Τρεις τομείς που γνώρισαν πρόσφατα μεγάλη ανάπτυξη και χαρακτηρίστηκαν από υψηλή χρήση της καινοτομίας αποτελούν και την απειλή για το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα αυτήν την περίοδο. Πρόκειται για την αγορά δανείων subprime, τα CDOs και το leveraged finance, που άλλωστε διασυνδέονται μεταξύ τους. Δεν είναι τυχαία η σειρά αναφοράς των τριών αγγλικών όρων. Η subprime έχει ήδη «σκάσει» και συνεχίζει να δημιουργεί προβλήματα αγνώστου ακόμη βάθους και έκτασης. Τα CDOs, που εν πολλοίς «κουμπώνουν» πάνω στη subprime, αρχίζουν τώρα να προκαλούν αναταράξεις (και ορισμένες ελληνικές τράπεζες φαίνεται ότι έχουν τοποθετηθεί σε αυτά και θα υποστούν συνέπειες) καθώς συνδέονται άμεσα και με την πρώτη, ενώ το leveraged finance ενδέχεται να αποτελέσει σύντομα τη μεγάλη πρόκληση για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Η αγορά subprime αποτελείται από τις χορηγήσεις προς δανειολήπτες μειωμένης εξασφάλισης, κυρίως σε στεγαστικά δάνεια αλλά όχι μόνο (δηλαδή και καταναλωτικά, κάρτες, αυτοκινήτων κ.ά.). Τα χαμηλά επιτόκια και ο ανταγωνισμός ώθησαν τις τράπεζες να δανείσουν ακόμη και αυτούς που υπό κανονικές δεν θα τους δάνειζαν, γιατί είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια που παίρνουν. Αλλά η αποδιαμεσολάβηση, δηλαδή η τάση των τραπεζών να μην αναλαμβάνουν οι ίδιες τον κίνδυνο των δανείων παρά να τον μεταφέρουν στους επενδυτές και οι ίδιες να εισπράττουν απλώς προμήθειες για τον σχεδιασμό τους, βοήθησε στην ανάπτυξη μη συνετής πολιτικής χορηγήσεων. Οι τράπεζες χορηγούσαν δάνεια και πιστωτικές κάρτες αφειδώς και στη συνέχεια «τιτλοποιούσαν» αυτές τις οφειλές ώστε να τις πουλήσουν σε άλλους επενδυτές. Δηλαδή τις μεταβίβαζαν σε ένα ειδικό επενδυτικό όχημα με μοναδικό περιουσιακό στοιχείο αυτές -και έδρα σε εξωτικό προορισμό με ειδικό καθεστώς φορολογίας και εποπτείας- και πουλούσαν ομόλογα ή μετοχές του οχήματος αυτού. Οι ίδιες εισέπρατταν μια γερή προμήθεια για όλη τη δουλειά: τελικά κρατούσαν μόνο ένα μέρος του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων και άρα μόνο ένα μέρος του κινδύνου. Στη συνέχεια, με τις εισπράξεις από την τιτλοποίηση χορηγούσαν νέα δάνεια. Από την περασμένη άνοιξη το «σπυρί» έχει σκάσει, εξαιτίας και της αύξησης των επιτοκίων, και η ιστορία είναι περίπου γνωστή. Το πρόβλημα αφορά κυρίως τις αμερικανικές τράπεζες, ενώ, αν πιστέψουμε προχθεσινή έκθεση του διεθνούς οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες -αλλά όχι οι μικρότερες- εμφανίζονται ικανές να διαχειριστούν την τρέχουσα κρίση.
Τα CDOs (Collateralized debt obligations) είναι «πακέτα» διαφόρων τίτλων και απαιτήσεων, δηλαδή σύνθετα ή δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, που διανέμουν τον κίνδυνο σε διάφορα «υπο-πακέτα» με διαφορετική πιστοληπτική αξιολόγηση και διαφορετική προτεραιότητα στην ικανοποίηση των απαιτήσεων του κατόχου όταν αρχίζει η μη εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων από τους διάφορους δανειολήπτες. Καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξή τους έπαιξε η απόσπαση βαθμολογιών από τους διεθνείς οίκους, τέτοιων ώστε να τοποθετηθούν σε αυτά θεσμικοί επενδυτές που κανονικά δεν τους επιτρεπόταν αυτό. Πάρα πολλά CDOs περιλαμβάνουν τοποθετήσεις στην αγορά subprime και αποτελούν μοχλό μετάδοσης της κρίσης στο παγκόσμιο σύστημα. Βεβαίως, στο παρελθόν έδωσαν καλές αποδόσεις στους επενδυτές και παχυλές αμοιβές στους σχεδιαστές και πωλητές τους.
Το leveraged finance, δηλαδή η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων με περισσότερα δάνεια από όσο θεωρείται συνήθως συνετό, προκειμένου να επιτευχθεί ένας προσωρινός σκοπός όπως μια εξαγορά, επαναγορά ιδίων μετοχών, μια επένδυση που δημιουργεί επαρκεί ρευστότητα κ.λπ., αποτελεί άλλη μια μεγάλη τάση της χρηματοοικονομικής καινοτομίας και αγοράς αλλά και ένα σημαντικό κίνδυνο. Μάλιστα, όπως προειδοποίησε η Standard & Poor’s αυτήν την εβδομάδα, αποτελεί αχίλλειο πτέρνα γι’ αυτό το εξάμηνο των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών που είναι εκτεθειμένες σε μεγαλύτερο βαθμό από τις αμερικανικές σε αυτή τη δραστηριότητα. Συνεπώς μια αναταραχή στην αγορά αντίστοιχη με ό,τι έγινε στη subprime στις ΗΠΑ θα έχει μεγάλες συνέπειες σε αυτήν την πλευρά του Ατλαντικού. Για να προειδοποιεί η S&P, και μάλιστα τόσο άμεσα, φαίνεται ότι κάτι βλέπει να έρχεται και θέλει να πιστωθεί την έγκαιρη προειδοποίηση σε μια περίοδο που το κύρος των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης έχει τρωθεί για τους λόγους που προαναφέραμε.
Συμπερασματικά, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό η χρηματοοικονομική καινοτομία των τελευταίων δύο δεκαετιών εξάντλησε τη δημιουργικότητά της στο να βρίσκει τρόπους να παρακάμπτει τους κανονισμούς και τους περιορισμούς στις επενδυτικές τοποθετήσεις που είχαν θεσπιστεί από το κραχ του 1929 και μετά. Απαντούσε στο ερώτημα πώς θα μπορέσει να αναλάβει περισσότερο κίνδυνο προκειμένου να έχει ευκαιρία για μεγαλύτερη απόδοση ένας θεσμικός επενδυτής -συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες, κρατικοί οργανισμοί και κληροδοτήματα- που κανονικά δεν του επιτρέπεται να επενδύσει παρά μόνο στους πιο ασφαλείς τίτλους για λόγους προστασίας των δικαιούχων. Γι’ αυτό συχνά ο παγκόσμιος χρηματοοικονομικός κλάδος προσείλκυσε και αντέμειψε πλουσιοπάροχα, όχι απαραίτητα τα καλύτερα ταλέντα, όπως συχνά κομπάζει, αλλά τους πιο αδίστακτους.