«Καυτές» αποδείξεις κατά των σούπερ μάρκετ

«Καυτές» αποδείξεις κατά των σούπερ μάρκετ

5' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Επιτέλους -λέγεται ότι- οι επιτροπές ανταγωνισμού εντόπισαν τις καυτές αποδείξεις, τις οποίες αναζητούσαν επί χρόνια. Στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ αναγκάζουν τους προμηθευτές τους να τους προσφέρουν παράλογες μειώσεις τιμών χονδρικής.

Στη Βρετανία, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία σύντομα θα ολοκληρώσει την τρίτη έρευνά της στα τελευταία επτά χρόνια αναφορικά με τη διαμόρφωση των τιμών των λαχανικών, απαίτησε την περασμένη εβδομάδα από τις εταιρείες σούπερ μάρκετ Asda και Tesco να παραδώσουν το περιεχόμενο εκατομμυρίων ηλεκτρονικών μηνυμάτων τα οποία απεστάλησαν και ελήφθησαν από στελέχη τους κατά τη διάρκεια μιας περιόδου πέντε εβδομάδων, τον Ιούλιο και τον Ιούνιο. Η Αρχή ενεργοποιήθηκε όταν υπέπεσαν στην αντίληψή της στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι διοικήσεις ή στελέχη των δύο σούπερ μάρκετ απείλησαν προμηθευτές τους, απαιτώντας από αυτούς πληρωμές σε ρευστό, ώστε να χρηματοδοτήσουν με τα χρήματα αυτά τον φετινό, θερινό γύρο τους ενός πολέμου τιμών που συνεχίζεται εντονότερα ή λιγότερο έντονα κατά εποχές. Οπως αναφέρεται, στα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα περιέχονται εκφράσεις «απειλητικές».

Ασφαλώς, τα σούπερ μάρκετ αρνούνται τις κατηγορίες. Η Tesco αντέδρασε ιδιαιτέρως δυναμικά, αρνούμενη ότι υφίστανται αυτού του είδους οι ανταλλαγές και κατηγορώντας η ίδια την αντιμονοπωλιακή Αρχή ότι απαγγέλλει κατηγορίες έχοντας προκαταλήψεις. Από την Asda υποστηρίζεται ότι έχει γίνει κάποιο «φρικτό λάθος» και εκφράζεται η πεποίθηση ότι θα δικαιωθεί. Τα μεγάλα σούπερ μάρκετ αρνούνται πάντα αυτού του είδους τις κατηγορίες και υποστηρίζουν ότι έχουν αγαστή συνεργασία με τους προμηθευτές τους.

Αντιθέτως, ομάδες άκησης πίεσης, οι οποίες χρηματοδοτούνται από τους τελευταίους, υποστηρίζουν ότι οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ πιέζουν τόσο πολύ τους προμηθευτές ώστε να απειλείται και η ίδια η οικονομική επιβίωσή τους. Ωστόσο, ουδέποτε προσέφεραν ακλόνητα στοιχεία, με τα οποία να αποδεικνύονται τα υποστηριζόμενά τους. Από τις αλυσίδες των σούπερ μάρκετ υποστηρίζεται ότι έτσι αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα δεν είναι υπαρκτό. Ωστόσο, οι ομάδες πίεσης των προμηθευτών αντιτάσσουν ότι οι τελευταίοι φοβούνται τόσο πολύ ότι τα προϊόντά τους δεν θα είναι πλέον δεκτά στα σημεία λιανικής πώλησής τους και ότι τα συμβόλαιά τους δεν θα ανανεωθούν, ώστε σε τελική ανάλυση να μην τολμούν να εκφράσουν δημοσίως τα παράπονά τους. Τόσο η Επιτροπή Ανταγωνισμού όσο και το Γραφείο Θεμιτών Συναλλαγών της Βρετανίας έχουν προσπαθήσει επανειλημμένως να εντοπίσουν συγκεκριμένα, αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να το επιτύχουν. Ωστόσο, φαίνεται ότι η… όσφρησή τους ήταν ικανή για να οδηγήσει τις δύο Υπηρεσίες στην κατάρτιση ενός κώδικα συμπεριφοράς προ επταετίας, ο οποίος υποτίθεται ότι προσφέρει προστασία στους προμηθευτές.

Στο πλαίσιο της τελευταίας έρευνας που διεξήγαγαν, προμηθευτής ανέφερε στους αξιωματούχους τους ότι «η παροχή αληθών και πραγματικών στοιχείων και αποδείξεων σχετικώς με το θέμα, θα αποτελούσε εμπορική αυτοκτονία…».

Διεξάγοντας ακόμη μία έρευνα προς το παρόν, η Επιτροπή Ανταγωνισμού ζήτησε από τους προμηθευτές να προσέλθουν για να της υποβάλουν στοιχεία, υποσχόμενη ότι η ταυτότητα οποιουδήποτε το πράξει θα τύχει πλήρους προστασίας. Την περασμένη εβδομάδα, η Επιτροπή έκανε ακόμη ένα βήμα μπροστά, απαιτώντας να της υποβληθούν όλα τα ηλεκτρονικά μηνύματα, όπως προαναφέρουμε.

