Τα επενδυτικά κεφάλαια που χρηματοδοτούνται πλουσιοπάροχα με τα τεράστια έσοδα κρατών όπως είναι η Σιγκαπούρη και η Σαουδική Αραβία έχουν ταράξει τα νερά στους πολιτικούς κύκλους των ΗΠΑ, οι οποίοι φαίνεται πως αναπτύσσουν μια προστατευτική στάση ως προς την πώληση μεριδίων αμερικανικών εταιρειών, με σημαντικό ρόλο σε τομείς εθνικής ασφάλειας. Τα τεράστια αποθέματα ρευστού που βρίσκονται στα ταμεία κεντρικών τραπεζών αυτών των χωρών μπορούν να χρηματοδοτούν γενναιόδωρα συμφωνίες μεταξύ των επενδυτικών κεφαλαίων τους και αμερικανικών εταιρειών. Μόνον τα περιουσιακά στοιχεία στα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια των πετρελαιοεξαγωγικών χωρών αναλογούν στο ένα πέμπτο των παγκόσμιων αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών, συνολικού ύψους 5,4 τρισ. δολαρίων, σύμφωνα με τα στοιχεία της RGE Μonitor.
Στόχος αυτών των εξαγορών είναι οι υψηλές επιδόσεις, αλλά το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να καθησυχάζει Αμερικανούς αξιωματούχους που φοβούνται πως τα κεφάλαια αυτά θα αποκτήσουν πρόσβαση σε εταιρείες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε τομείς εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Η επιφυλακτικότητα αυτή έχει, όμως, αλλού τις ρίζες της.
Η Επιτροπή του αμερικανικού Κογκρέσου ενέκρινε αυτήν την εβδομάδα μέτρα που ανοίγουν νέους δρόμους στο υπουργείο Οικονομικών για να ασκήσει πιέσεις στην Κίνα, με στόχο την ανατίμηση του γουάν. Το φθηνό γουάν έχει τεθεί εδώ και καιρό στο στόχαστρο από την Ουάσιγκτον, καθώς έτσι καθίστανται πιο ανταγωνιστικές οι κινέζικες εισαγωγές στις ΗΠΑ μεταξύ άλλων χωρών. Η επιτροπή τραπεζικών υποθέσεων του Κογκρέσου έδωσε το πράσινο φως στο υπουργείο να εξετάζει με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις κινήσεις χωρών που διατηρούν ένα μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στις ΗΠΑ και παράλληλα ένα μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, όπως επισημάνθηκε από το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters. Σε αυτήν την περίπτωση, η κυβέρνηση Μπους υιοθέτησε ηπιότερη στάση, ανακοινώνοντας ότι «σε μια περίοδο που οι αμερικανικές εξαγωγές αυξάνονται σε παγκόσμια κλίμακα, μια τέτοια νομοθεσία ενθαρρύνει την εφαρμογή ανάλογων μέτρων στο εξωτερικό, ξεκινώντας έναν νέο κύκλο χρηματοοικονομικού προστατευτισμού».
Στο πεδίο των εξαγορών φαίνεται πως αυτός ο προστατευτισμός βρίσκει νέα εφαρμογή. «Θα εξελιχθεί σε ένα σοβαρό ζήτημα» δήλωσε ο Ντόναλντ Στράτσχεϊμ, αντιπρόεδρος της Roth Capital του Λος Αντζελες, στο Reuters. Χαρακτηστικό παράδειγμα της εισόδου κρατικών κεφαλαίων στο αμερικανικό επιχειρείν είναι η εξαγορά του 10% του μετοχικού κεφαλαίου της Blackstone Group, ήτοι μιας από τις κορυφαίες εταιρείες στον κλάδο των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων (private equity) από επενδυτικό κεφάλαιο της Κίνας, έναντι 3 δισ. δολαρίων. Κατά παράδοση, οι μεγαλύτερες τοποθετήσεις πραγματοποιούνταν σε ρευστά περιουσιακά στοιχεία και κυρίως τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Φυσικά, η τάση αυτή δεν ξεδιπλώνεται μόνον στις ΗΠΑ. Πρόσφατα, η China Development Bank όπως και η Temasek Holdings, η οποία αποτελεί επενδυτικό όχημα του κρατιδίου της Σιγκαπούρης, αποφάσισαν να επενδύσουν στην προσφορά της Barclays για την εξαγορά του ολλανδικού τραπεζικού ομίλου ΑΒΝ Amro, ενισχύοντας την πρόταση της βρετανικής τράπεζας τόσο σε ρευστό όσο και σε χρηματική αξία. Αν και η CDB είναι μια κινέζικη τράπεζα που ελέγχεται από το κράτος και δεν ανήκει αυστηρά στην εν λόγω συνομοταξία, όλο και περισσότερα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια επανεξετάζουν τη στρατηγική που ακολουθούσαν μέχρι σήμερα, επιλέγοντας να συμμετέχουν ακόμα και σε μοχλευμένες εξαγορές. Το κεφάλαιο Delta Two του Κατάρ στοχεύει με αυτόν τον τρόπο στην απόκτηση της βρετανικής αλυσίδας σούπερ μάρκετ Sainsbury.
Η περίπτωση της Blackstone, όμως είναι λίγο πιο περίπλοκη, καθώς στο χαρτοφυλάκιό της περιπλαμβάνονται πολλές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας. Στην αποκάλυψη αυτή προχώρησε ο γερουσιαστής Τζιμ Γουέμπ, παρουσιάζοντας στοιχεία που μαρτυρούν την επένδυση της Blackstone σε εταιρείες παραγωγής αμυντικού εξοπλισμού ή κατασκευής δορυφόρων. Ας μη λησμονείτε τη μεγάλη αναταραχή που προκλήθηκε πέρυσι από την πώληση έξι αμερικανικών λιμανιών στην Dubai Ports World των Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων η οποία αργότερα αναγκάστηκε να τα μεταπουλήσει στην AIG Global Investment, ενώ αρχικά είχε εγκριθεί από τις αρχές.
Πρόσφατος νόμος επιβάλει στην επιτροπή εποπτείας ξένων επενδύσεων στις ΗΠΑ να αναλύει εξονυχιστικά τις εξαγορές από ξένες εταιρείες ή κεφάλαια, καθώς μπορεί να αφορούν ευαίσθητα ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Από πέρυσι εξετάσθηκαν περισσότερες από 113 συμφωνίες, αξίας μεγαλύτερης των 95 δισ. δολαρίων, αντανακλώντας μια αύξηση κατά 73% από πρόπερσι. Καμιά φορά, όμως, η δύναμη των εξελίξεων είναι ορμητική. «Δεν νομίζω πως γίνεται να κάνει κανείς τίποτα, δεδομένου ότι δεν δύναται να αντιστραφούν οι τάσεις της παγκοσμιοποίησης», δηλώνει ο Αντριου Καρόλι, καθηγητής χρηματοοικονομικών του κρατικού πανεπιστημίου του Οχάιο.