Οι ισχυρές οικονομίες φλερτάρουν με τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια

Οι ισχυρές οικονομίες φλερτάρουν με τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια

5' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Διαθέτοντας αποθέματα ξένου συναλλάγματος της τάξεως των 1,2 τρισ. δολαρίων, τα οποία αυξάνονται κατά ένα δισ. δολάρια ημερησίως, η Κίνα αποτελεί μια κολοσσιαία δύναμη στις χρηματοοικονομικές αγορές όλου του κόσμου, ακόμα και αν τα περισσότερα κεφάλαιά της είναι επενδυμένα σε ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε το Πεκίνο στις 21 Μαΐου αναφέρεται πως σχεδιάζει να επενδύσει 3 δισ. δολάρια από τα συναλλαγματικά αποθέματά της στην Blackstone – δηλαδή στον κολοσσό ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων που εδρεύει στη Νέα Υόρκη και προετοιμάζει τη δημόσια εγγραφή του. Αυτή είναι η αφετηρία ενός ταξιδιού με προορισμό τις περιθωριακές αγορές αλλά και αυτές που είναι ανοιχτές στο ευρύ επενδυτικό κοινό.

Η Κίνα δεν είναι η μοναδική μυστηριώδης χώρα που φλερτάρει με την επίσης μυστηριώδη αγορά των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων. Σε παγκόσμια κλίμακα δημιουργείται μια μυστική κοινωνία αναδυόμενων κρατικών δυνάμεων που διαθέτουν πληθώρα ξένων περιουσιακών στοιχείων, εκ των οποίων ορισμένα είναι πετροδολάρια. Οι κυβερνήσεις τους, με τις επενδυτικές αποφάσεις που λαμβάνουν, έχουν το περιθώριο να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διεθνή σκηνή των χρηματοοικονομικών. Η υπόθεση της Blackstone μπορεί να παροτρύνει και άλλες χώρες να αντιγράψουν τις κινήσεις της.

Για την Κίνα, η επένδυση στην Blackstone είναι μία από τις πολλές που δρομολογούνται στο πλαίσιο ενός κρατικού επενδυτικού κεφαλαίου της τάξεως των 300 δισ. δολαρίων. Και δεν είναι η μόνη. Δεκάδες άλλες χώρες δημιουργούν αντίστοιχα επενδυτικά κεφάλαια, τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων προέρχονται από τα πλούσια αποθέματά τους, τα έσοδα από την πώληση πρώτων υλών κ.ο.κ.

Τα 12 κορυφαία κρατικά επενδυτικά κεφάλαια διαθέτουν έναν πλούτο που κυμαίνεται από εκατοντάδες μέχρι και δισεκατομμύρια δολάρια. Η Ρωσία, η Ιαπωνία και η Ινδία φέρεται πως εξετάζουν τη δημιουργία ανάλογων επενδυτικών κεφαλαίων. Βάσει ορισμένων εκτιμήσεων, το μέγεθος των κεφαλαίων υπολογίζεται πως θα φθάσει μέχρι τα τέλη του έτους στα 2,5 τρισ. δολάρια – σε αντίθεση με τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) που αποτιμώνται, αντιστοίχως, στα 1,6 τρισ. δολάρια. Τα συναλλαγματικά αποθέματα εκτιμάται πως ενισχύουν την περιουσιακή κατάσταση αυτών των ταμείων κατά 450 δισ. δολάρια, ετησίως. Εάν, επίσης, συμπεριληφθεί η υπεραξία του κεφαλαίου τότε το συνολικό μέγεθος των κεφαλαίων θα έχει διαμορφωθεί στα 12 τρισ. δολάρια μέχρι το 2015.

Το βασικό κίνητρο που ωθούσε τις κυβερνήσεις να επενδύουν τα έσοδά τους σε παραδοσιακά επενδυτικά οχήματα ήταν είτε για να προστατεύουν την ισοτιμία τους από απότομες διακυμάνσεις, είτε για να θωρακίσουν τον τραπεζικό κλάδο της χώρας από μια κρίση. Από τη στιγμή που στόχος των κεφαλαίων αυτών ήταν να εξυπηρετήσουν άμεσες ανάγκες, τότε έπρεπε να είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα. Σε αρχική φάση, οι τοποθετήσεις αυτές ήταν σε πολύτιμα μέταλλα και αργότερα σε δολάρια. Η ιδέα της δημιουργίας ενός επενδυτικού κεφαλαίου για να αντισταθμίσει στο μέλλον τις συνέπειες από την εξάντληση πολύτιμων πρώτων υλών δεν υπήρχε καν σε θεωρητική βάση.

Γέννηση του πρώτου κρατικού επενδυτικού κεφαλαίου

Οι ρίζες αυτής της «επενδυτικής φιλοσοφίας» βρίσκονται στη βρετανική τοπική διοίκηση των Νήσων Γκλίμπερτ, στη Μικρονησία, η οποία επέβαλε τέλη στις εξαγωγές φωσφορικού άλατος, δηλαδή κοπριάς πουλιών, που χρησιμοποιούνταν ως λίπασμα. Αποθέματα αυτού του λιπάσματος έχουν έκτοτε εξαντληθεί. Ωστόσο, τα χρήματα που είχαν αποθηκευτεί τότε εξελίχθηκαν στο Revenue Equalisation Reserve Fund, το οποίο σήμερα διαθέτει κεφάλαια της τάξεως των 520 εκατ. δολαρίων. Η αξία του είναι εννεαπλάσια του εγχώριου ΑΕΠ.