Η σχέση ανάμεσα στις βρετανικές εταιρείες των σούπερ μάρκετ και των προμηθευτών τους είναι περίπλοκη. Υπάρχουν προμηθευτές, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν προϊόντα με γνωστά εμπορικά ονόματα και σε τέτοιες περιπτώσεις είναι σαφές ότι είναι αυτοί, που έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Υπάρχουν ορισμένα εμπορικά ονόματα που ακόμη και η Tesco πρέπει να διαθέτει στα ράφια των καταστημάτων της. Παρότι η συγκεκριμένη εταιρεία ελέγχει το 30% της βρετανικής αγοράς, δεν έχει την ικανότητα να υψώσει το ανάστημά της απέναντι σε κολοσσούς όπως είναι η Procter & Gamble ή η Νestle.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι μικροί παραγωγοί, οι οποίοι εξαρτώνται από μία ή δύο αλυσίδες σούπερ μάρκετ για να μπορέσουν να διαθέσουν τα προϊόντά τους στους καταναλωτές καθώς και οι μικρές παραγωγικές μονάδες, οι οποίες παράγουν ή συσκευάζουν προϊόντα, τα οποία φέρουν την ονομασία της αλυσίδας σούπερ μάρκετ, με την οποία έχουν κλείσει συμφωνία. Κάθε μία από τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ συνεργάζεται με έως και 2.000 προμηθευτές, οι οποίοι μπορεί να είναι από πολυεθνικές εταιρείες μέχρι και μικροπαραγωγοί και αγρότες, των οποίων τα προϊόντα διατίθενται μόνο μέσω ενός μικρού αριθμού των υποκαταστημάτων της αλυσίδας. Πολλοί από τους παραγωγούς αυτούς εξαρτώνται από μία και μοναδική εταιρεία λιανικών πωλήσεων για να διαθέσουν στην αγορά σχεδόν το σύνολο της παραγωγής τους. Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν οι ίδιοι αλλά και οι Αρχές ανταγωνισμού, είναι ότι η συμφωνία στην οποία στηρίζεται αυτή συνεργασία τους είναι σε πολλές περιπτώσεις προφορική και χωρίς χρονικό προσδιορισμό διάρκειας.

Από την πλευρά τους, τα σούπερ μάρκετ χρησιμοποιούν διάφορες τακτικές για να πιέσουν τις τιμές. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται, η μονομερής αλλαγή των όρων της -κατά κανόνα προφορικής συμφωνίας- κατά την παραλαβή των προϊόντων. Από την πλευρά τους, οι εταιρείες των σούπερ μάρκετ υποστηρίζουν ότι διατηρούν αυτό το προνόμιο σε μια προσπάθεια διασφάλισης της ποιότητας των προϊόντων που παραλαμβάνουν καθώς και ότι εάν ακολουθούσαν τακτικά αυτήν την πρακτική -του αιφνιδιασμού, κατ’ ουσίαν- θα γινόταν γνωστό στην αγορά, με αποτέλεσμα να μη θέλουν οι ίδιοι οι προμηθευτές να συνεργάζονται μαζί τους. Και πάλι, όμως, οι αρμόδιες Αρχές θεωρούν ότι οι μονομερείς αυτές «πρωτοβουλίες» λαμβάνονται συχνά και ότι οι προμηθευτές απλώς φοβούνται να τις καταγγείλουν.

Μία άλλη πρακτική αφορά στην προβολή απαίτησης από τα σούπερ μάρκετ στους προμηθευτές για την καταβολή ρευστού σε αυτά, με απώτερο στόχο να εξασφαλίσουν «χώρο στα ράφια» για τα προϊόντα τους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, τα χρήματα που καταβάλλονται αφορούν «σε κάθε κατηγορία προϊόντος που προωθείται από κάθε συγκεκριμένο υποκατάστημα». Ορισμένα σούπερ μάρκετ απαιτούν την πληρωμή ενός είδους ενοικίου για τον χώρο που διαθέτουν στα ράφια τους, σε τακτική βάση. Οπως υποστηρίζουν, το ενοίκιο αυτό μπορεί να καλύψει τα διαφυγόντα κέρδη τους στην περίπτωση που το προϊόν δεν αποδειχθεί επιτυχημένο και έχει… παραγκωνίσει από το ράφι κάποιο άλλο, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει εμπορική επιτυχία.

Σε άλλες περιπτώσεις, τα σούπερ μάρκετ ενδέχεται να επιτρέπουν άτυπα σ’ έναν μεγάλο προμηθευτή μιας κατηγορίας προϊόντων να τους υποδεικνύει εάν, πού και πώς θα προβάλλονται προϊόντα ανταγωνιστών του, έχοντας παράλληλα πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες όπως είναι τα περιθώρια κέρδους για τα συγκεκριμένα προϊόντα. Μια άλλη πρακτική αφορά στην απαίτηση ορισμένων σούπερ μάρκετ προς ορισμένους προμηθευτές για αποκλειστική συνεργασία μαζί τους και τη μη δυνατότητα διάθεσης των προϊόντων τους μέσω άλλων αλυσίδων. Η πρακτική αυτή ακολουθείται συχνότερα στις περιπτώσεις προμηθευτών, οι οποίοι παράγουν για τα συγκεκριμένα σούπερ μάρκετ προϊόντα με τη δική τους εμπορική ονομασία (των σούπερ μάρκετ).

Αλλοι τρόποι, μέσω των οποίων ασκούνται πιέσεις στους προμηθευτές είναι η προβολή απαιτήσεων για εκπτώσεις τιμών αναλόγως του όγκου των προμηθειών – κάτι το οποίο θεωρείται σχεδόν δεδομένο και από τους ίδιους τους προμηθευτές, η απαίτηση για τη συμμετοχή τους σε διαφημιστικές εκστρατείες όταν γίνονται προσφορές τιμών, ακόμη δε και η συμμετοχή στο κόστος ανακαίνισης υποκαταστημάτων, μέσω των οποίων διατίθενται και τα δικά τους προϊόντα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή