησης. Αφησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο την Κεντρική Ευρώπη, στη μικρότερη γείτονά τους, την Αυστρία.

Η Raiffeisen, ένας μικρός συνεταιριστικός όμιλος, ξεκίνησε τις δραστηριότητές του στην Ουγγαρία το 1987 και μέχρι το 1998 τις επεξέτεινε σε επτά ακόμη χώρες της περιοχής.

Με δυσκολία τη Raiffeisen, την ακολούθησαν οι Creditanstalt και Bank of Austria, οι οποίες συγχωνεύθηκαν το 1997 για να εξαγορασθούν εν συνεχεία, το 2000, από τον γερμανικό τραπεζικό όμιλο HVB, ο οποίος εξαγοράσθηκε πέρυσι και αυτός από την ιταλική τράπεζα UniCredit.

Μία τρίτη αυστριακή τράπεζα, η Erste, μπήκε και αυτή στον χορό εξαγοράζοντας το 2000 την τσεχική τράπεζα Cesca Sporitelna.

Οταν στα Βαλκάνια κόπασαν οι πόλεμοι, όλο και περισσότερες χώρες προσεφέρθησαν ως εύφορο έδαφος για τραπεζικές δραστηριότητες.

Η Raiffeisen προέβη σε εξαγορές στη Βοσνία το 2000, στη Σερβία το 2001 και στην Αλβανία το 2004. Ομως μέχρι τώρα και άλλες ξένες τράπεζες μπήκαν στον αγώνα κυνηγώντας έναν φθίνοντα αριθμό ευκαιριών, καθώς οι τιμές των εξαγορών άρχισαν να ανεβαίνουν. Πέρυσι, η Raiffeisen πλήρωσε τέσσερις φορές περισσότερο από τη λογιστική της αξία για να αγοράσει μία ουκρανική τράπεζα, την Αval, ενώ η Εrste πλήρωσε κατά 5,8 φορές περισσότερα από τη λογιστική της αξία μια ρουμανική τράπεζα ταμιευτηρίου, την Banca Comerciala Romania, παραγκωνίζοντας πέντε υποψηφίους που είχαν υποβάλει προτάσεις για την εξαγορά της.

«Λειτουργούμε σε αγορές που έχουν ρυθμούς ανάπτυξης κατά 40% έως και 50%, ετησίως», λέει ο Χέρμπερτ Στέπιτς, διευθύνων σύμβουλος της Raiffeisen International Bank, γεγονός το οποίο εξηγεί εύκολα γιατί οι τράπεζες εξαγοράζονται με τόσο υψηλό τίμημα.

Ορισμένοι είναι λιγότερο βέβαιοι. «Οταν καταβάλλετε τόσο υψηλό τίμημα σε σχέση με τη λογιστική αξία μιας τράπεζας, τότε και οι προσδοκίες σας θα είναι υψηλές», λέει ο Βίλχελμ Νίσε, διευθυντής της Commerzbank. Καί προσδιορίζει: «Θα πρέπει να υπάρχουν ένα επιχειρηματικό πρότυπο επί τόπου, αναπτυξιακοί οικονομικοί ρυθμοί και αυξητικές τάσεις πελατολογίου. Στην Ουκρανία θα απαιτηθούν ρυθμοί οικονομικής αύξησης κατά 7% έως 8% τα επόμενα 12 χρόνια, ενώ ο σημερινός ρυθμός είναι μικρότερος από 4%». Είναι λοιπόν λογικές οι καταβαλλόμενες τιμές; Ο κ. Νίσε δίνει στο ερώτημα αυτό αρνητική απάντηση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή