Ακόμα και αν εξασθενήσει η δυναμική των μοχλευμένων εξαγορών που πυροδοτείται από τις εταιρείες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων (private equity), το ενδιαφέρον για τη σύναψη συμφωνιών δεν θα εξαντληθεί, διατηρώντας σε εγρήγορση το ενδιαφέρον των επενδυτών και αποτρέποντας μια κατακόρυφη πτώση των χρηματιστηριακών αγορών, εκτιμούν οι αναλυτές της αγοράς. Η έλλειψη ζήτησης στην αγορά εταιρικών ομολόγων για τη χρηματοδότηση των μοχλευμένων εξαγορών (LOBs) που έχει επιβαρύνει περαιτέρω το κλίμα στις αγορές άντλησης κεφαλαίων μετά το ξέσπασμα της κρίσης στην αμερικανική αγορά στεγαστικών subprime δανείων, έχει επηρεάσει τις τελευταίες εβδομάδες το κλίμα στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και όχι μόνον. Ενδεικτικό είναι ότι ο πανευρωπαϊκός δείκτης FTSE Eurotop-300 έχει απολέσει από το ζενίθ εξαετίας που καταγράφηκε στις 13 Ιουλίου το 7% της αξίας του.
Αξίζει να σημειωθεί πως εκκρεμεί παγκοσμίως η χρηματοδότηση μοχλευμένων εξαγορών, συνολικής αξίας 200 εκατ. δολαρίων. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η εξαγορά της βρετανικής αλυσίδας φαρμακείων Alliance Boots από την εταιρεία private equity KKR, όπως και αυτή της αυτοκινητοβιομηχανίας Chrysler, θυγατρικής της DaimlerChryler, από τη Cerberus.
Παρά τα προαναφερόμενα απογοητευτικά στοιχεία, οι αναλυτές της αγοράς επισημαίνουν ότι ακόμα και αν η συνεισφορά των LBOs στην πορεία των τιμών των μετοχών εκμηδενιστεί για το υπόλοιπο του έτους, δεν θα χαθεί το ενδιαφέρον για εξαγορές και συγχωνεύσεις. Και αυτό γιατί οι εξαγορές εκ μέρους των εταιρειών ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων αντιπροσωπεύουν μόνον ένα μικρό τμήμα του τζίρου των χρηματιστηρίων. Σύμφωνα με τον Μπερντ Μάιερ, στρατηγικό αναλυτή στην Deutsche Bank, οι εξαγορές εταιρειών εισηγμένων στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια από τον κλάδο του private equity αναλογούν από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα στο 1,1% της συνολικής κεφαλαιοποίησης σε σχέση με το 6,6% που ισχύει για τις αντίστοιχες συμφωνίες μεταξύ εταιρειών.
Σημαντικό ποσοστό των πράξεων στα χρηματιστήρια καταλαμβάνουν επίσης τα προγράμματα επαναγοράς μετοχών, καλύπτοντας ποσοστό που αντιστοιχεί στο 3,4% της συνολικής κεφαλαιοποίησης, ενώ η εισαγωγή νέων μετοχών αντικατοπτρίζει το 1,8%. «Με αυτά τα δεδομένα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ακόμα και αν αποκλειστεί ολοσχερώς ο παράγοντας των private equity, τότε απομένει ένα 8% που υποκινείται από τη ζήτηση του επιχειρηματικού κλάδου», υπογραμμίζει ο κ. Μάιερ, διαμορφώνοντας μια εκτίμηση που σαφώς θα εφησύχαζε τους νευρικούς επενδυτές. «Εξακολουθεί να είναι ένα πολύ καλό ποσοστό». Την ίδια άποψη φαίνεται να μοιράζονται και άλλοι αναλυτές, καθώς άλλες συμφωνίες εξαγορών και συγχωνεύσεων μπορούν να αναπληρώσουν αυτό το κενό. «Εταιρείες με ισχυρούς ισολογισμούς δεν θα αντιμετωπίσουν εμπόδια στην άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, καθώς οι ταμειακές ροές είναι ικανοποιητικές, ενώ η παγκόσμια οικονομία εμφανίζει δυναμικές αποδόσεις», υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Παρκς, στρατηγικός αναλυτής της ΗSΒC.
Προς την επιβεβαίωση αυτών των εκτιμήσεων, οι συμφωνίες μεταξύ εταιρείων τις τελευταίες εβδομάδες έχουν επισκιάσει τον ρόλο των εταιρειών private equity. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξαγορά της Altadis, ισπανικών και γαλλικών συμφερόντων από τη βρετανική Imperial Tobacco, έναντι 12,6 δισ. ευρώ, φθάνοντας σε ανάλογα επίπεδα με την αντίστοιχη προσφορά της CVC Capital Partners. Με μια προσφορά μεγαλύτερη της ανταγωνίστριας TRW και της εταιρείας ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων Blackstone, η κατασκευάστρια εξαρτημάτων αυτοκινήτου Continental εξαγόρασε την αντίστοιχη θυγατρική της Siemens, VDΟ.
«Η κερδοφορία των επιχειρήσεων κινείται σε ιστορικά επίπεδα, ενώ τα επίπεδα μόχλευσής τους είναι πολύ χαμηλά, γεγονός που σημαίνει πως τα λειτουργικά τους κέρδη είναι πλήρως υγιή», τονίζει ο Ντερκ Θελς, επικεφαλής του διεθνούς τμήματος μετοχών της KBC Asset Μanagement.
Οι κινήσεις των κρατικών επενδυτικών κεφαλαίων μπορούν, επίσης, να καλύψουν τα κενά των εταιρειών private equity. Ας μη λησμονείται η δέσμευση της China Development Bank και της Temasek Holdings, συμφερόντων Σιγκαπούρης, για τη διοχέτευση 13,4 δισ. ευρώ στα ταμεία της Barclays εάν ευοδωθεί μια συμφωνία εξαγοράς της ΑΒΝ Αmro.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο κ. Παρκς διατηρεί αμετάβλητο το στοίχημα ότι ο δείκτης FTSE-100 στο χρηματιστήριο του Λονδίνου θα φθάσει τις 7.000 μονάδες μέχρι τα τέλη του έτους και ο πανευρωπαϊκός δείκτης FTSEurofirst 300 τις 1.725 μονάδες. Παρ’ όλα αυτά, ο δείκτης FTSE-100 υποχώρησε την Τετάρτη κατά 1,5% στις 6,265 μονάδες, ενώ αντίστοιχη πτώση κατέγραψε ο FTSEurofirst 300, κλείνοντας στις 1,527 μονάδες. Ηταν η ημέρα που ανακοινώθηκαν μεγάλες ζημίες από τη χρηματιστηριακή Macquarie Bank, συμφερόντων Αυστραλίας, και τη γερμανική τράπεζα ΙΚΒ, λόγω των επενδύσεων στην αμερικανική αγορά στεγαστικών subprime δανείων.