Η κατάρρευση του Long-Term Capital Management, ενός τεραστίας αξίας hedge fund τον Σεπτέμβριο του 1998, οδήγησε σε μια κρίση στις αγορές παρόμοια κατά κάποιο τρόπο με αυτήν που βιώνουμε σήμερα. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1998, συμμετείχα σε μια κεκλεισμένων των θυρών ενημέρωση εκ μέρους ανωτάτου αξιωματούχου της Fed, της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, ο οποίος παρουσίασε τη δεινή κατάσταση των αγορών. «Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό»; ρώτησε ένας από τους συμμετέχοντες. «Προσευχηθείτε», ήταν η απάντηση του προαναφερόμενου αξιωματούχου. Οι προσευχές μας, τότε, εισακούσθηκαν. Η Fed πρωτοστάτησε της προσπάθειας και συντόνισε τη διάσωση του Long-Term Capital Management, ενώ ο Ρόμπερτ Ρούμπιν, ο τότε υπουργός των Οικονομικών των ΗΠΑ και ο Αλαν Γκρίσνπαν, πρόεδρος την εποχή εκείνη της Fed, διαβεβαίωσαν τους επενδυτές ότι όλα θα έβαιναν καλώς. Και, ο πανικός σταμάτησε.
Την Τετάρτη που πέρασε, ο πρόεδρος Μπους, κάνοντας επίδειξη των επιπέδου ΜΒΑ (Master’s in Business Administration) γνώσεών του, κατέβαλε ανάλογη προσπάθεια να καθησυχάσει τις αγορές. Αλλά ο Μπους, ας το πούμε έτσι, δεν είναι ιδιάιτερα γνωστός για την αξιοπιστία του. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι όμως ούτε σαφές ότι οποιοσδήποτε άλλος θα είχε επιτύχει τον προαναφερόμενο σκοπό: αυτήν τη στιγμή πάσχουμε από σοβαρή έλλειψη σωτήρων. Και αυτό είναι πολύ κακό, διότι κατά πάσα πιθανότητα να χρειασθούμε κάποιον.
Αυτά, τα οποία συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες στις κεφαλαιαγορές, τρομάζουν πραγματικά τους οικονομολόγους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως μονεταριστές: η ρευστότητα μάς τελείωσε. Αυτό σημαίνει η δραστηριότητα σε αγορές, στις οποίες πραγματοποιούνται κατά κανόνα συναλλαγές καθημερινά -ιδιαίτερα δε αυτές, των αξιογράφων, τα οποία στηρίζονται στην τιτλοποίηση στεγαστικών δανείων- έχει παγώσει, διότι δεν υπάρχουν ενδιαφερόμενοι αγοραστές. Ολα αυτά μπορεί να αποδειχθούν προσωρινή κρίση πανικού. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος και η κρίση αυτή μπορεί να δημιουργήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, οδηγώντας στο ένα μετά το άλλο, τα κρούσματα αδυναμίας εξυπηρέτησης χρεών.
Η τρέχουσα πιστωτική κρίση πηγάζει από τα λάθη των τελευταίων ετών στις χρηματο-πιστωτικές αγορές, τα οποία, εκ των υστέρων μοιάζουν τόσο παράλογα όσο και η μανία που είχε πιάσει τους πάντες, την περίοδο της χρημαστηριακής κούρσας των εταιρειών του Διαδικτύου. Η φούσκα στην αγορά κατοικίας των ΗΠΑ δεν αποτελούσε εν τέλει παρά μέρος του προβλήματος. Γεγονός είναι ότι αν αξιολογήσουμε οποιαδήποτε αγορά, οι άνθρωποι δρούσαν ως να είχε εξαφανισθεί παντελώς ο επενδυτικός κίνδυνος.
Ολοι γνωριζουν σήμερα για την εκρηκτική αύξηση των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης, που επέτρεψε σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν τα οικονομικά… φόντα, να αποκτήσουν δικό του σπίτι. Ολοι γνωρίζουν επίσης ότι οι επενδυτές δεν δίστασαν ούτε στιγμή να αγοράσουν χρεόγραφα τιτλοποίησης αυτών των δανείων. Ωστόσο, οι επενδυτές αγόραζαν επίσης… αδίστακτα εταιρικά ομόλογα υψηλών αποδόσεων, τα άλλως γνωστά ως τα υψίστου κινδύνου junk bonds, ωθώντας τη διαφορά ανάμεσα στις αποδόσεις τους και σε εκείνες των ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ.
Η πραγματικότητα άρχισε να γίνεται αισθητή όχι διαμιάς αλλά σταδιακά, με την εκδήλωση σειράς προβλημάτων. Πρώτα εξερράγη η φούσκα τιμών της αγοράς κατοικίας των ΗΠΑ. Κατόπιν κατέρρευσε η αγορά των παραγώγων προϊόντων στεγαστικής πίστης μειωμένης εξασφάλισης. Κατόπιν άρχισε να εκδηλώνεται νευρικότητα στους κύκλους των επενδυτών αναφορικά με τα junk bonds και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η διαφορά των αποδόσεων (spread) των εταιρικών ομολόγων κατηγορίας Β ανήρχετο μόλις στις 2,45 ποσοστιαίες μονάδες -υψηλότερα- από την απόδοση των ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου προ διμήνου, ενώ σήμερα υπερβαίνει σημαντικά το 4%. Το… κακό πήρε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν η Bear Stearns ανακοίνωσε την κατάρρευση δύο εκ των πολλών hedge funds που διαχειρίζεται. Εκτοτε, τις δύο τελευταίες εβδομάδες, οι αγορές μοιάζουν να πάσχουν από μανιοκατάθλιψη, παρουσιάζοντας έντονες μεταβολές στην ψυχολογία τους σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ομως, η ανακοίνωση της γαλλικής BNP Paribas την Πέμπτη, ότι παγώνει τρία από τα δικά της επενδυτικά κεφάλαια ως αποτέλεσμα της κρίσης στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, αποτελεί τη χειρότερη μέχρι στιγμής εξέλιξη. Σε ανακοίνωσή της, η τράπεζα έκανε λόγο για την «παντελή έλλειψη ρευστότητας σε ορισμένους τομείς της αγοράς», ή με άλλα λόγια «δεν υπάρχουν αγοραστές».
Οπως προαναφέρω, όταν σημειώνεται έλλειψη ρευστότητας, μπορεί να οδηγήσει σε αλυσιδωτά κρούσματα αδυναμίας εξυπηρέτησης χρεών. Ο χρηματοπιστωτικός Οργανισμός «Α» δεν μπορεί αν πουλήσει τα χρεόγραφά του, τιτλοποίησης στεγαστικών δανείων, με αποτέλεσμα να μην έχει τα κεφάλαια να καταβάλει τις οφειλές του στον Οργανισμό «Β», ο οποίος με τη σειρά του δεν συγκεντρώνει αρκετά κεφάλαια γαι να εξυπηρετήσει το δικό του χρέος στον Οργανισμό «Γ», κ.ο.κ. Την ίδια ώρα, όσοι διαθέτουν ρευστό το παρακρατούν, καθώς δεν εμπιστεύονται κανέναν να τους επιστρέψει τα χρήματα που θα του δανείσουν και έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Ιδού λοιπόν και το πλέον τρομακτικό για τις κρίσεις ρευστότητας: είναι πολύ δύσκολο για τους χαράσσοντες πολιτικές να κάνουν οτιδήποτε για την αντιμετώπισή τους. Κατά κανόνα, η Fed αντιδρά σε τέτοιες περιπτώσεις, μειώνοντας τα επιτόκιά της δανεισμού. Μπορεί επίσης να δανείσει χρήματα στις τράπεζες, που παρουσιάζουν έλλειμμα ρευστότητας. Αυτό ακριβώς έπραξαν την εβδομάδα που πέρασε τόσο η Fed και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και άλλες, ανά τον κόσμο, κεντρικές τράπεζες.
Ομως, όταν εξαφανίζεται η ρευστότητα τα συνήθη όπλα άσκησης πολιτικής αποδυναμώνονται. Τι καλό μπορεί να κάνει το φθηνότερο χρήμα για τους δανειολήπτες, όταν ουδείς έχει την πρόθεση να χορηγήσει δάνεια; Ακόμη, η διάθεση ρευστότητας στις τράπεζες δεν έχει αποτέλεσμα, όταν αυτές το κρατούν στα χρηματοκιβώτιά τους… Υπάρχουν εναλλακτικά μέτρα που μπορεί να λάβει κανείς, τόσο η Fed όσο και η αμερικανική κυβέρνηση για να αντιμετωπισθεί η κρίση. Ομως, για πολλούς λόγους, συμπεριλαμβανομένης και της αποδεδειγμένης ανικανότητας της σημερινής κυβέρνησης των ΗΠΑ, είναι προτιμότερο να αποφευχθεί η λήψη τους. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι η τρέχουσα κρίση θα αποτελέσει τόσο γρήγορα παρελθόν όσο και εκείνη του 1998. Ομως εγώ, φοβάμαι ότι δεν θα είναι έτσι.