Φαίνεται ότι οι αγορές ζητούσαν… αίμα πριν αρχίσουν να κατευνάζονται. Την 5η Αυγούστου, η Bear Stearns, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα, η οποία πρώτη ανάμεσα στις μεγάλες παρουσίασε προβλήματα λόγω των ανοιγμάτων της στην αμερικανική αγορά στεγαστικής πίστης μειωμένης εξασφάλισης, απομάκρυνε τον Γουόρεν Σπέκτορ, συμπρόεδρο της εταιρείας. Την επόμενη ημέρα, η τιμή της μετοχής της, έχοντας χάσει άνω του 30% της αξίας της τις προηγούμενες εβδομάδες, σημείωσε άνοδο της τάξεως του 5%. Οι τιμές των μετοχών άλλων επενδυτικών τραπεζών, που είχαν επηρεασθεί επίσης από την κρίση, ανέκαμψαν στις αρχές της εβδομάδος.
Αρχισε μήπως να πνέει ούριος άνεμος; Οχι ακόμη. Την 9η Αυγούστου, η γαλλική BNP Paribas πάγωσε τρία κεφάλαιά της, επενδύσεων στην αμερικανική αγορά στεγαστικής πίστης κάνοντας αναφορά «στην απόλυτη απώλεια της ρευστότητας από ορισμένους τομείς της αγοράς». Η εξασφάλιση χρηματοδότησης για εξαγορές παραμένει δύσκολη υπόθεση. Ορισμένα hedge funds (επενδυτικά κεφάλαια κάλυψης κινδύνου) υποφέρουν. Η Goldman Sachs, η οποία υπερηφανεύεται για την ικανότητά της σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των επενδυτικών κινδύνων, είδε τις αποδόσεις του, αξίας 9 δισεκατομμυρίων δολαρίων hedge fund της, που φέρει την ονομασία Global Alpha, να υποχωρούν κατά 12% τις δύο τελευταίες εβδομάδες.
Δεδομένης της σχετικής αδιαφάνειας των ανοιγμάτων των επενδυτικών τραπεζών στις χρηματοπιστωτικές αγορές, είναι απολύτως κατανοητό το γεγονός ότι οι επενδυτές έσπευσαν να ρευστοποιήσουν μετοχές τους, πριν αρχίσουν να αναζητούν απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν. Ετσι, ξεπούλησαν μαζικά μετοχές εταιρειών του κλάδου, κυρίως των Βear Stearns, Lehman Brothers και Merrill Lynch. Κατόπιν, άρχισαν να επαναξιολογούν τον επενδυτικό κίνδυνο.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορούσε στην πιθανότητα εκδήλωσης συνθηκών έλλειψης ρευστότητας. Η έλλειψη δυνατότητας άντλησης δανεισμού ήταν άλλωστε εκείνη, η οποία ανάγκασε τη δεκαετία του ’80 σε πτώχευση την τότε σπουδαία επενδυτική τράπεζα Drexel Burnham Lambert, ενώ το 1998 κυοφόρησε σοβαρούς κινδύνους για τις επενδυτικές τράπεζες της Wall Street, μετά την κατάρρευση του τεραστίας αξίας hedge fund Long-Term Capital Μanagement.