Μια ανάλογη προσέγγιση υιοθετούν τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη που αντικατοπτρίζουν τα δύο τρίτα των συνολικών περιουσιακών στοιχείων που διαθέτουν τα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια. Ο λόγος είναι πως τα κοιτάσματα ενέργειας έχουν, επίσης, ημερομηνία λήξης. Κατά κανόνα πραγματοποιούν τοποθετήσεις σε ομόλογα, δολάρια και τραπεζικές καταθέσεις.

Η εταιρεία επενδύσεων Τemasek της Σιγκαπούρης άρχισε να ξεγλιστρά από αυτήν τη μονοδιάστατη λογική και έχει εξελιχθεί από το 1974 σε ένα πολύπλοκο επενδυτικό όχημα. Το μείγμα κρατικού ελέγχου, επιτυχίας και μυστικότητας προσελκύει άλλες κυβερνήσεις. Τελευταία, οι κεντρικοί τραπεζίτες άρχισαν να προβληματίζονται για το εάν υποχρεούνται να επιτυγχάνουν υψηλότερες αποδόσεις από τα πλούσια συναλλαγματικά αποθέματα, αντί να κάνουν τις τυπικές τοποθετήσεις. Στην Ασία, αυτό το ερώτημα γίνεται ακόμη πιο καίριο, καθώς τα αποθέματα των τραπεζών έχουν πολλαπλασιαστεί.

Αυτή η πληθώρα ρευστού αποτελεί ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο που αιτιολογεί τις μεγάλες αποδόσεις που παρουσιάζουν οι αγορές, με τεράστιες επενδύσεις να συντελούνται σε ριψοκίνδυνα ή λιγότερο ριψοκίνδυνα προϊόντα. Η συνολική προσφορά των μετοχών στις αγορές υπολογίζεται, σήμερα, στα 55 τρισ. δολάρια, και αυτή των ομολόγων κυμαίνεται σε ανάλογα επίπεδα.

Αυτά τα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια μπορεί να αποτελέσουν τους μεγαλύτερους αγοραστές στις διεθνείς αγορές. Εάν πράγματι γίνει κάτι τέτοιο τότε είναι πιθανό οι μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου να ελέγχονται από κυβερνήσεις, το πολιτικό δόγμα των οποίων δεν συμβαδίζει απόλυτα με τον καπιταλισμό.

Την τελευταία φορά που κυβερνήσεις διοχέτευαν τόσα κεφάλαια σε μεγάλες εταιρείες, αναφερόμασταν σε εθνικοποιήσεις ή κρατικοποιήσεις. Σήμερα, όμως, ένας νέος όρος θα πρέπει να επινοηθεί, καθώς κρατικά κεφάλαια επενδύονται τόσο στην εγχώρια οικονομία της αγοράς, όσο και στο εξωτερικό. Ισως ο όρος αυτός να είναι η διεθνοποίηση.

Διαφάνεια και κράτος

Ενα από τα πλέον διαφανή κρατικά επενδυτικά κεφάλαια είναι αυτό της Νορβηγίας. Κάθε χρόνο δημοσιεύονται τα χαρτοφυλάκιά του και οι αποδόσεις του. Είναι δύσκολο, όμως, να φανταστεί κανείς τις κινήσεις ή τις διαδικασίες που ακολουθούνται σε άλλα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια. Τίθενται θέματα στρατηγικής; Ψηφίζονται οι συστάσεις επενδυτών; Ποιες είναι οι προτεραιότητές τους;

Ο Αντριου Ροζάνοφ της State Street Bank υποστηρίζει ότι η απουσία μιας ξεκάθαρης εικόνας των υποχρεώσεων προσδίδει ένα επενδυτικό πλεονέκτημα σε αυτά τα κεφάλαια, καθώς έχουν μεγάλη ανεξαρτησία κινήσεων. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα πλεονεκτήματα αυτά μπορεί να γίνουν και αίτια διαφθοράς και πολιτικών παρεμβάσεων. Η Temasek βρέθηκε στο επίκεντρο διαμάχης στην Ταϊλάνδη, έπειτα από την εξαγορά της Shin Corp., μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες τηλεπικοινωνιών στη χώρα, από τον «εκθρονισμένο» πρωθυπουργό Τάσκιν Σιναουάτρα. Και η Κίνα είναι γνώριμη σε τέτοιες καταστάσεις. Οι ΗΠΑ είχαν μπλοκάρει την εξαγορά της Unocal από τον κινεζικό κρατικό πετρελαϊκό κολοσσό CΝΟΟC.

Αποκτώντας, όμως, μερίδιο στην Blackstone μπορεί η Κίνα να αποκτήσει τη δυνατότητα επίτευξης συμφωνιών ανάλογου μεγέθους με αυτήν της Unocal στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Επιπροσθέτως, η Βlackstone αποκτά πρόσβαση στην αγορά της Κίνας, ιδιαίτερα σε μια εποχή που άλλες εταιρείες διαμαρτύρονται για τις δυσκολίες που συναντούν για να αναπτύξουν δραστηριότητα στη χώρα.

Η Κίνα εξακολουθεί να ελέγχει κρατικούς κολοσσούς, ενώ η ανώριμη χρηματιστηριακή αγορά έχει ανάγκη από περισσότερες εισηγμένες εταιρείες εγχώριων συμφερόντων. Οπως και άλλες χώρες που κατέχουν επενδυτικά κεφάλαια ίσως πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη πείρα στην πώληση εταιρειών όπου ασκεί καθολικό έλεγχο, αντί να διδαχθεί το πώς θα αποκτά πρόσβαση σε αυτές που δεν ελέγχει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή