Οταν οι βαθμολογητές βαθμολογούνται με μηδέν

Οταν οι βαθμολογητές βαθμολογούνται με μηδέν

2' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο «εδώλιο του κατηγορουμένου» βρίσκονται για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια -και μάλιστα τώρα με πολύ βαρύτερες «κατηγορίες»- οι μεγάλες εταιρείες πιστοληπτικής αξιολόγησης που παίζουν σημαντικότατο ρόλο στη λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Με τις βαθμολογίες που χορηγούν στις διάφορες κατηγορίες ομολόγων ή άλλου είδους χρέη των κρατών, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των διεθνών οργανισμών, των τραπεζών και των εταιρειών καθορίζουν έμμεσα το κόστος δανεισμού αλλά και το ποιοι επενδυτές μπορούν να αγοράσουν ποια ομόλογα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποτελούν κομβικό τμήμα της τρέχουσας κρίσης της αγοράς.

Στο τέλος του 2001 είχαν επικριθεί για το χαρακτηρισμό ως «ασφαλών» των ομολόγων του αμερικανικού ενεργειακού κολοσσού Enron λίγες ημέρες προτού κηρύξει πτώχευση.

Τώρα η ευθύνη των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης είναι μεγαλύτερη γιατί χάρη στις βαθμολογίες που χορηγούσαν αφειδώς σε καινοτομικά χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως τα περιβόητα CDOs, επέτρεψαν να τοποθετηθούν σε αυτά επενδυτές που κανονικά δεν είχαν δικαίωμα να το κάνουν, αλλά και συνέβαλαν στη φρενίτιδα των χορηγήσεων δανείων ακόμη και σε αυτούς που κανονικά δεν θα έπρεπε να πάρουν. Αυτό το τελευταίο συνέβη επειδή οι τράπεζες μπορούσαν να πωλούν τα δάνειά τους και με τις εισπράξεις να χορηγούν νέα δάνεια μέχρι που εξαντλήθηκαν οι φερέγγυοι δανειολήπτες.

Για να πωληθούν σε θεσμικούς επενδυτές, όπως αμοιβαία κεφάλαια, συνταξιοδοτικά ταμεία ή ασφαλιστικές εταιρείες, θα πρέπει αυτά τα χρηματοοικονομικά προϊόντα να έχουν πιστοληπτική βαθμολογία, και μάλιστα υψηλή. Εδώ ακριβώς έρχεται το πρόβλημα με τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Η αξιολόγηση ενός κανονικού ομολόγου μιας εταιρείας ή ενός κράτους βασίζεται σε ορισμένους κανόνες και εκφράζει την πιθανότητα να μην εξυπηρετηθεί σωστά το ομόλογο από τον εκδότη του, δηλαδή να μην πληρωθούν στην ώρα τους οι τόκοι ή το κεφάλαιο. Κανονικά το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και με ένα CDO ή άλλο δομημένο προϊόν. Ομως, η πίεση από τις επενδυτικές τράπεζες ήταν πολύ μεγάλη και οι αμοιβές για τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια ή και περισσότερο για ορισμένα deal, και μιλάμε για εκατοντάδες deal, οπότε προτίμησαν να βάλουν νερό στο κρασί τους και ορισμένους «αστερίσκους» και «υποσημειώσεις», που έκαναν όλη τη διαφορά στις βαθμολογίες. Οι βαθμολογίες ήταν τυπικά υψηλές αλλά δεν αντανακλούσαν όλα τα είδη του κινδύνου που έφεραν αυτά τα νέα προϊόντα.

«Η πιστοληπτική βαθμολογία αποτελεί απλώς την έκφραση μιας γνώμης, δεν είναι ούτε υπόσχεση ούτε εγγύηση. Εξάλλου δεν είναι στατική, μπορεί να αλλάξει» ήταν η γραμμή άμυνας του προέδρου της Moody’s Brian Clarkson σε πρόσφατη συνέντευξή του στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερς. «Προσπαθούμε να κάνουμε τα πάντα με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια. Η διαδικασία βαθμολόγησης είναι διαφανής. Οι βαθμολογίες δεν αποδίδονται από έναν αναλυτή αλλά από επιτροπές», συνέχισε ο ίδιος, αν και παραδέχτηκε ότι πάντα θα υπάρχει «σύγκρουση συμφερόντων» όταν κάποιος πληρώνει για να αποκτήσει βαθμολογία. Το ερώτημα είναι αν θα ξεπεράσουν το σκόπελο με την αυτορρύθμιση και τον εθελοντικό κώδικα δεοντολογίας, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, ή θα νιώθουν το βαρύ χέρι των νομοθετών, όπως έγινε με τις ελεγκτικές εταιρείες μετά την υπόθεση Enron.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή