Στις τραπεζικές κρίσεις η ρίζα του κακού βρίσκεται στην ιδιοκτησία, όπως αποδεικνύει το παράδειγμα της Αμερικής το 1988, της Σουηδίας το 1992 και της Γερμανίας στις αρχές του 2000. Το παράδοξο με την τρέχουσα αναταραχή είναι ότι οι μεγαλύτερες απώλειες για τις τράπεζες σημειώθηκαν εν μέρει τουλάχιστον σε μεγάλη απόσταση από το σημείο όπου εκδηλώθηκαν, δηλαδή την αγορά στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ. Τον Φεβρουάριο, πρώτη η βρετανική τράπεζα HSBC ανακοίνωσε σημαντικές απώλειες κατά τη χορήγηση δανείων προς Αμερικανούς με πενιχρή δυνατότητα αποπληρωμής. Εξι μήνες αργότερα η γερμανική IKB Deutsche Industriebank έφτασε στο χείλος της κατάρρευσης, επειδή βρέθηκε εκτεθειμένη σε χρεόγραφα, χρηματοδοτημένα από τις ίδιες αμερικανικές επισφαλείς πιστώσεις.
Στις 13 Αυγούστου ήταν η σειρά του Καναδά να πρωταγωνιστήσει στο δράμα. Η μεγάλη επενδυτική τράπεζα Coventree ανακοίνωσε ότι αναζητεί ρευστό της τάξεως των 700 εκατ. καναδικών δολαρίων. Την ίδια ημέρα 17 άλλα καναδικά ιδρύματα ανακοίνωσαν ότι αναζητούσαν τραπεζικές πιστώσεις. Η Coventree στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι οι προμηθευτές ρευστού αρνήθηκαν να τη συνδράμουν, χωρίς να τους κατονομάσει. Την επομένη η μετοχή της ανέβηκε, αφού προηγουμένως ανήγγειλε τη διασφάλιση χρηματοδότησης.
Τα προβλήματα άρχισαν να διασπείρονται και τότε οι αναλυτές έστρεψαν την προσοχή τους σε άλλες καναδικές τράπεζες, σε αμερικανικές όπως η Citigroup, σε γερμανικές όπως οι Landesbank WestLB και η SachsenLB, ή βρετανικούς ομίλους, όπως η Lloyds και η HBOS. Η αγωνία συγκλόνισε τα διεθνή χρηματιστήρια.
Τώρα οι ανησυχίες εστιάζονται σε επενδυτικά οχήματα, γνωστά ως conduits, τα οποία δεν είναι συνήθως ορατά στους τραπεζικούς ισολογισμούς και χρηματοδοτούνται από την αγορά ενυπόθηκων χρεογράφων ABCP (asset-backed commercial papers). Πρόκειται για φθηνά γενικώς δάνεια, που χρησιμοποιούνται για την αγορά περιουσιακών στοιχείων με υψηλή βαθμολογία, τα οποία όμως υπόσχονται υψηλές αποδόσεις. Η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση εγκυμονεί τον κίνδυνο της έλλειψης ρευστότητας. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, περιουσιακά στοιχεία βαθμολογημένα με τρία Α δεν παρουσιάζουν προβλήματα. Ομως η παρούσα κακοδιαθεσία απλώθηκε στις τράπεζες, που επιμελήθηκαν την έκδοση και την κάλυψη αυτών των προϊόντων.
Τα conduits είναι εξαιρετικά δημοφιλή στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, εν μέρει λόγω της υψηλής βαθμολογίας τους, που επιτρέπουν στις τράπεζες να μειώνουν τον κίνδυνο, εν μέρει επειδή έχουν πολύ καλύτερες αποδόσεις ακόμη και από τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ. Πρώτοι διδάξαντες των conduits το 1998 ήταν δύο γερμανικές Landesbank, η BayernLB και η WestLB. Στα τέλη Μαρτίου του 2007 περιουσιακά στοιχεία ABCP ύψους 507 δισ. δολαρίων ήταν δεσμευμένα σε ευρωπαϊκά conduits, σύμφωνα με τη Citigroup. Η αξία της αγοράς των ABCP παγκοσμίως υπολογίζεται σε 1,2 τρισ. δολάρια, πολύ περισσότερο σε σχέση με 650 δισ. δολάρια προ τριετίας.
Ατυχώς, οι οικονομικές διάνοιες της εποχής μας δεν αρκέστηκαν στα conduits. Επεκτάθηκαν στα δομημένα επενδυτικά οχήματα (SIV), παρεμφερή αλλά με πολύ υψηλότερα επίπεδα μόχλευσης. Από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς της δομημένης χρηματοδότησης, τα οχήματα αυτά επενδύουν σε περιουσιακά στοιχεία υψηλού ρίσκου. Σύμφωνα με τη Standard & Poors το 23% των περιουσιακών στοιχείων των SIV βρίσκεται σε τιτλοποιήσεις στεγαστικών δανείων για την αγορά κατοικίας, τα μισά από τα οποία είναι αμερικανικά. Συνοδεύονται με περιορισμένη κάλυψη τραπεζικής πίστωσης σε περίπτωση έλλειψης σε ρευστό.
Χειροτερεύοντας τα πράγματα, ορισμένες τράπεζες διαχειρίζονται SIV τα οποία έχουν λιγότερους περιορισμούς και εμπεριέχουν δάνεια, που φτάνουν 40 με 70 φορές την υποθηκευμένη αξία. Τα περισσότερα SIV έκαναν μεγάλες τοποθετήσεις σε τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια, περιλαμβανομένων εκείνων της μειωμένης εξασφάλισης και άλλων παρεμφερών τίτλων, όπως είναι τα Alt-As, τα οποία επίσης δέχονται πιέσεις παρά την καλύτερη πιστωτική τους ποιότητα.
Πλούσια δράση στις συγκεκριμένες αγορές εμφανίζει η Deutsche Bank, η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα. Σε αναφορά του Μαρτίου προς την αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η υψηλότερη έκθεση σε απώλειες της τράπεζας υπολογίζεται σε 3,1 δισ. δολάρια. Αυτή τη στιγμή τέτοιου είδους υπολογισμός δεν είναι εφικτός. Το αυτό συμβαίνει και με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως η Royal Bank of Scotland και η ΗSΒC.Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η κατάσταση για ορισμένες γερμανικές Landesbank. Στις 13 Αυγούστου η DBRS, μία διεθνής εταιρεία αξιολόγησης, επεσήμανε ότι επί μια εβδομάδα κυκλοφορούσαν φήμες για τη ρευστότητα ορισμένων γερμανικών τραπεζών, ειδικότερα μετά την προσπάθεια διάσωσης της IKB με κρατική χρηματοδότηση. Το πρόβλημα αποδόθηκε εν μέρει στο γεγονός ότι οι επενδυτές δεν εμπιστεύονταν πλέον τη βαθμολόγηση των ενυπόθηκων χρεογράφων, στα οποία είχε επενδύσει η τράπεζα. Κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει γι’ αυτό. Στα τέλη Ιουνίου η Moody’s σε έκθεσή της είχε χαρακτηρίσει τα SIV «όαση ηρεμίας εν μέσω μεγάλης αναταραχής».
Η WestLB και η SachsenLB, με χαρτοφυλάκια conduit ή SIV συνολικής αξίας 35 δισ.ευρώ και 17 δισ. ευρώ αντιστοίχως, ίσως να είχαν δίκιο που ενήργησαν όπως ενήργησαν. Εως τον Ιούλιο του 2005 οι τράπεζες αυτές ήταν σε θέση να χορηγούν μακροπρόθεσμα δάνεια, εγγυημένα από το κράτος έως το 2015. Η γραμμή πίστωσης της WestLB στο conduit της, Greyhawk, έχει επίσης κρατική εγγύηση. Η αγορά και η τράπεζα γνωρίζουν ότι δεν επιτρέπεται σε μια Landesbank να αποτύχει. Αλλού, όμως, οι περισσότερες τράπεζες δεν διαθέτουν την πολυτέλεια αυτή. Για τον λόγο αυτό οι επενδυτές είναι τόσο νευρικοί.