Η μεγάλη ανησυχία για την πιθανότητα να αποδειχθεί ελλειμματική η ρευστότητα, έγκειται στο γεγονός ότι οι επενδυτικές τράπεζες -οι οποίες «συνδυάζουν» σε πακέτα διαφόρους τίτλους, τους οποίους κατόπιν μεταπωλούν- έχουν συσσωρεύσει στα χαρτοφυλάκιά τους μη εύκολα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι οι επενδύσεις σε ιδιωτικά κεφάλαια, τα προσωρινά – μεταβατικά δάνεια (τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν αποδεικνύονται τόσο προσωρινά, όσο ελπίζετο) καθώς και σε παράγωγα προϊόντα, των οποίων η διαπραγμάτευση σπανίζει. Σύμφωνα με την υπηρεσία αξιολόγησης της δανειοληπτικής ικανότητας κρατών και επιχειρήσεων, Fitch, η αξία αυτών των κατηγοριών των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούσαν στα τέλη Ιουνίου φέτος στα χαρτοφυλάκιά τους οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της Wall Street, ανήρχετο στα 229 δισεκατομμύρια δολάρια από 144 δισ. δολάρια το 2005, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 59%. Στο προαναφερόμενο ποσόν αξίζει να προστεθεί και το υπολογιζόμενο στα 300 δισ. δολάρια ποσόν, που έχουν δεσμευθεί να χορηγήσουν οι ίδιες τράπεζες με τη μορφή δανεισμού σε εταιρείες εξαγορών.
Ωστόσο, οι επενδυτικές υποστηρίζουν ότι έχουν πάρει το μάθημά τους από την υπόθεση του Long-Term Capital Μanagement. Πρώτον, εξαρτώνται λιγότερο από τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό για την άντληση κεφαλαίων. Η πληθώρα των παραγώγων προϊόντων επιτοκίων, τα οποία έχουν αναπτυχθεί από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, σημαίνει ότι οι τράπεζες μπορούν να προστατεύονται όταν προχωρούν σε μακροπρόθεσμο δανεισμό. Τραπεζίτες αναφέρουν ακόμη ότι το υψηλότερο κόστος, το οποίο συνεπάγεται ο μακροπρόθεσμος δανεισμός, δικαιολογείται, διότι αφήνει περιθώρια ελιγμών σε περιπτώσεις εκδήλωσης πιστωτικής κρίσης. Από τη UBS εκτιμάται ότι οι χρηματομεσίτες στρέφονται στον βραχυπρόθεσμο δανεισμό σήμερα για την κάλυψη μόλις του 20% των δανειακών αναγκών τους, έναντι του 50% πριν από μια δεκαετία.
Οι επενδυτικές τράπεζες έχουν αναπτύξει επίσης «προφυλακτήρες». Σύμφωνα με τη Fitch, η μέση επενδυτική τράπεζα διατηρεί κεφάλαια διπλάσιας αξίας από την αξία των μη εύκολα ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων της. Η Goldman Sachs, για παράδειγμα, διατηρεί περισσότερα από 50 δισ. δολάρια σε εύκολα ρευστοποιήσιμους τίτλους για την περίπτωση που θα σημειωθεί έλλειψη ρευστότητας στις αγορές. Οι επενδυτικές τράπεζες της Wall Street έχουν επίσης διαφοροποιήσει τις χρηματοδοτικές πηγές τους, εξαγοράζοντας τράπεζες καταθέσεων.
Μάλιστα, ακόμη και η Bear Stearns κατάφερε την περασμένη εβδομάδα να κατευνάσει τα πνεύματα, πιθανότατα προσωρινά. Την 7η Αυγούστου ανακοίνωσε ότι άντλησε 2,3 δισ. δολάρια από τις κεφαλαιαγορές, αν και με υψηλό κόστος.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τις ομολόγους της, η Bear Stearns δεν δημοσιοποιεί λεπτομέρειες για τα ανοίγματά της, συμπεριλαμβανομένων αυτών στην αγορά στεγαστικής πίστης μειωμένης εξασφάλισης. Οι επενδυτές δύσκολα θα πεισθούν για το άξιο της… πλεύσης της, δεδομένου ότι μόλις προ ημερών, η τράπεζα εμφανιζόταν τόσο αποδυναμωμένη. Οπως τονίζει η Αϊλίν Φάχι, της Fitch, «πρόκειται περισσότερο για μια κρίση εμπιστοσύνης παρά για κρίση ρευστότητας…». Ομως, εάν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, χάνεται και η ρευστότητα.